Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Ρένος Αποστολίδης: Είστε ένας λαός επιθέσεως..Κρίμα που θα χάνετε πάντα τις ειρήνες.

Ρένος Αποστολίδης

- Εἶστε ἕνας λαὸς ἐπιθέσεως.., μοῦπε ἕνας Γερμανὸς μιὰ νύχτα τοῦ '43. ῎Οχι ἕνας λόχος, ἕνα τάγμα, ἕνα ἐπίλεκτο «σῶμα κρούσεως» μονάχα, μὰ ἕνας λαὸς ὁλόκληρος «κρούσεως»! Κρίμα ποὺ θὰ χάνετε πάντα τὶς εἰρῆνες.
- Θὰ τὶς χάνομε;
- Θὰ τὶς χάνετε. Θὰ δίνετε μόνο ἐπιτεύγματα ἐκρηκτικά. Δὲν εἶστε λαὸς σφυροκόπος. [...] Κι ὡστόσο αὐτὸ ποὺ σεῖς ἐκτινάξατε, δωρίζεται ἄφθονα τοῦ κόσμου, γιὰ ἁρμαθοὺς αἰώνων. Μὰ μόνο ἀπὸ σᾶς δὲν εἰσπράττεται - κι αὐτοῦ ζητιάνοι ἐσεῖς κατόπιν, κι αὐτοῦ στερημένοι! Σὰν τὴ μήτρα ἀκριβῶς, ποὺ ἐκτινάσσει τὸ τέκος κι ὀρφανεύει...
***
Σκέφτηκα πολλὲς φορὲς ἀργότερα τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ «ἐχρθοῦ» μὲσα στὴν πιὸ μύχια νύχτα τῆς Εὐρώπης. ῞Ενας ἐχθρὸς ἀποκαλύπτει κάποτε τὰ πιὸ βαθιὰ χαράγματα τοῦ ἐθνικοῦ μας προσώπου.
«Χάνομε τὶς εῖρῆνες, τὶς σταθερές ἀξιοποιήσεις... Ξαφνικὰ χανόμαστε καὶ κανεὶς δὲ μᾶς βρίσκει... κι ὡστόσο αὐτό, ποὺ γιὰ μιὰ στιγμὴ μόνο ἄστραψε ἀπὸ μᾶς, πυρηνώνει ὕστερα κόσμους ξένους, ἱδρύει λαοὺς ἄλλους, πολιτισμούς, στάσεις ἀνθρώπων γιὰ αἰῶνες ἀντίκρυ στὰ πράγματα - πλέει μές στὴν ῾Ιστορία πανίσχυρο!.. Καὶ παραπέμπουν ἔπειτα σ' ἐμᾶς, μὰ ἐμεῖς ἄφαντοι! ᾿Ανάγουν ταπεινὰ σ' ἐμᾶς, κ' ἐμεῖς πιὰ ταπεινότατοι κουρταλοῦμε θύρες - αὐτῶν ποὺ εἶναι σφυροκόποι καὶ κερδίζουν τὶς εἰρῆνες, κουρτουλοῦν ὁι μαχητὲς τὶς θύρες!..»
***
Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ γνώριμο - μητρικό μας Πρόσωπο τῆς ῾Ιστορίας. Τινάζομε δύναμη - καὶ πεθαίνομε, ὅταν οἱ ἄλλοι καρποῦνται τὴν εἰρήνη. Εἶμαστε ὅ,τι ἡ καθαρὴ φύση τοῦ «ἐμβίου»: μαστὸς ποὺ ἀρμέγει τὸν ἥλιο, κι ἄξαφνα τὸν ἐκκενώνει, σπαταλιέται καὶ μένει!.. ῎Εχομε «ζωντάνια»; Μὰ λοιπὸν αὐτό θὰ πῇ (ποὺ ἐναβρυνόμαστε): σοδιάζομε ἥλιο, εὐδία κρουστὴ οὐρανοῦ μέσα στὶς φλέβες, κ' ἐκτινάζομε «θαύματα», διαρκῶς «καταπλήξεις», ποιότητες ἄπεφθες, διάπυρες, μοναδικές, κ' εὐθὺς μετὰ ράκη, καὶ γιὰ πολὺ κατόπιν τίποτε δὲ μᾶς ανασηκώνει - οἱ δωρητὲς ἐμεῖς, ἐνδεεῖς οἱ σὰ θεοὶ πάμπλουτοι, πάμφτωχοι· οἱ σπάταλοι σὰ Φύση πεντακάθαρη, καταξωδεμένοι!
Νὰ μὴν εἶμαστε πάντα λαὸς κρούσεως.
Νὰ γευόμαστε κ' ἐμεῖς τὴν ἐπίγνωση.
Νὰ ὑπάρχῃ γόνιμη ἀνάπαυλα. ῎Οχι κι αὐτὴ διαρκῶς κατασπαταλητική μας.
῎Ετσι, ποὺ νὰ βγοῦν γενεές, μὲ τὸν αἰώνιο μὲν χαρακτῆρα τοὺ ἀνέμελου καὶ τοῦ μαχητή, μὰ ποὺ θάχουν πίσω κ' ἕνα σπίτι νοικοκυρεμένο, στερεὸ στὶς θύελλες - στὸ «μετά» ποὺ ἔρχεται, τῆς βαριᾶς ἀνημπόριας ὡς τὴ νέα μάχη.
῾Η ἐκτίναξη νάναι πάντα ἐπὶ βάθρο στέρεο!
Στιγμὴ - ναὶ μὰ καὶ ἄμυνα τῆς Διάρκειας.

//  "Τὸ Πρόσωπο τῆς ῾Ιστορίας", Κριτικὴ τοῦ Μεταπολέμου, 1962.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Φραντς Κάφκα: Βασιλιάδες ή Αγγελιοφόροι;

Τους είπαν να διαλέξουν αν θέλουν να γίνουν βασιλιάδες ή αγγελιοφόροι βασιλιάδων. Όπως τα παιδιά, θέλησαν όλοι να γίνουν αγγελιοφόροι. Γι΄ αυτό υπάρχουν μονάχα αγγελιοφόροι, που τρέχουν ολόγυρα στον κόσμο και, μιας που δεν υπάρχουν διόλου βασιλιάδες, φωνάζουν ο ένας στον άλλο τα ακατανόητα μηνύματά τους. Ευχαρίστως θα έδιναν ένα τέλος στην ελεεινή ζωή τους, αλλά δεν τολμούν να παραβούν τον όρκο της υποταγής τους.


Αφορισμοί, Εκδόσεις ΕΡΑΤΩ

Φρειδερίκος Νίτσε: Έγιναν άθεοι

Έγιναν άθεοι. Αλλά παραιτήθηκαν τάχα έτσι από το ιδανικό; Οι στερνοί μεταφυσικοί το ίδιο ζητούν πάντα στο ιδανικό αυτό, την αληθινή «πραγματικότητα» το «πράγμα καθ΄εαυτό», που αναφορικά προς αυτό όλα τ΄ άλλα είναι μόνο φαινομενικότητα.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Παντελής Μπασάκος: Αριστερά, η (a priori και) ευγενής της τύφλωσις.

Παντελής Μπασάκος*



Ο όρος 'αριστερά' χρησιμοποιείται (από την αριστερά, αλλά όχι μόνο) ως αναφερόμενος σε κάτι που, 'ως εκ της ουσίας του' είναι δίκαιο. Το δίκαιο εκπορεύεται εκ της ουσίας, και αυτή η ουσία αρνείται πεισματικά να δει πως, και τι, έγινε και γίνεται η αριστερά στην ιστορία· αυτή η ουσία διαγράφει ή ξεχνάει βολικά το γκουλάγκ, την Πράγα και την Βουδαπέστη· δεν συνειδητοποιεί πως διαμορφώνεται η αριστερά τώρα, και μπροστά στα μάτια της, ιστορία εν τω γεννάσθαι.
Αυτή η χρήση του όρου ‘αριστερά’ είναι σαν να εδράζεται σε μια βεβαιότητα θεμελιώδη, προ εμπειρική, που δεν χρειάζεται να ανοίξει τα μάτια της για να δει, εφόσον οτιδήποτε ενδέχεται να εμφανιστεί ως διάψευσή της, δεν μπορεί παρά να είναι ψευδές, λόγια των εχθρών και ιδεολογία.
Το παραπάνω δεν είναι θεωρητική φαντασία. Είναι πεζή περιγραφή της πραγματικής χρήσης του όρου, αυτής που γύρω μας κυκλοφορεί ως αυτονόητη. Είναι αυτή η χρήση που μας κάνει να λέμε «ο Σύριζα» - του σύντροφου Καμένου, των Πολάκηδων, των Παρασκευόπουλων και άλλων ευγενών ψυχών – «δεν είναι η πραγματική αριστερά» - εννοώντας αυτή την ουσία, που όλοι οι θύραθεν θρησκευάμενοι κάποτε θελήσαμε να υπάρχει για να πιστέψουμε σε αυτήν. Εντάξει, ήρθε η δύσκολη στιγμή, να πούμε στους φίλους μας που ακόμα το πιστεύουν, πως δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης.
Η χρήση αυτή του όρου ‘αριστερά’ παρ’ όλην την ευγενή a priori της καταγωγή είχε, και έχει, απτά αποτελέσματα. Είναι χρήση αβανταδόρικη – θυμηθείτε πόσα και τι πράγματα νομιμοποιεί, αυτή και μόνο η επίκλησή της - καταπιεστική όταν εκφέρεται σε ακροατήριο (είναι σαν να το εξαναγκάζει σε συναίνεση), αποστομωτική στην ένας προς έναν επιχειρηματολογία. Είναι μια ευλογία, το να είσαι αριστερός, σκέφτεται όποιος φέρει και χρησιμοποιεί, ως άλλος ιερέας, αυτό το σχήμα. Επειδή ακριβώς εκβιάζει συναίνεση, και αποσκοπεί στο να σου στερήσει το λόγο, το ‘αριστερός’ παράγει επιθετικότητα. Θέλουμε, ως αντίδραση, να το χρησιμοποιήσουμε σαν βρισιά.
Όμως, ποτέ κανένα θρησκόληπτο σχήμα δεν φοβήθηκε τις ύβρεις και τις προσβολές. Αντίθετα, μέσα από αυτές επιβεβαιώνεται: μόνο οι κακοί και οι εχθροί μου με αρνούνται, λέει. Εκείνο νομίζω που χρειάζεται, είναι η περιγραφή του φαινομένου, του γίγνεσθαί της, της ενώπιόν μας αριστεράς, με όρους αυστηρής πολιτικής επιστήμης – πράγμα που, εκτός των άλλων, θα συντελέσει και στην απαλλαγή από την έννοια της αριστεράς ως a priori δικαίας.


*Ο Παντελής Μπασάκος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και στο Παρίσι. Έχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες για τη φιλοσοφία της γλώσσας. Διδάσκει φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και η έρευνά του στρέφεται στη φιλοσοφία της γλώσσας και στη θεωρία του επιχειρήματος

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Σωτήρης Αμάραντος: Οι ημιμαθείς πολιτικοί ηγέτες ως δείκτης κοινωνικής παιδείας.

Σωτήρης Αμάραντος




Η ποιότητα της παιδείας μιας κοινωνίας είναι η αντανάκλαση του πνεύματος των πολιτικών της ηγετών. Το αντίστροφο δεν ισχύει και ίσως φανεί στο τέλος του άρθρου το γιατί. Θέλοντας να ασκήσουν την κυριαρχία τους στη χώρα των τυφλών ως μονόφθαλμοι, οι πολιτικοί αρχηγοί ερωτοτροπούν με υψηλές φιλοσοφικές έννοιες και εκφράσεις, τις οποίες όμως αγνοούν, όπως ο παπαγάλος τη λέξη «καλησπέρα» στο ομώνυμο ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου.

Η συνθηματολογική και κενή σε περιεχόμενο διακίνηση εννοιών όπως: «διάκριση των εξουσιών» ή «κοινωνικό συμβόλαιο» στοχεύει στη συναισθηματική διέγερση παρά στη διάνοιξη ενός πλαισίου για δημιουργικό προβληματισμό έναντι της άρθρωσης του πολιτικού πεδίου. Ακόμη όμως κι αν τις κατανοούσαν, η προοπτική της ιδεολογικής τους τοποθέτησης δεν μπορεί παρά να μεθερμηνεύσει ολιγαρχικά τους όρους αυτούς.

Έτσι το αίτημα για τη «διάκριση των εξουσιών» (την οποία ο Μοντεσκιέ δανείζεται από τον Αριστοτέλη) δεν συνιστά παρά ένα ενδοσυστημικό αντίβαρο των ήδη συγκροτημένων ολιγαρχικών εξουσιών, στον βαθμό που οι φορείς της υποτιθέμενης λαϊκής κυριαρχίας μένουν εκτός της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων, εξασφαλίζοντας έτσι τον περιορισμό της εκτελεστικής ή καλύτερα της κυβερνητικής εξουσίας, στις σχέσεις της με τη νομοθετική και τη δικαστική. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ανακατανομή της ισχύος μεταξύ των ομάδων που νέμονται τις εξουσίες του έθνους-κράτους, ένα εσωτερικό παιχνίδι δύναμης των ελίτ. Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως με τον τρόπο αυτό αποδυναμώνεται η κυβερνητική εξουσία και άρα το όφελος είναι σημαντικό γι΄ αυτούς που την υφίστανται και συγκεκριμένα ότι η κυβερνωμένη κοινωνία θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να εκμεταλλευτεί τις συγκρούσεις στο εσωτερικό των  εξουσιαστικών ελίτ. Οριακά και συγκυριακά ίσως κάτι τέτοιο να είναι δυνατό, κατά κανόνα όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι συγκρούσεις αυτές διέπονται και οριοθετούνται από την αρχή της μη διασάλευσης της τάξης πραγμάτων, η οποία καθιστά δυνατή την κυριαρχία των ελίτ συνολικά, ώστε στη συνέχεια να κονταροχτυπιούνται για τη νομή αυτής της κυριαρχίας.

Από την άλλη ό όρος «κοινωνικό συμβόλαιο» κάτω από την ίδια ιδεολογική αναφορά που χωρίζει μια κοινωνία στα δύο, δηλαδή σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, ορίζεται ως θεμελιώδης εκχώρηση της ελευθερίας των πολλών στην εξουσία των ολίγων, με αντάλλαγμα ορισμένα δικαιώματα, δηλαδή ειδικές ρυθμίσεις νομικού χαρακτήρα που επιχειρούν να μετριάσουν την αυθαιρεσία της εξουσίας έναντι των υπηκόων της. Ο πολίτης γίνεται υποκείμενο δικαίου και φορέας δικαιωμάτων, ενώ η εξουσία πέραν των βασικών της δράσεων, χρεώνεται επιπροσθέτως με τις αρμοδιότητές της διαφύλαξης αυτών των δικαιωμάτων.  Βέβαια, εδώ το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ό,τι το ένα μέρος των συμβαλλομένων, δηλαδή η εξουσία, γίνεται ταυτόχρονα και ελεγκτής της τήρησης του ίδιου συμβολαίου που «υπογράφει» με τους υπηκόους της. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να τοποθετηθεί ποτέ κατά του εαυτού του; Στην περίπτωσή μας γιατί να το πράξει αυτό η εκάστοτε εξουσία; Το αντεπιχείρημα το οποίο κομίζει η πλευρά των ελίτ, στην περίπτωση αυτή, βασίζεται στην παρουσίαση του θεσμού των εκλογών ως αντίμετρο μέσω της  περιοδικής ανανέωσης του «κοινωνικού συμβολαίου», το οποίο υποτίθεται πως διασφαλίζει τον σωφρονισμό των εξουσιών στα συμφωνηθέντα. Επιχείρημα που καταρρίπτεται ευκόλως, διότι πρώτων οι εκλογές, όπως έχουμε αναπτύξει και αλλού, συνιστούν έναν «ανέντιμο πολιτικό συμβόλαιο» που ανανεώνει πλέον και σε περιοδική βάση τις ευκαιρίες αυθαιρεσίας της εξουσίας που προκύπτουν από το θεμελιώδες «κοινωνικό συμβόλαιο» και δεύτερον διότι το εκάστοτε σύστημα εξουσίας διαθέτει δομημένους μηχανισμούς, παραπλάνησης, επιβολής συλλογικής λήθης και τέλος κατέχει το μονοπώλιο της βίας και του νόμου.


Συμπερασματικά, όταν η αποκλειστική ευθύνη των εκπαιδευτικών, υγειονομικών, κατασταλτικών θεσμών, όπως και η διαχείριση της εσωτερικής διοίκησης του κράτους και της πολιτειακής οργάνωσης συνολικά ανήκουν σε μια ομάδα, έστω κι αν αυτή δεν είναι απολύτως ενιαία, μοιραία η ομάδα αυτή δίνει τον παλμό σε μια ολόκληρη συλλογικότητα που συνιστά το αντικείμενο των εξουσιαστικών της βλέψεων και ορέξεων. Θεωρητικά τουλάχιστον καθίσταται ουτοπική η αναζήτηση μεταρρυθμιστικών λύσεων εάν δεν ανατραπεί  θεσμικά η ανισοβαρής σχέση υπέρ των ελίτ.



Πρώτη δημοσίευση: Αντιφωνικά Ιστολόγια, 10-10-2016

Απόσπασμα απο τη "Θεωρία της Ημιμόρφωσης" του Th. Adorno

Theodor Adorno


Το ημικατανοημένο και ημιβιωμένο δεν είναι προκαταρκτική βαθμίδα της μόρφωσης, αλλά θανάσιμος εχθρός της: στοιχεία μόρφωσης, που εισέρχονται στη συνείδηση, χωρίς να ενζυμωθούν στη δική της συνέχεια, μεταβάλλονται σε βλαβερά δηλητήρια και τείνουν προς τη δεισιδαιμονία, ακόμη κι αν καθ΄εαυτά επικρίνουν τη δεισιδαιμονία- όπως εκείνος ο αρχιβαρελάς που, ποθώντας κάτι υψηλότερο, κατέφυγε στην Κριτική του καθαρού λόγου, για να καταλήξει στην αστρολογία, προφανώς διότι μόνο εκεί μπορούσε να συνταιριάξει τον ηθικό νόμο μέσα του με τον έναστρο ουρανό υπεράνω μας.



Πηγή: «Θεωρία της Ημιμόρφωσης», εκδ. Αλεξάνδρεια.

Ρένος Αποστολίδης: «Το δίχτυ»

Ρένος Αποστολίδης



Πάντα ἔπιανα τὴν πέννα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ γράψω κάτι μεγάλο, «ποὺ νὰ τὰ λέῃ ὅλα»! Μιὰ πρώτη φλόγα ἔδιν' ἔν' ἄνοι-
γμα - κι αὐτό ἠταν! Γιόμισα ἔτσι ἀνοίγματα, πρὸς κάτι ποὺ θάταν «τὸ ὅλο» - μὰ ποῦ «τὸ ὅλο»! Φύλαγα ὕστερα τ' ἀνοίγμα-
τα σάν ἁπλές ρωγμές ἀπ' ὅπου κάτι μισόβλεπα - ἤ νόμιζα πὼς μισόβλεπα κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε ἴσως κι ἄλλος νὰ μισοδῇ.Ὕστερα ἔλεγα : «Αὐτά εἰναι - τί νὰ κάνω; Αὐτός εἶμαι!» Καὶ  σιγά-σιγά, τὸ πῆρ' ἀπόφαση... Ἔτσι κι αὐτό ἐδῶ : ἕν' ἄνοιγμα.
    Τὸ βάζω γιὰ κλείσιμο - μ' ὅλο ποὺ θὰ ξετυλίγονταν (εἶχα δηλαδὴ τὴν πρόθεση) σὲ βιβλίο ὁλάκερο, μὲ τὸν ὄχι καὶ λίγο φιλόδοξο τίτλο:

    Ἀπόπειρα συνεννοήσεως.


     Βλέπω πολλούς -- κι ὁλοένα περσότερους -- νὰ βρίσκωνται σὲ μιὰ τρομερή διάσταση, ἄν ἐκφράζωμαι καλά, μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους. Βρίσκομαι κι ὁ ἴδιος; Ὄχι, τολμάω νὰ πῶ - μὰ εἶναι καὶ τόσο «ἰδιότυπη» ἡ «λύση» μου, ποὺ δέν μπορῶ νὰ τὴν προτείνω. Γιὰ νὰ μή μένῃ περιέργεια -- ἤ, τυχόν, ἰδέα πὼς κάνω τὸν ἔξυπνο, μὲ τὸ ἀζημίωτο, μὲς ἀπό 'να βιβλίο ποὺ ὁ ἄλλος τὸ πλήρωσε μὲ τέτοιον τίτλο (κ' ἴσως μ' ἀνάλογη προσδοκία) -- ἡ «λύση» μου συνίσταται στὴν (πολύ «παιδική») ἄ ρ σ η τοῦ ἑνός σκέλους τῆς «ἀντιθέσεως»: ἀγνόησα τὴ ζωή -- τὴ ζωή μου ! -- ἤ ὁπωσδήποτε ἕνα μεγάλο μέρος τῶν τυραννικῶν της «ἀσυμβίβαστων» μὲ τὴ συνείδησή μου, καὶ τραβάω τὸ δρόμο μου ἀδιάφορος γιὰ τὸ τέλος. Παράδοξα, δέν ἔρχεται πάλι κανένα «τέλος», δραματικό ποὺ λένε, τιμωρητικό μὲ δέν ξέρω ποιά «σκληρή μου τιμωρία». Βρίσκονται ἀκόμα κοντινοί ποὺ μ' ἀγαπᾶνε, συχνά μὲ βοηθοῦνε -- θὰ πρέπει λοιπόν νὰ τοὺς εἶμαι ὧρες-ὧρες κ' ἐξαιρετικά ἀξιαγάπητος -- περσότερο λέω θ' ἀγαπᾶνε τὰ παιδιά καὶ τὴ γυναῖκα μου ποὺ μ' ἀγαπᾶνε -- δηλαδή θὰ τοὺς λυποῦνται τρομερά τ ί τοὺς ἔ λ α χ ε ! -- μὰ ὄχι, ἀγαπᾶν κ' ἐμένα τόσες φορές σφοδρά, τὸ βλέπω !.. Ὁπωσδήποτε, εἴμαστε μπερδεμένοι ἐκεῖ, ἀγαπιόμαστε, καμπόσοι ποὺ δέν μπόρεσαν ν' «ἁπλουστέψουν» ἔτσι τὸ πρόβλημα, μ' ἐμένα ποὺ καὶ εἰς βάρος τους -- μπορεῖ ἄθελά μου, μὰ κ α ί εἰς βάρος τους, ἀναμφισβήτητα -- τόσο τὸ «ἁπλούστεψα» !.. Κάποτε κάθομαι κ' ἐξετάζω μήπως μ' ἀγαποῦν σὰν ἕνα «πείραμα»΄ ἕνα πείραμα ποὺ δέν πιστεύουν νάχῃ καλή «ἔκβαση», μὰ τὸ παρακολουθοῦν ὁπωσδήποτε, καὶ, μιά καὶ δέν κοστίζει πάρα πολλά, δίνουν στὸν ἑαυτό τους αὐτή τὴν πολυτέλεια - ἐντελῶς «ἰδιωτική» ἄλλωστε.
     Μὲ παρακολουθεῖτε γιατὶ ἔχει ἀλήθεια τὸ γραφτό μου - ὅσο κι ἄν ἔχῃ παραξενιά. Μὰ δέν εἰν' ἡ παραξενιά΄ ἡ ἀ λ ή θ ε ι α εἶναι. Καὶ δέν εἶναι ὅλη΄ ἔχει κι ἀλλη: Πολλές φορές εἶπα -- μόνος μου, ποὺ κουβεντιάζω σιωπηλά, ὁδηγῶντας -- μ ι σ θ ό ς εἶναι κ' ἡ ἀγάπη ! Κι ἄν μὲ ρωτάγανε ποτέ πῶς ἐπιζῶ ἀκόμα; εἰλικρινά δέ θάβρισκα ν' ἀπαντήσω ἄλλο παρά πῶς μ' ἀγαπᾶνε ! Π ο ι ο ί μ' ἀγαπᾶνε; Εἶναι τόσοι πολλοί, τόσο δυνατοί;.. Μπά !.. Λίγοι - κι ἀπ' τὸ ὑστέρημά τους ! Μὰ ὅσο μικραίνει τὸ ὑστέρημα, τόσο δυναμώνει ἡ ἀπόδοσή του - αὐτό εἶν' ἕνας νόμος ποὺ δέν τὸν ξέρουν μὲς στὴν ἀγορά. Πράγματι, ἐκεῖ, μὲ ὑστέρημα δέν κάνεις τίποτα ! Ἔτσι κ' ἔβαλες ὑστέρημα, στὴν ἀγορά, στ' ἅρπαξαν κ' ἔφυγαν ! Σάν εἶδος χειροποίητο, ποὺ σπάνια βρίσκεται πιά..- κ' εἶναι τόσοι ποὺ ξέρουν πὼς ὅσο καὶ νὰ πληρωθῇ, πάλι τζάμπα ἀγορασμένο εἶναι !..
    Μὰ δέν τὴ δίνω, λοιπὸν, τὴν ἀγάπη γιὰ μισθό. Κάθε ἄλλο. Είλικρινά: τὴν ἀρνιέμαι ! Ἔρχονται ὅμως καὶ μοῦ τὴ δίνουν΄ κι ὅσο πιό πολύ τὴν ἀρνιέμαι, τόσο μοῦ τὴ δίνουν - πάντα σὲ πιό κρίσιμες στιγμές, ποὺ δίχως αὐτήν λέω θὰ χάνομουν καὶ δέ θάχαν πιά τὴν εὐκαιρία... Νὰ πιστέψω ὅμως πὼς κ' ἐπίτηδες ἔχω στήσει τέτοια σοφίνα - δέ γίνεται, δέν εἶν' ἀλήθεια ! (Μοῦ τόπε κι αὐτό κάποιος..- μὰ καὶ τί δέν ἀκοῦς;..) Ὄχι, δέν εἰν' ἀλήθεια...
    Ὕστερα σκέφτηκα πὼς εἶναι ζῶα ποὺ μοιραῖα τ' ἀγαπᾶνε ἄλλα ζῶα. Εἶναι κι αὐτό, ἐν μέρει. Παρασιτικά, λοιπόν, τῆς καρδιᾶς. Μ' ἀξιαγάπητα ! Καὶ, στὸ κάτω-κάτω: ἐκεῖνος ποὺ σοῦ δίνει, χωρίς ποτέ νὰ σοῦ ζητάῃ -- μόνο αὐτό, μόνο ἔτσι (καὶ μόνο ἀ λ ή θ ε ι α αὐτό, ποτέ ψέμματα) -- τί φταίει ποὺ σοῦ πέρνει τὴν ἀγάπη;..
    Ἀλλ' αὐτό δέν εἶναι «λύση», φυσικά, νὰ προταθῇ σοβαρά... Μ' ὅλο ποὺ τὴ γράφει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ! Ἐγὼ τὴ διαβάζω κάτω ἀπ' τὰ τόσο τολμηρά λόγια: «Μή μεριμνᾶτε διὰ τὴν αὔριον΄ καὶ γὰρ ἡ αὔριον μεριμνήσει ἑαυτῆς΄ ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» !.. Ὤ, ἀπογνωσμένε μου, πῶς νὰ μή σ' ἀγαπήσουν; Ὥς τὸ σταυρό σ' ἀγάπησαν - κ' ἐκεῖ νὰ ἰδοῦνε τί θὰ μποροῦσες ἄλλο νὰ τοὺς δώσῃς πιά ! Κι ἀδύνατο νὰ φυλαχτοῦνε τέλος ἀπὸ κεῖνο ποὺ ἀ π ὸ κ ε ῖ τοὺς ἔδωσες !..
     Μή βλαστημάω... Κ' ἐξ ἄλλου, τὸ θέμα ἐδῶ εἶναι σαφές: Ἄν ἦταν δυνατό κάπως νὰ βόηθαγα νὰ βγοῦν ἀπ' αὐτή τὴ διάσταση ὁπου βρίσκουνται καὶ τυραννιοῦνται μὲ τὴ ἴδια τὴ ζωή τους - ξ έ ν η ζωή τους, ἄ λ λ η, ποὺ δ έ ν τὴ θέλουν νὰ τὴ ζοῦν !.. Ἄν ἠταν δυνατό, χωρίς τὴν ἐξωφρενική μου «ἄλυτη λύση»..- «ἄλυτη» γι' αὐτούς, ἀπ' αὐτούς, «λύση» ὡστόσο γιὰ μένα, μὰ μόνο γιὰ μένα, ἔστω κι ἄν «ἄρση»: Τὰ χέρια ψηλά - κι ἀδιαφορῶ ! Ἄς φέρῃ ἡ αὔριο ὅ,τι θέλει, ὅ,τι περιέχει ! Μπορεῖ νὰ φέρῃ ὅ,τι δ έ ν περιέχει; (Μὰ θάτανε λοιπόν ὅ,τι πιό κ α λ ό ! Ἀλλὰ φέρνει ὅ,τι πιό κακό - κι αὐτό δεχτό !) Ἤ μπορεῖς ν' ἀποσοβήσῃς ὅ,τι δ έ ν ὑπάρχει, δέ «σοβεῖ» μὲ κανένα τεκμήριο;.. Πές πὼς «ὑποδέχεσαι» λοιπόν - πὲς πὼς «σπίτι σου» τὸ χάος, ὅπου μέσα τίποτα δέ σὲ ρωτᾶ γιὰ νάρθῃ ἤ νὰ σ' ἐγκαταλείψῃ... Δέξου ὅ,τι ἔχει κάθε μέρα - ποὺ ἄ λ λ η δέ μπορεῖς νὰ φέρῃς...
    Ἀπόπειρα συνεννοήσεως..- ποῦ τὸ βρῆκα ! πῶς τὸ τολμάω !.. Καὶ δίχως μιάν ἰδέα τῆς προκοπῆς στὸ νοῦ μου, ἕνα σχέδιο ! Δέν ξέρω τίποτα - τί πρέπει νὰ κάνω, πῶς νὰ σκεφτῶ γιὰ τὴν ἀπόπειρά μου !.. Πές: Νὰ τὰ βάλω ὅ λ α κάτω, κ' ἕνα-ἕνα νὰ τὰ ἐξετάσω, μὲ μυαλό ποὺ θὰ φροντίζω νάναι ὅσο γίνεται καθαρό, ἀνεπηρέαστο !.. Μὰ ποιά ὅ λ α ; Τὰ ξέρω γώ ὅ λ α ; Ἕν' ἀπειροστό κατέχω - καὶ μὲ κατέχει καὶ δαῦτο, καὶ καταλήγουμε νὰ μήν κατέχω κἄν τί μὲ κατέχει... Μὲ ποιά σκέψη λοιπόν, μὲ ποιό σχέδιο;..
    Πιό καταδικασμένη προσπάθεια δέν μπορῶ νὰ βρῶ !
   Μὰ μπορεῖ γ ι' α ὐ τ ό ἴσα-ἴσα νὰ τὴ σκαρφίστηκα. Δέν εἰμαι δά κ' «εὐχαριστημένος ἀπ' τὸν ἑαυτό μου», νὰ τοῦ καλοφέρνουμαι΄ ψάχνω, λοιπόν, κι ὅλο βρίσκω, τρόπους νὰ τὸν παιδεύω, νὰ τοῦ κάνω λέω -- θὰ μποροῦσα νὰ πῶ -- τὴ ζωή ἀ β ί ο τ η !.. Μπά ! Κοροϊδεύουμαι !.. Αὐτός θ η ρ ί ο - τίποτα δέν παθαίνει ! Μαρουλάκια ὅλ' αὐτά - τὰ μασάει, ὁ ρινόκερος ! Κι ἄλλα ! λέει. Γιομᾶτα καρφιά, ξυραφάκια - ἔχει ἄλλα; λέει. Μόνος τρόπος νὰ τὸν σκοτώσω, εἶπα, ν ὰ σ ᾶ ς τ ὸ ν π α ρ ά δ ι ν α ! (Μοῦπε κάτι ἀνάλογο κάποιος κολασμένος φίλος μιά φορά: Δέν ἀφήνεις κάποτε καὶ νὰ νικηθῇς ; Θὰ σοῦ κάνῃ καλό - ναί, ποὺ σοῦ λέω !..) Δηλαδὴ ἀ λ η θ ι ν ό νὰ σᾶς τὸν παράδινα, μισητό κι ἄσκημο, καθὼς ἐδῶ μοῦχει κάτσει μὲ τὴν καλωσύνη σας νὰ τὸν ἀγαπᾶτε καὶ νὰ μή βρίσκῃ ἕνα τέλος ὁ «ἔρωτάς» μας !.. Ἀστειεύομαι ; Ὄχι ! Μιλάω σοβαρά, σοβαρώτατα ! Δηλαδή, νά ! -- θαυμάστε «συνέπεια», στὸν ἐσωτερικό «λόγο» «τετραπέρατου» λέει ἀνθρώπου ! -- ἡ σκέψη μου γιὰ τὴ συνεννόηση ἐκβράζεται ἐντέλει σὲ ἀπίθανη «ἀκτή»: Διηγήσου, ἄς ποῦμε, τί τράβηξες ἐσύ, ὁ ἕνας -- τὸ ἀπειροελάχιστο, τὸ τίποτα -- ὅσο νὰ βγάλῃς ἀπ' τὴ μέση ὁλότελα τόνα σκέλος, καὶ νὰ τραβιέσαι ἀκόμα ἔτσι !.. Δηλαδή, μὲ ποιά κατηγορία τοῦ λόγου αὐτό πάει πουθενά ; Ποιό σχέδιο, ποιά λογική, φέρνει ἀπ' αὐτό σ' ἐκεῖνο, κι ἀπὸ κεῖνο στὸ ἄλλο ; «Φ ῶ ς εἶναι» μᾶς λέγαν «τὸ α ἴ τ ι ο ποὺ προκαλεῖ τὸ αἴσθημα τῆς ὁράσεως» ! (Χαιρέτα μου, παναπῆ, τὸν πλάτανο ! Κι ὅλ' οἱ ὁρισμοί παραπλήσιοι - ἅμα δέ βαριέσαι νὰ ψάξῃς στὸ λεξικό ἤ στὰ ἐγχειρίδια.) Μὰ ἐγώ ποτέ μου δέν κατάλαβα γιατί αὐτό τ' ἄχαρο ἀστεῖο. Δηλαδή, τὰ χ ω ρ ί ζ ο υ μ ε πρῶτα -- κρυφά, σὲ φάση ἄρρητη: «ἄ λ λ ο τὸ φῶς, ἄ λ λ ο τὰ φαινόμενα΄ ἄ λ λ ο ἡ ὅραση, πούναι νὰ βλέπῃς, κι ἄ λ λ ο τὰ ὅρώμενα», σά νὰ μποροῦσες, τάχα, νὰ βλέπῃς, δίχως τίποτα νὰ βλέπῃς ! -- κ' ὕστερα, στὸ φανερό, τὰ ἑ ν ώ ν ο υ μ ε, κάνοντας τὸ «μάγο» μὲ τὰ περιστέρια ἀπ' τἀ μανίκια, καὶ λέμε -- σ' «ἔκθαμβους» ὑποθετικά -- «αὐτό εἰν' αὐτό κ' ἐκεῖνο ἐκεῖνο» !.. Κακόγουστες ταυτολογίες, ἐ ν ῶ δ ρ ό μ ο δ έ χ α ρ ά ξ α μ ε π ο τ έ -- δέν ηὕραμε, δέ μᾶς δόθηκε, δέ μᾶς ρίχτηκε ἀπ' τὸν οὐρανό -- ν ὰ φ έ ρ ν ῃ ἀ π' α ὐ τ ό σ ὲ κ ε ῖ ν ο !..
    Μὰ τὸ δεχτήκαμε, ἔ; Τόπαμε λογική -- τὸ «αὐτό» μὲ τὸ «αὐτό» [σὰ νάχαμε δῆθεν φύγει ἀπ' «αὐτό», καὶ ξαναρχόμαστε (θριαμβευτές) τώρα σ' «αὐτό», τάχα «γνωστό μας» πιά !] -- καὶ μ'αὐτό ριχτήκαμε στὴ «δουλειά» !..
    Φυσικά, ἡ συνείδηση δέν τὰ χάβει - καὶ νά ἡ «διάσταση» (ἀπ' αὐτό ἀπώτερα ὅλη ἡ «διάσταση»), καὶ τώρα ἐγώ: «γιὰ τὴ συνεννόηση» !
    Ποιά συνεννόηση ;..
    Τουλάχιστον, λοιπόν, ἐγώ δέ θὰ πῶ τὰ γνωστά ψέμματα: δέ θὰ παραστήσω τὸν «λογικό», τὸν τσαρλατάνο μὲ τὰ περιστέρια. Σ' αὐτό τὸ θηριῶδες τσίρκο δέν ἔχω νὰ παίξω κανένα «νούμερο». Ἔτσι, μονότονος, βαρετός -- μ' ὅλους νὰ διερωτῶνται «τί παραστένω λοιπόν», κ' ἐγώ μήν παραστένοντας τ ί π ο τ α -- οὔτε κλόουν οὔτε «σπιρτόζος» οὔτε «βλάκας» ἤ «ἀφελής» ἐκ προθέσεως» -- μεγάλο τέχνασμα τοῦ Ντοστογέβσκι, ὅλο νὰ δηγιέται σὰν «ἀφελής» ἤ «περίπου βλάκας» (ἤ τοῦ Κάφκα: σάν «ἀδαῆ», περίπου «ἀγνῶτα τοῦ κόσμου» τὸν ἥρωά του !) -- καὶ δέ σκοπεύω τίποτα «νὰ παίξω». Μὲ φτωχότατη μόνο ἰδέα στὸ νοῦ μου -- παραμύθησέ τους !(μ' ὅ,τι φυσικά ἐγώ ἐχω μέσα μου, ποιός ἄλλος-- πασκίζω μάταια, μάταια, «γελοῖος» προφανῶς -- τί «θέαμα» ὁ κόσμος, τί στραφταλιστές εἰκόνες, κ' ἐγώ: οὔτε κόλλες σωστές γιά 'ναν χαρταετό, ποὺ τρύπιον μοῦ τὸν διαπερνᾶ ὁ ἀέρας καὶ δέ σηκώνεται -- ὅμως ἀ λ ή θ ε ι α παραμυθητικός, παλεύοντας ὁ ἀνόητος, ὁ ἀξιολύπητος, γιὰ «συνεννόηση», γλυστρῶντας, πέφτοντας, κάτω ἀπὸ βλέμματα λαίμαργα γιὰ ἀκροβάτη, γιὰ τὶς ψηλές αἰῶρες δίχως δίχτυ, γιὰ πήδημα θανάτου συνταραχτικό !..

    Ὅλα ὅμως εἶναι δ ί χ ω ς δ ί χ τ υ - ἔννοια σας ! Κάτω ἀπὸ σᾶς, κάτω ἀπὸ μένα: κ α ν έ ν α δ ί χ τ υ ! Τὰ δίχτια, ὅλα, ποὺ κυνηγᾶτε -- λεφτά, δύναμη, ἀσφάλεια, ἀγάπη -- θὰ σᾶς πᾶν «μὲ δίχτυ» μ ό ν ο ὥς τὴν πιό ψηλήν αἰώρα. Α ὐ τ ο ῦ ὅμως: δ ί χ ω ς δίχτυ - ποτέ μὲ δίχτυ ! (Κι ὅλο: στὴν πιό ψηλήν αἰώρα κρέμεστε..- μόνο μήν τὸ σκεφτῆτε !..)
     Νά ἡ «διάσταση»: ποὺ καὶ τὸ σκέφτουνται !
     Κ' ἐγώ τοὺς κλαίω: τὸ «δίχτυ», ὅλο, νὰ πλέκουν -- σ' αὐτό πάνω νὰ κοιμοῦνται, σ' αὐτό τὰ δάχτυλά τους ὅλα γαντζωμένα μήν τοὺς τ' ἁρπάξουν (ποιός; τί νὰ τὸ κάνῃ Αὐτός ποὺ τοὺς προσμένει στὴν πιό ψηλήν αἰώρα β έ β α ι ο ς  -- κι ὡστόσο αὐτό νὰ σκέφτωνται΄ κρυφά νὰ σκέφτωνται: πῶς χωρίς δίχτυ;..
     Λοιπόν, σάλπιγγες -- ἑφτά ἀσημένιες σάλπιγγες ! -- ἀναγγέλουν θριαμβικά:
»»»»»»»»»»»»»»»»»» Τὸ δίχτυ ! ««««««««««««««««««
  Ντυμένοι οἱ σαλπιγκτές στὰ ὁλόασπρα, μὲ χρυσά κουμπιά καὶ γούνινα μποττίνια, στέκουν στὴ σειρά στητοί, μὲ τὶς σάλπιγγες ψηλά ἀνατεταμένες, καὶ σαλπίζουνε στὸν οὐρανό:
»»»»»»»»»»»»»»»»»» Τὸ δίχτυ ! ««««««««««««««««««
    Ἐγώ φτωχός, κουρελής, ἔτσι ποὺ μὲ παίρνουν ἐργάτη τῆς σκηνῆς, στοὺς μακαράδες, πόσες φορές δέν ἄρχισα τὸ «νούμερο» -- κάποιο «νούμερο» πάσκισα νὰ σκαρώσω, μήπως μ' αὐτό τοὺς ἔδινα νὰ καταλάβουν πὼς δέν ἐπρόκειτο γιὰ «νούμερο» -- καὶ πνίγηκα κάτω ἀπὸ χάχανα !.. Ὅ,τι ἔκανα, τόβρισκαν «ἀστεῖο» ! (Μὲ παραλλαγές: Κάποιοι «παράδοξο». Ἄλλοι «συμβολικό». Ὅλοι «ὁπωσδήποτε ἐνδιαφέρον» !) Κι ὅλα, φυσικά, «παραμυθητικά μου» -- μ' ἕνα βαθύτερο ἔνστικτο τοῦ κοινοῦ, πὼς «ἔτσι κάνουν γιὰ νὰ προκαλέσουν» -- ὅσο νὰ βρῶ βέβαια τὴ δύναμη τοῦ «νούμερου» τοῦ ἴδιου, ποὺ φαντάζονταν «διαβολικά κρυμμένο» ἐκ μέρους μου, ποιός ξέρει σὲ ποιά δίπλα τῶν κουρελιῶν μου, σ' ἀπρόσμενη στιγμή ὁπωσδήποτε μελλούμενο τάχα νὰ ξετυλιχτῇ ἀπότομα, τὸ «ἀληθινό» πιά «νούμερο» : τὸ Δίχτυ μὲ τ' ὄνομα, ὄχι τ' ἀστεῖα κι ἄγαρμπα «ὀρεχτικά» του !.. Κι ὅσο πιό «ἄγαρμπα» (καθό ἀ λ η θ ι ν ά) τόσο πιό «καλοδιαλεγμένα» -- καὶ «μέσα στὴν παράδοση τῶν κλόουν» (ποὺ κατάγονται «γραμμή ἀπ' τοὺς τραγικούς τροβαδούρους») -- τάβρισκαν !
    Ἔφτασε νὰ μήν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα ποὺ νὰ μήν τὸ βρίσκουν «μὲ νόημα» συνδεδεμένο πρὸς τὸ μελλούμενο Δίχτυ ! Λίγοι δυσανασχετοῦσαν - μὰ κατάλαβα πὼς γιὰ νὰ βαστᾶν τὰ μπόσκα στοὺς ἄλλους ποὺ τοὺς διαβεβαιῶναν: «Θ' ἄρχίσῃ, τώρα θ' ἀρχίσῃ !.. Κοίτα ! Μή χάνῃς οὔτε κίνησή του - γιατι ἔτσι ἀρχίζει αὐτός: ὕπουλα κι ἀνεπαίσθητα!.. Ἡ παράδοση τῶν μεγάλων κλόουν εἶναι νὰ χάνεται ἡ ἀρχή τοῦ νούμερού τους: τὸ κοινό νὰ μ ή μπορῇ νὰ προσδιορίσῃ πότε καθαυτό ἄ ρ χ ι σ ε, ὥστε νὰ μή μπορῇ καὶ νὰ τὸ διηγηθῇ μετά σὲ κανέναν τ ὸ τ ί ε ἶ δ ε, ὅπως στὰ μεγάλα μυθιστορήματα: τὸ π ε ρ ὶ τ ί ν ο ς πρόκειται !..»
   Ἔ λοιπόν στὸ τέλος βαρέθηκα, ἀπελπίστηκα, βρῆκα δύναμη ἀδιαφορίας γιὰ τὸ θάνατό μου, καὶ τὸ ἄρχισα:
    Κάθησα χάμω - καὶ περίμενα νὰ δῶ τί θὰ κάνουν !
   Ξέσπασαν σὲ φρενιτιώδη χειροκροτήματα, γελοῦσαν, χτυπιόντουσαν, φώναζαν κι ἄλλο! κι ἄλλο! - ἐνῶ κάμποσοι τοὺς λέγαν: «Ἔ, ἀφῆστε νὰ κάνῃ κάποτε καὶ τὸ νούμερο΄ γιατὶ αὐτός εἶν' ἱκανός νὰ μᾶς κάνῃ νὰ γελάμε ὥς τὸ τέλος τῆς παράστασης γιὰ τὸ δίχτυ, καὶ νὰ μή φτάσῃ σ τ ὸ ἴ δ ι ο τὸ δίχτυ ποτέ !» («Τόχει κάνει, τόχει κάνει κιόλας πολλές φορές !» πρόσθεσαν ἄλλοι. «Εἶναι μυστήριος καλλιτέχνης - καὶ γι' αὐτό καὶ τὸ νούμερό του τόχουν πράγματι ἐκτός προγράμματος: ἄ ν τ ύ χ ῃ καὶ τὸ κάνῃ ! Εἴδατε, δ έ ν τὸ γράφουν !» Κι ἄνοιγαν τὰ προγράμματα, ἔδειχναν πὼς π ο υ θ ε ν ά δέ γραφόταν...)
    Μὰ δέν ἔχουν τέλος οἱ ἱστορίες μὲ τὰ τσίρκα... Καὶ σχεδόν δέν ὑπάρχει συγγραφέας, σκηνοθέτης, ποὺ νὰ μήν ἔστησε κι ἀπόνα τσίρκο κάποτε, μὲ ἱστορίες μ έ σ α ἤ  γ ύ ρ ω ἀπὸ δαῦτο... Ἡ συνθήκη ἀβαντσάρει: τὰ σκοινιά, οἱ αἰῶρες΄ τὰ θηρία, ποὺ δ έ ν παίζουν΄ τὰ πρωϊνά, ποὺ δ έ δίνεται παράσταση, ἀλλὰ τραβᾶνε καὶ τότε, πολλές φορές, τὸ σκοινί, τὸ δίχτυ μαζεύεται, καὶ γίνουντ' ὅλα στ' ἀλήθεια, γιὰ ἐξάσκηση, ὥστε τὸ βράδι, στὰ ψέμματα, νάναι ἱκανώτεροι - κ' ἔτσι δ έ ν ξέρεις καὶ ποῦ εἶναι φοβερώτερα; ἀληθινώτερα; στὶς δοκιμές ἤ στὴν παράσταση; μὲ κοινό ἤ χωρίς; μὲ δίχτυ (ποὺναι ψέυτικο) ἤ δίχως (ποὺν' ἀληθινό);..

    Κ' ἔπειτα δέ σκοπεύω, στὰ σοβαρά, νὰ σᾶς παίξω τὸ νούμερο, μὲ κανένα τσίρκο -- οὔτε τῶν Ἀγησιλαίων, οὔτε τῆς Ἱστορίας (εἴτε ἄλλης εἴτε αὐτοπροσώπως) -- ὅσο «ελκυστικό» καὶ νάναι. Ἐγώ, γιὰ ἐντελῶς συγκεκριμένο λόγο ἀνάφερα τὸ τσίρκο: ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ πῶ, πὼς δ έ ν π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι ὰ «ν ο ύ μ ε ρ ο»΄ πὼς ἐπιτέλους δέν πρόκειται, καὶ γιατί, πρίν ἀδιαφορήσω γιὰ τὸν θάνατό μου, τόσα «νούμερα» ποὺ πάσκισα νὰ σκαρώσω, καὶ νὰ πάω πέρα, μήπως μ' αὐτά κατάφερνα ἕνα εἶδος («συμβολικῆς» ἔστω) συνεννόησης, κανένα δέν ἀξιώθηκα νὰ τελειώσω, οὔτε νὰ προχωρήσω καλά-καλά, πέρ' ἀπ' τὴν ἐντελῶς πρώτη σύλληψή του, κι αὐτό ἀπὸ ἀνίατη πεποίθηση στὴν ἀλήθεια: κάθε τόσο διέκοπτα κι ἀποπειρώμουν νὰ «διορθώσω» τὶς ἀντιδράσεις τοῦ κοινοῦ: «Ἐδῶ γ ε λ ᾶ ν !» τοὺς ἔλεγα. «Τὸ παίρνουνε τοῖς μετρητοῖς τὸ καλαμπούρι, κ α ὶ γ ε λ ᾶ ν ! Δέν κάνουν αὐθαίρετες ὑποθέσεις: μήπως εἶναι συμβολικό καὶ τὰ ρέστα, ποὺ νὰ τοὺς φέρνουν ἀναίτια δάκρυα, τζάμπα καὶ βερ'σέ !» «Κ' ἐδῶ δ έ γ ε λ ᾶ ν πάλι - κι ἄς εἶν' ἡ ἴδια πρόταση΄ μόνο στὶς λέξεις εἶν' ἡ ἴδια, στὶς συλλαβές, σ' αὐτό ποὺ ἀκούγεται΄ μ ὰ  ὄ χ ι  κ α ὶ  σ τ ὶ ς  ἀ ν ά μ ε σ α       σ ι ω π έ ς..- καταλάβατε; Γι' αὐτό, ἐ δ ῶ κ λ α ῖ ν -- τὸ πολύ-πολύ (ἄ ν μποροῦν πιά καὶ νὰ κλάψουν) -- ἤ σωπαίνουν...» Κι αὐτοί μὲν γελοῦσαν στὴν ἀρχή περσότερο μὲ κάτι τετοια -- τὰ τσίρκα ἦταν τ σ ί ρ κ α , κ' ἔπαιρναν πάντα τὸ «νούμερο» γιὰ «κωμικό» -- ἀλλὰ μ' αὐτές τὶς διακοπές στὸ τέλος -- διακοπές τῆς αἰσθητικῆς συνέχειας (βάλτε μὲ τὸ νοῦ σας τί «ἐγκλήματα καθοσιώσεως») ξόν κι ἀπὸ πιό ἐξοργιστικές ἐπεμβάσεις τοῦ συγγραφέα, τὴ μιά πάνω ἀπ' τὴν ἄλλη -- κάποιοι μισοξύπναγαν, βλέπαν τὰ σκοινιά, τὶς αἰῶρες, τὴν ἐλλειψη οἱουδήποτε διχτιοῦ ἀπὸ κάτω, συνελάμβαναν τ' ἦταν νὰ γίνῃ -- ὅτι μ ή κ λ ό ο υ ν, μ ή ἀ κ ρ ο β ά τ η ς, θὰ πηδοῦσε ἀκόμα κι ἀπ' τὴν πιό ψηλή αἰῶρα, γιὰ νὰ τοὺς εἰδοποιήσῃ πὼς δέν ἠταν νούμερο καὶ ποτέ δέν ὑπῆρχε δίχτυ κάτω ἀπὸ κανέναν (πέρ' ἀπ' τὶς πολύ μικρές ἡλικίες, γιὰ νὰ μήν πῶ: μόνο τὶς βρεφικές, καὶ πάλι νὰ δοῦμε΄ ὄχι γιὰ ὅλους !) -- ὁπότε ἀνατρίχιαζαν, τόβαζαν στὰ πόδια, φωνάζοντας (γιὰ νὰ καλύψουν τὴν ταραχή τους) : ...Ἔ, δέν εἴπαμε καὶ σ τ ὰ σ ο β α ρ ά !.. Ἤρθαμε ν ὰ δ ι α σ κ ε δ ά σ ο υ μ ε - ὄχι σὲ κηδεία !..
   Καὶ τὰ «νούμερά» μου λοιπόν ὅλ' ἀπότυχαν -- λόγῳ φυγῆς τοῦ κοινοῦ ἀπὸ κηδεία κι ἀλήθεια (φταίω, φυσικά, ποὺ διάλεγα γιὰ «θέμα» τους τὴν «ἀλήθεια», ταυτόσημη πάντα μὲ τὴν «κηδεία») -- καὶ διάθεση ἀλήθεια πιά δέν ἔχω γιὰ τὴν παραμικρότερη ἀναβολή ! Κι οἱ σαλπιγκτές σαλπίσανε -- μάλιστα ἑφτά φορές μὲ τὶς ἑφτά τους σάλπιγγες -- κ' ἐγώ βαρέθηκα νὰ κάθουμαι χάμω περιμένοντας νὰ καταλάβουν ἀπ' τὴ σιωπή μου περὶ τίνος πρόκειται -- αὐτοί ἐξακολουθοῦν νὰ γελᾶν, νὰ τὸ βρίσκουν ξεκαρδιστικό ἀστεῖο ! -- καὶ σηκώνουμαι καὶ τραβάω στὰ σκοινιά: «Νά τὸ δίχτυ !» λέω. «Τὸ βλέπετε;.. Εἶν' ἀρκετά γερό, γιὰ νὰ σηκώσῃ κ' ἐλέφαντα - πόσῳ μᾶλλον ἄνθρωπο, κι ἄς εἶναι κι ἀπ' τὴν πιό ψηλήν αἰώρα !.. Ἕνας μαθηματικός ἀπὸ σᾶς μπορεῖ ἀμέσως νὰ ὑπολογίσῃ τὴν ἀναλογία: τί βαραίνει ἐλέφας ὄχι ἀπὸ αἰώρα, τί ἄνθρωπος νὰ πέφτῃ ἀπὸ κεῖ ψηλά !» Καὶ τοὺς ἔδειξα στὸ μαῦρο χάος τὴν κορφή τῆς πελώριας σκηνῆς τοῦ τσίρκου, ποὺ χάνονταν πέρα κι ἀπ' τὰ πιό μικρά φῶτα, ποὺ παράστεναν τ' ἄστρα τάχα στὸν οὐρανό...
   Τὸ κοινό, λοιπόν, πάλι ἀνατριχιάζει. Πάλ' εἰν' ἕτοιμο νὰ σκορπιστῇ, νὰ φύγῃ..- δέν ἤρθαμε γιὰ κηδεία, νὰ πῇ, δέν ἤρθαμε γι' ἀλήθεια !
   Πρέπει, ἄρα, κάτι πάλι νὰ κάνω, γιὰ νὰ μείνῃ; Λογουχάρη: νὰ φάω ἕνα μῆλο, ἁρπαχτά, μὲ τὰ φλούδια; Ἔχω ἕνα στὴν τσέπη μου..- θὰ γελάσουν;.. Ἤ κι αὐτό θὰ τὸ πάρουν «συμβολικό» : πὼς «ἐννοῶ», τάχα, «τὴ Γνώση»; Θὰ ποῦν πάλι δέν ἤρθαμε σὲ κηδεῖες -- καὶ δέ θάχουν ἄδικο ! -- ἤρθαμε μ' ὅλη τὴν ἁγνότητά μας, καὶ μὲ προαιώνιο λοιπόν μῖσος προπαντός γιὰ τὰ μ ῆ λ α !..
   Ἔσκασαν καὶ μ' αὐτό στὰ γέλια !
    Δέν ἔχω παρὰ ν' ἀνεβῶ !.. Γελάσουν, κλάψουν - μόνο ν' ἀνεβῶ !
    Κι ἀπὸ κεῖ ψηλά, ὄχι ἀστεῖα, ὄχι σάλτσες, ὄχι περιττά κόλπα καὶ συνήθη ἀκροβατικά ψευτοπηδήματα -- σφίξιμο στὴν καρδιά, σταμάτημα τῶν σφυγμῶν, κ' ὕστερα... ὤπ! στὴν ἄλλη αἰώρα, πούρχεται ζυγιασμένη ! -- παρὰ κ α τ ε υ θ ε ῖ α ν, ὄχι πρὸς κ α μ μ ι ά ἐρχόμενη νὰ μὲ συναντήσῃ αἰώρα,  κ α τ ε υ θ ε ῖ α ν   π ρ ὸ ς   τ ὸ  μ ή   δ ί χ τ υ -- ὅ,τι ἀκριβῶς ὀνομάζουν «ἀλήθεια», «κηδεία» (δέν ἤρθαμε γι' αὐτά ! φεύγουμε ἀπ' αὐτά !) -- ναί,  ἀ κ ρ ι β ῶ ς  ἀ π' α ὐ τ ά  νὰ τοὺς κάνω προτροπάδην        ν   ὰ φ ύ γ ο υ ν, ἀφοῦ γιὰ τσίρκο, μόνο γιὰ τσίρκο δέν πρόκειται, καὶ πρέπει ν ὰ  ε ἰ δ ο π ο ι η θ ο ῦ ν !..
  Πάλι χαχανίζουν - καὶ μὲ τὶς διπλές μου λέξεις, καὶ μὲ τὶς πολλαπλές τους σημασίες !..
  Δέν ὑπάρχει τρόπος νὰ εἰδοποιηθοῦν λοιπόν;.. Τόσο κατωχυρωμένα ἀνυποψίαστοι;..
  Ἤ μήπως εἶν' εἰδοποιημένοι, λαμπρά, μές ἀπ' τὸ πρόγραμμα, ποὺ μὲ χτυπητά στοιχεῖα, ἐντός πλαισίου, τοὺς κάνει τὴν παράξενη γιὰ τσίρκο δήλωση -- θεωρεῖται, ἄλλωστε, ἡ μεγάλη του διαφημιστική ἐπιτυχία (ἐξ οὗ κ' ἡ συρροή τοῦ κόσμου) -- ὅτι:
----------------------------------------------------------------------------------------
 Μεταξύ τῶν σκηνῶν τοῦ προγράμματος

ὑ π ά ρ χ ε ι  κ α ὶ   μ ί α  ἐ ν τ ε λ ῶ ς π ρ α γ μ α τ ι κ ή !

Δέν τὴν ἀνακοινοῦμεν, διὰ λόγους δημοσίας  τάξεως΄

εἶναι ὅμως ἀ λ η θ ῶ ς -- τὸ  έγγυώμεθα -- σ υ ν τ α ρ α κ τ ι κ ή !
------------------------------------------------------------------------------------------
       Ἄρα: φ ό ν ο ς νὰ γίνῃ, εἶν' εἰδοποιημένοι !.. Θὰ χειροκροτήσουν κατευχαριστημένοι: Τὸ εἶδαν, ὄ ν τ ω ς, νὰ γίνεται !


     Α ὐ τ ο κ τ ο ν ί α νὰ γίνῃ..- πάλι ! Ἔ γ ι ν ε, πράγματι !.. [Τίμιο τσίρκο !.. («Μὰ εἶναι ἀπ' τἀ μεγαλύτερα τῆς Εὐρώπης !..» «Τ ο ῦ κ ό -σ μ ο υ ! Ὄχι τῆς Εὐρώπης μόνο !..» «Ναί ! Τοῦ κόσμου, πράγματι !»)]


      Πάλι γελᾶν !.. Κτηνωδῶς «εἰδοποιημένοι» !


     Ἔτσι ποὺ καμμιά «εἰδοποίηση» πιά, ὁσοδήποτε «συναρπαστική», «ἐκπληκτική», «συνταρακτική», νὰ μή μπορῇ στ' ἀλήθεια νὰ τοὺς βγάλῃ ἀπ' τὴν ἀσήκωτη ἀνία τους !
    Πόλεμοι διατρέχουν τὴ σκηνή..- καὶ κοιτᾶν ξάφνου ἀ λ λ ο ῦ: ποὺ ἕνας δίνει φάπες στὸ συμπότη του γιατὶ τοῦ κλέβει λέει τὸ κρασί ! (Ἔχει πῇ, στὴν ἀρχή, πὼς εἶναι μεθυσμένος, καὶ νὰ τὸν συγχωροῦν, γιὰ ὅ,τι ἄγαρμπο τυχόν κάνῃ. Αὐτό τοῦχει ἐξασφαλίσει τὸ ἐλεύθερο νάναι ἠθοποιός δεκάτης κατηγορίας καὶ νὰ παραστένῃ τὸν «μεθυσμένο» κατηγορίας πρώτης. Ἔχει δηλώσει κιόλας πὼς εἶναι καὶ ἠθοποιός «ἐποχῆς» - ὅπου πίναν σὲ τέτοια μεγάλα κύπελλα τὸ βαρύ κρασί γιὰ τοὺς ὑποτιθέμενα γενναίους !..)
    Φόνοι γίνονται -- κατὰ ὅλους τοὺς δυνατούς τρόπους -- καὶ λέν: «Ἀστεῖα γραβάτα ποὺ φόραγε !» (Ποιός; Ὁ δ ο λ ο φ ό ν ο ς, ποὺ μὲ δαύτην ἔπνιξε τὸ θῦμα !..)
   Αὐτοκίνητα τρακέρνουν, ἀναφλέγονται, φέρνουν τοῦμπες στὸν ἀέρα, διαλύονται..- κι αὐτοί λέν: «Πολύ φροντισμένα τὰ παρτέρια, ἐνδιάμεσα, μὲ τὶς πιγκόνιες !..» (Εἶναι δέ τὰ παρτέρια: ν ά ι λ ο ν «παρτέρια», ποὺ τὰ μεταφέρουν ἐργάτες σκηνῆς, λίγο πρίν ἀπ' τὰ «νούμερα», ἀπ' τὶς ἀποθῆκες στὸ πράσινο βαγόνι.)
   Λοιπόν, π ο ι ά «συνταρακτική παράσταση» ;
   Δέν ἔχω ἄλλο σχέδιο ! «-- Ἡ πραγματικότητα», τοὺς λέω, «κρατεῖ τὰ σκῆπτρα σ' ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ σχέδια, καὶ σ' ὅ λ α τὰ πλάνα !..»
    (Ξεκαρδίζονται.)
--... Δέν ὑπάρχει φαντασία ποὺ νὰ τὴ συναγωνίζεται !..
     (Κυλιοῦνται χάμω, σπαρταρᾶνε.)
--... Δέν ὑπάρχει, φωνάζω (μὲ κατακαλύπτει ὁ ὀρυμαγδός), δέν ὑπάρχει «νούμερο» πραγματικό, κατὰ τὴ «δήλωση» !..
     (Οὔτ' αὐτό ἀκούγεται.)
--... Ὅλα εἶναι πλαστά, ψεύτικα !..
   Τότε σωπαίνουν. Αὐτό ἀκούστηκε !
   Κάποιος σηκώνεται ἀπ' τὰ μπρός καθίσματα, βγαίνει στὴ σκηνή, μὲ πλησιάζει, καὶ -- σά νὰ παίζουμε «νούμερο» πράγματι, προμελετημένο ( καὶ θέλω κ' ἐπ' αὐτοῦ νὰ εἰδοποιήσω τὸ κοινό, νὰ μή νομίζῃ) -- καὶ στραμμένος στὸ κοινό μοῦ λέει (δηλαδή γυρεύει καὶ τὴ γνώμη τοῦ κοινοῦ΄ γι' αὐτό, τὸ ὕφος του, μ' ὅλο ποὺ δογματικό, εἶναι τάχα καὶ σάν ἐρωτηματικό, πρὸς ἐμένα, ἐκ μέρους ὅλου τοῦ κοινοῦ - μοῦ δίνει τελευταία εὐκαιρία «νὰ σωθῶ», ἄ ν θέλω) :
-- Ἐμεῖς ὅμως ὅλοι εἴμαστε πραγματικοί, ὄχι ψεύτικοι !.. Πληρώσαμε πραγματικά λεφτά τὰ εἰσιτήρια, βγαλμένα μὲ πραγματικόν ἱδρῶτα μας ! Ἡ «δήλωσις» ἀποτελεῖ «σύμβασιν» ! Καὶ μονομερής καταγγελία τῆς συμβάσεως (ὅπως εἶναι καὶ τὰ εἰσιτήρια στὰ δημόσια ὀχήματα) δέ νοεῖται !.. Ὀ φ ε ί λ ε τ ε  ν ὰ  μ ᾶ ς  π ά τ ε  ἐ κ ε ῖ  π ο ὺ γ ρ ά φ ε ι  τ ὸ  ε ἰ σ ι τ ή ρ ι ο !..
-- Ἔ, λοιπόν, νὰ σᾶς πάω !.. ἀποκρίνομαι. Ἐλᾶτε, ἐπιτέλους, νὰ σᾶς πάω !.. Μ' ὅλο ποὺ..- τὸ ξέρετε ; εἶν' ἕνα παλιό πικρό τραγούδι:


     Πάντα στὴ ζωή
     αὐτός ποὺ βλέπει
     τὸ θάνατο ἄφοβα
     ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους
     σ τ ὸ μ α ν τ ρ ί
     γ ι' ἄ ρ μ ε γ μ α !..


   Τὸ ξέρατε ;.. Μὰ ἐλάτε, λοιπόν ἐλάτε !.. Νά ! Ἔχω καὶ φλογέρα ! (Καὶ βγάζω μιά ἀπ' τὴν τσέπη μου, ἀνακατωμένη μὲ τρίμματα μές στὰ κουρέλια μου.) Φρεσκοκομμένη μόλις ἀπ' τὶς καλαμιές (ξεκαρδίζουνται) στὸν ὄχτο, καθὼς πᾶμε...-- (Μὲ βρίσκουν «καὶ λυρικώτατο» !..)
     Κι ἀρχίζω, μή ξέροντας π ῶ ς νὰ τοὺς πάω, π ο ῦ νὰ τοὺς πάω, γ ι α τ ί νὰ τοὺς πάω -- μή δέ θὰ πᾶν ἔτσι κι ἄλλιῶς ; ἔστω σούρνοντας, σπαράζοντας ! -- γ ι α  τ ί   ν ὰ  μ ή σ ᾶ ς  ἀ φ ή σ ω, θέλω νὰ πῶ, χ ω ρ ί ς κ α μ μ ι ά σ υ ν ε ν ν ό η σ η, οὔτε ἀπόπειρα κἄν συνεννοήσεως, τὴν παραμικρή, «εὐτυχεῖς» ἔτσι «μὲ δίχτυ» - ἀφοῦ, ἔτσι κ' ἔτσι, στὴν αἰώρα μ ό ν ο ι, οὕτως ἤ ἄλλως χ ω ρ ί ς δ ί χ τ υ, γνῶστες εἴτε ἀγνῶτες τ ὸ ἴ δ ι ο κάνει ἐντέλει !..
   Οὔτε στὸ τέλος θὰ τὸ βρῶ τὸ γιατί -οὔτε στὴν ἀρχή τὸ βλέπω, κοιτῶντας πίσω... Οὔτε πάνω, οὔτε κάτω. Οὔτε μέσα, οὔτ' ἔξω.
   Π ε ρ ὶ  τ ί ν ο ς  π ρ ό κ ε ι τ α ι - οὔτ' ἐγώ δέν ξέρω !
   Ἄν ἤξερα, σᾶς ἔπαιζα π ρ ο μ ε λ ε τ η μ έ ν ο «νούμερο».
   Αὐτό ἐδῶ εἶναι «τῆς δηλώσεως», τίμια !
   Π ρ α γ μ α τ ι κ ό - χωρίς ὑπόκριση.
  Οἱ ἄλλοι κλόουν ἔφυγαν... Τὸ κοινό ἔφυγε - δέν πᾶνε σὲ κηδεῖες... Ἔχω μείνει μόνος στὴ σκηνή... Δέν εἶναι σκηνή - χάος εἶναι !.. Νάιλον «συντεταγμένες» τάχα τ' «ὁρίζουν» : Χῶρος, χρόνος, τάδε ἤ τάδε... Μὰ κανένας Χρόνος δέν περιέχει μόνο τὸ Χῶρο ὅπου μὲ συναντᾷ Ἐγώ, καὶ κανένας Χῶρος δέ χωρεῖ στὸ Χρόνο ὅπου τὸν συναντάω Ἐγώ... Ὅλοι οἱ χῶροι κι ὅλοι οἱ χρόνοι, μ' ὅλο ποὺ δοσμένοι στὴ σειρά πάντα, μπερδεύονται στὴ συνείδησή μου, στὴν κάθε μου στιγμή...
    Γι' αὐτό κάθουμαι χάμω, κουρελής, ἀμήχανος, ἄπορος..- καὶ δέν παίζω κανένα «νούμερο», μπρός σὲ κανένα...
   Ἔχω τελειώσει - κι ἀποσύρομαι...

 Θυμοῦμαι τί παίζονταν ! Πόσο ἀγωνιοῦσα !
 Τί σπαταλοῦσα μετέχοντας, ὑποφέροντας...
 Τίποτα δέ χρειάζονταν.
 Οὔτε νάχω ὑπάρξει.
 (Οὔτε καὶ ποὺ ὑπῆρξα χρειάστηκε σὲ τίποτα καὶ γιὰ τίποτα.)
 Ἁπλῶς: Τ ί π ο τ α.
 (Αὐτό 'ταν ὅ λ ο τ ὸ ν ο ύ μ ε ρ ο - κι ὅλο τὸ ἄπειρο...)
------------------------------------------------------------[Κ' ἐδῶ διέκοψα.]



*Απόσπασμα απο το βιβλίο του Ρ. Αποστολίδη «ἡ Ἄλλη Ἱστορία»

Θερμές ευχαριστίες στον κ. Κώστα Κυριακού Χουχουλιδάκη για την επισήμανση και την αποστολή του κειμένου.


Neil Postman: Διασκέδαση Μέχρι Θανάτου*

Neil Postman


[…] στο τέλος προσπάθησε να μας πει ότι αυτό που βασάνιζε το λαό στο "Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο" δεν ήταν το γεγονός ότι γελούσαν αντί να σκέπτονται, αλλά ότι δεν ήξεραν γιατί γελούν και για ποιο λόγο είχαν σταματήσει να σκέπτονται.




 […] Όλοι είχαμε το βλέμμα στραμμένο στο 1984. Όταν η χρονιά αυτή έφτασε και η προφητεία δεν βγήκε αληθινή, οι σκεπτόμενοι Αμερικανοί άρχισαν να σιγοτραγουδούν ικανοποιημένοι. Οι ρίζες της φιλελεύθερης δημοκρατίας είχαν κρατήσει. Στην Αμερική, τουλάχιστον, οι εφιάλτες του Όργουελ δεν πραγματοποιήθηκαν, έστω και αν ο τρόμος είχε βρει αλλού εδάφη να εγκατασταθεί.      

Ωστόσο, είχαμε λησμονήσει ότι εκτός από το σκοτεινό όραμα του Όργουελ υπήρχε και ένα άλλο, εξίσου ανατριχιαστικό – λίγο παλαιότερο και κάπως λιγότερο γνωστό: Ο " Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος" τους Άλντους Χάξλεϊ. Αντιθέτως με ό,τι πιστεύει ο πολύς κόσμος, ακόμη και οι άνθρωποι κάποιας παιδείας, ο Χάξλεϊ και ο Όργουελ δεν έκαναν την ίδια προφητεία. Ο Όργουελ προειδοποιούσε ότι κάποια στιγμή θα επιβληθεί ένας έξωθεν αυταρχισμός. Αντιθέτως, για το Χάξλεϊ δεν χρειάζεται Μεγάλος Αδελφός για να στερηθεί η ανθρωπότητα την αυτονομία, την ωριμότητα και την ιστορική της μνήμη. Εκείνος πίστευε ότι σιγά σιγά οι άνθρωποι θα καταλήξουν να αγαπούν την καταπίεσή τους, να λατρεύουν την τεχνολογία και να αποδομήσουν την ικανότητά τους για σκέψη.

Το Όργουελ τον φόβιζαν οι άνθρωποι που θα απαγόρευαν τα βιβλία. Το Χάξλεϊ τον φόβιζε το γεγονός ότι δεν θα υπήρχε λόγος να απαγορευτεί ένα βιβλίο γιατί δεν θα βρισκόταν άνθρωπος πρόθυμος να διαβάσει. Ο Όργουελ φοβόταν εκείνους που θα μας στερούσαν την πληροφόρηση. Ο Χάξλεϊ φοβόταν εκείνους που θα μας υπερπληροφορούσαν τόσο ώστε να καταντήσουμε πλάσματα παθητικά και εγωιστικά. Ο Όργουελ φοβόταν ότι η αλήθεια θα φυλασσόταν μυστική. Ο Χάξλεϊ φοβόταν ότι η αλήθεια θα πνιγόταν σε έναν ωκεανό σύγχυσης. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα αναπτύσσαμε πολιτισμό υποτέλειας. Ο Χάξλεϊ φοβόταν ότι θα αναπτύσσαμε πολιτισμό κοινοτοπίας ασχολούμενοι μόνο με δραστηριότητες αντίστοιχες του όργκυ-πόργκυ, του φυγόκεντρου αγριοκουταβιού και των αισθησιακών ταινιών.

Όπως επισήμανε ο Χάξλεϊ στο βιβλίο του "Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος Ξανά", οι υπέρμαχοι της ελευθερίας της σκέψης και οι ορθολογιστές που πάντα γρηγορούσαν και αντιμάχονταν κάθε μορφή τυραννίας "παρέλειψαν να εκτιμήσουν την ακόρεστη δίψα του ανθρώπου για ψυχαγωγία". Στο "1984", σημείωνε ο Χάξλεϊ, "οι άνθρωποι ελέγχονταν μέσω της οδύνης". Με λίγα λόγια, ο Όργουελ φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που μισούμε. Ο Χάξλεϊ φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που αγαπάμε.


Το βιβλίο αυτό εξετάζει την πιθανότητα να έχει δίκιο ο Χάξλεϊ, όχι ο Όργουελ.


*Πηγή: Από τον πρόλογο της μελέτης του Neil Postman «Διασκέδαση Μέχρι Θανάτου» εκδ. Κατάρτι.

Pierre Josef Prοudhon: ΣΕ ΚΥΒΕΡΝΟΥΝ*

Pierre Josef Prοudhon


Αν οι άνθρωποι γίνουν νομοθέτες, τι χρειάζονται οι αντιπρόσωποι; Αν οι άνθρωποι αυτοκυβερνώνται, τι χρειάζονται οι υπουργοί;



Ω ανθρώπινη προσωπικότητα! Πως γίνεται και σύρθηκες μέσα σ΄ αυτή την προστυχιά εξήντα ολόκληρους αιώνες; Αποκαλείς τον εαυτό σου ιερό και καθαρό αλλά δεν είσαι παρά μόνο η πόρνη, το κορόιδο, ο γελωτοποιός των υπηρετών και των μισθοφόρων στρατιωτών σου. Το ξέρεις αυτό και το ανέχεσαι!

ΣΕ ΚΥΒΕΡΝΟΥΝ σημαίνει σε επιτηρούν, σε εποπτεύουν, σε χαφιεδίζουν, σε νομοθετούν, σε ρυθμίζουν, σε περιχαρακώνουν, σε διαπαιδαγωγούν, σου κάνουν κατήχηση, σε ελέγχουν, σε κοστολογούν, σε αποτιμούν, σε μετρούν, σε διοικούν όντα που δεν έχουν ούτε το δικαίωμα, ούτε τη γνώση, ούτε την αρετή γι΄αυτό.

ΣΕ ΚΥΒΕΡΝΟΥΝ σημαίνει, σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε κίνηση, σε σημειώνουν, σε καταγράφουν, σε απογράφουν, σε ζυγίζουν, σε ταξινομούν, σε φορολογούν, σε υποσημειώνουν, σε εμποδίζουν, σε μετασχηματίζουν, σε αναστηλώνουν, σε διορθώνουν. Σημαίνει με το πρόσχημα της δημόσιας ωφέλειας και του γενικού συμφέροντος, να σε καταχωρούν, να σε εξαγοράζουν, να σε εκμεταλλεύονται, να σε γδύνουν, να σε συμπιέζουν, να σε μυστικοποιούν, να σε κλέβουν∙ κι έπειτα με την παραμικρή αντίσταση, με την παραμικρή διαμαρτυρία να σε καταδιώκουν, να σε προπηλακίζουν, να σε ταλανίζουν, να σε κυνηγούν, να σε λοιδορούν, να σε ανασκολοπίζουν, να σε αφοπλίζουν, να σε δένουν χειροπόδαρα, να σε χώνουν φυλακή, να σε τουφεκίζουν, να σε πυροβολούν, να σε δικάζουν, να σε καταδικάζουν, να σε θυσιάζουν, να σε πουλούν, να σε προδίδουν και σαν αποκορύφωμα, να σε εμπαίζουν, να σε χλευάζουν, να σε εξευτελίζουν, να σε βασανίζουν, να σε ατιμάζουν.

Αυτή είναι η εξουσία, αυτή είναι η δικαιοσύνη της, αυτή είναι η ηθική της! Και να σκεφθείς ότι υπάρχουν ανάμεσά μας δημοκράτες που υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση έχει κι ορισμένα καλά – σοσιαλιστές που υποστηρίζουν αυτή την προστυχιά στ΄ όνομα της Ελευθερίας, της Ισότητας και Αδελφότητας – προλετάριοι που αναγγέλλουν την υποψηφιότητά τους για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας! Τι υποκρισία!


*Ιδιοκτησία και Επανάσταση, εκδ. Ελεύθερος Τύπος

Hannah Arendt: H αποξένωση δεν είναι μοναξιά*

Hannah Arendt


Η αποξένωση δεν είναι μοναξιά. Η τελευταία απαιτεί να είμαστε μόνοι, ενώ η αποξένωση γίνεται ιδιαίτερα αισθητή όταν βρισκόμαστε με άλλους. Εκτός από μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις – που γενικά εμφανίζονται κάπως παράδοξα, όπως η φράση του Κάτωνα (την μεταφέρει ο Κικέρων στο De republica 1,17: “Nunquam minus solum esse, quam cum solus esset”, «ποτέ δεν ήταν λιγότερο μόνος από όταν ήταν μόνος» ή μάλλον «δεν αισθανόταν ποτέ λιγότερο αποξενωμένος παρά όταν βρισκόταν σε μοναξιά – ο πρώτος που έκανε τη διάκριση μεταξύ μοναξιάς και αποξένωσης ήταν ο Επίκτητος, ο ελληνικής καταγωγής απελευθερωμένος σκλάβος και φιλόσοφος. Η αποκάλυψή του έγινε τυχαία, γιατί δεν τον απασχολούσε τόσο η μοναξιά ή η αποξένωση, όσο η μοναχική ύπαρξη με την έννοια, της απόλυτης ανεξαρτησίας. Όπως παρατηρεί ο επίκτητος (Διατριβαί, Βιβλίο 3, Κεφ. 13), ο αποξενωμένος (έρημος) άνθρωπος περιτριγυρίζεται από άλλους ανθρώπους, αλλά δεν μπορεί να έχει κάποια επαφή μαζί τους και είναι εκτεθειμένος στην εχθρότητά τους. Ο μοναχικός, αντίθετα, είναι μόνος και μπορεί γι΄ αυτό «να είναι μαζί με τον εαυτό του», αφού οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα «να μιλούν με το εαυτό τους».

 Στη μοναξιά βρίσκομαι, μ΄ άλλα λόγια «με τον εαυτό μου», συντροφιά με τον εαυτό μου, δηλαδή είμαι δύο σε έναν, ενώ στην αποξένωση είμαι στην πραγματικότητα εγκαταλειμμένος απ΄ όλους. Κάθε σκέψη γεννιέται στη μοναξιά και είναι ένας διάλογος ανάμεσα σ΄ μένα και τον εαυτό μου, αλλά αυτός ο διάλογος των δύο στον ένα δεν χάνει την επαφή με τον κόσμο των ομοίων μου: Αυτοί αντιπροσωπεύονται, πράγματι, στο εγώ με το οποίο κάνω το διάλογο της σκέψης. Το πρόβλημα της μοναξιάς είναι ότι αυτό το «δύο σε έναν» έχει ανάγκη απ΄ τους άλλους για να ξαναβρεί την ενότητά του: Την ενότητα ενός αναλλοίωτου ατόμου, με ιδιαίτερη και μοναδική προσωπικότητα. Εξαρτώμαι αποκλειστικά απ΄ τους άλλους για να επιβεβαιώσω την ταυτότητά μου. Η μεγάλη σωτηρία χάρη της φιλίας για τους μοναχικούς ανθρώπους, είναι ότι τους κάνει να είναι ένα «σύνολο», ότι τους σώζει απ΄ τον πάντα διφορούμενο διάλογο της σκέψης, ότι ανασυγκροτεί την ταυτότητα που τους κάνει να μιλούν με τη μοναδική φωνή ενός αναντικατάστατου ατόμου. Η μοναξιά μπορεί να γίνει αποξένωση. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιος στις μοναχικές στιγμές του αισθάνεται τον εαυτό του να τον εγκαταλείπει. Οι μοναχικοί άνθρωποι κινδυνεύουν πάντα να αισθανθούν αποξενωμένοι, όταν δεν βρίσκουν πια τη σωτηρία χάρη της συντροφικότητας για να σωθούν απ΄ τον διχασμό, την αμφιβολία. Ο κίνδυνος αυτός στην ιστορία έγινε αρκετά μεγάλος και παρατηρήθηκε από άλλους ανθρώπους μόνο τον 19ο αιώνα. Φάνηκε καθαρά όταν οι φιλόσοφοι, που έχουν τη μοναξιά σαν τρόπο ζωής και προϋπόθεση εργασίας, δεν αρκέστηκαν πια στην αρχή ότι «η φιλοσοφία είναι μόνο για τους λίγους» και άρχισαν να υποστηρίζουν ότι κανείς δεν τους «καταλαβαίνει». Χαρακτηριστικό, σχετικά με αυτή την τάση, είναι το περιστατικό που αναφέρεται στον ετοιμοθάνατο Χέγκελ και που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διηγηθεί για οποιονδήποτε άλλον μεγάλο φιλόσοφο πριν από αυτόν: «Μόνο ένας με κατάλαβε, κι αυτός στραβά». Αντίστροφα, υπάρχει πάντα η πιθανότητα, ένας αποξενωμένος άνθρωπος να βρει τον εαυτό του και ν΄ αρχίσει τον σκεπτόμενο διάλογο της μοναξιάς. Αυτό συνέβη απ΄ ό,τι φαίνεται, στον Νίτσε, όταν εμπνεύστηκε τον Ζαρατούστρα. Σε δύο ποιήματα («Sils Maria» και «Aus hohen Bergen») μιλάει για την μάταιη ελπίδα και τη μελαγχολική αναμονή του αποξενωμένου ανθρώπου, ώσπου ξαφνικά «Ήρθε το μεσημέρι, τότε ο Ένας έγιναν Δύο… Σίγουρα για την ενωμένη νίκη, γιορτάζουμε την γιορτή των γιορτών. Ήρθε ο φίλος Ζαρατούστρα, ο πιο ακριβώς καλεσμένος».

Αυτό που κάνει τόσο αφόρητη την αποξένωση είναι η απώλεια του εαυτού, που αν και υπάρχει πραγματικά στη μοναξιά, δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την ταυτότητά του, παρά με τη σίγουρη και αξιόπιστη παρουσία των ομοίων μας. Σ΄ αυτή τη κατάσταση, ο άνθρωπος χάνει την πίστη που έχει στον εαυτό του σαν συνομιλητή στις σκέψεις του, καθώς και τη στοιχειώδη εμπιστοσύνη στον κόσμο που είναι απαραίτητη για κάθε εμπειρία. Χάνονται ταυτόχρονα το εγώ κι ο κόσμος, η δυνατότητα σκέψης κι αισθημάτων.

Η μόνη ιδιότητα του ανθρώπινου μυαλού που δεν έχει ανάγκη ούτε το εγώ, ούτε τους άλλους, ούτε τον κόσμο για να λειτουργήσει και που είναι ανεξάρτητη απ΄ τη σκέψη κι απ΄ την πείρα, είναι η ικανότητα λογικού συλλογισμού που βασίζεται στο καθεαυτό αυτονόητο. Οι βασικοί κανόνες της αυτονόητης βεβαιότητας, ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δεν μπορούν να πάψουν να ισχύουν ούτε σε συνθήκες απόλυτης αποξένωσης. Είναι η μόνη «αλήθεια», όπου μπορούν οι άνθρωποι να βασιστούν όταν έχουν χάσει την αμοιβαία επιβεβαίωση, την κοινή λογική που έχουν ανάγκη για να ζήσουν και να μετάσχουν στην κοινή πορεία στον κόσμο. Αλλά αυτή η «αλήθεια» είναι κενή, ή μάλλον δεν είναι καθόλου αληθινή, γιατί δεν αποκαλύπτει τίποτα. (Το να καθορίσει κανείς, όπως το κάνουν μερικοί σύγχρονοι λογικοί, το συναφές ως αληθινό, ισοδυναμεί με άρνηση της ύπαρξης της αλήθειας). Στην κατάσταση της αποξένωσης, το αυτονόητο δεν είναι πια ένα απλό μέσο της νόησης∙ αρχίζει να γίνεται παραγωγικό, ν΄ αναπτύσσει τις δικές του κατευθύνσεις στη «σκέψη». Ο Λούθηρος (που είχε σίγουρα μοναδικές εμπειρίες μοναξιάς και αποξένωσης, σε σημείο ώστε μια μέρα είχε την τόλμη να πει ότι «είναι αναγκαία η ύπαρξη του Θεού, γιατί ο άνθρωπος χρειάζεται να ΄χει κάποιον να βασιστεί») παρατήρησε κάποτε, ότι οι διαδικασίες της σκέψης που χαρακτηρίζονται απ΄ τον απόλυτο, εσωτερικά αυτονόητο χαρακτήρα της λογικής, απ΄ όπου δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει, έχουν κάποια σχέση με την αποξένωση.


*Απόσπασμα από το έργο της Hannah Arendt, «Το Ολοκληρωτικό Σύστημα», εκδ. ΕΥΡΥΑΛΟΣ.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ: Η ΗΡΩΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ*

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ

  

[...]Ο ηρωικός άνθρωπος δεν είναι το άνθος, δεν είν’ ο καρπός -αυτά αντιπροσωπεύουν το παρόν και του παρόντος την ανεπιφύλακτον χαράν. Είναι ο σπόρος που θα ταφεί και θα σαπίσει, δια ν’ αναφανεί το άνθισμα και το κάρπισμα. Είν’ εκείνος που θάπτεται δια να εορτασθή η ανάστασις, και ανάστασις χωρίς ταφήν δεν υπάρχει.



[...]Αλλ΄ο ηρωικός άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα έστω προς συντριβήν. Ειδεμή, η ηρωική αντίληψις θα ήτον ιδεώδες θανάτου μόνον, όχι μορφή ζωής –και τι ζωής. Ο ηρωικός άνθρωπος, και μόνος αυτός, ζη έντονα και πλούσια ολόκληρον την Ζωήν. Αλλά το να ζήσει έντονα δεν σημαίνει δι’ αυτόν ό,τι συνήθως νοούμεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής. Δεν τας αγνοεί βέβαια τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος. Αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι καταβάθος παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας του χαρίζουν την ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμονής. Έπειτα τας απολαύσεις αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρει από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της δώση- και σε πλουτίζει όχι το να παίρνεις, αλλά το να δίδης.

[…] Πουθενά δεν φαίνεται περισσότερον   η υπερηφάνεια του ηρωικού ανθρώπου, παρά εις τον τρόπον που διεξάγει τους λεγομένους αγώνας ιδεών. Δεν αποβλέπει ποτέ εις το να νικήση. Τι θα ειπή να νικήση; Να δεχθούν τας απόψεις του; Συμφορά! Ο ίδιος ξέρει τι του εστοίχισεν ώσπου να καταλήξη εις αυτάς, τι τόλμη εχρειάσθη, - sapere aude, λέγει ο αρχαίος ποιητής- τι εσωτερικήν ωρίμανσιν προϋποθέτει. Έτσι ανησυχεί μάλλον παρά ποθεί εκείνον, που θα τας δεχθή κατ’ επιταγήν ή ως προϊόν μιας συντόμου συζητήσεως.

     Δια ν’ αποκτήση μήπως οπαδούς; Είν΄αληθές, ότι πολλοί αισθάνονται την ανάγκην να κάνουν προπαγάνδαν δια τας ιδέας των, σαν να φοβούνται, ότι δεν θα είναι ορθαί, αν δεν τας ανεγνώριζαν και άλλοι, κατά το δυνατόν πολυαριθμότεροι. Αλλ΄εκείνος γνωρίζει, ότι σημασίαν δεν έχει το περιεχόμενον των ιδεών ενός ανθρώπου, αλλ΄η ψυχική δύναμις με την οποίαν τας κατέκτησε και τας κατέχει, όχι το τι πιστεύεις αλλά το πώς πιστεύεις ό,τι πιστεύεις. Ότι τας θεμελιώδεις, τας ζωτικάς πεποιθήσεις σου ρυθμίζει κατά βάθος η μοίρα σου, όχι τανάπαλιν. Και η μοίρα σου είναι κάτι απολύτως προσωπικόν. Δεν ημπορείς μήτε να δανεισθής, μήτε να το δανείσης.

[….] Υπερήφανος είναι όχι εγωιστής. Δι’ αυτό σπαταλά τον εαυτόν του. Η ευτυχία του είναι να δαπανά, ακριβέστερον ακόμη: να δαπανάται. Ανεξάντλητος όπως είναι, δεν ξέρει αριθμητικήν. Είναι τόσον πλούσιος, ώστε θ’ αναπληρώσει εύκολα (το ξέρει) κάθε ζημίαν· προς τι λοιπόν να την υπολογίζει; Υπολογίζει ο πτωχός· ο πλούσιος κλείνει τα μάτια, απλώνει το χέρι, και σκορπά… Όσο και να σκορπίση, πάντοτ΄εκ του περισσεύματος θα είναι.

     Εκ του περισσεύματος αντλεί και η μεγαλοδωρία του ηρωικού ανθρώπου. Αφρόντιστα και αδίστακτα σπαταλά τα πλούτη του, την δραστηριότητά του, την υγείαν του, την ρωμαλεότητα της ψυχής και του νου του. Σκορπά την αγάπην του χωρίς ανταλλάγματα, έτοιμος να πληρώσει εκείνους που θα θελήσουν να την δεχθούν. Σκορπά τας συγκινήσεις, τους ενθουσιασμούς και την φλόγα, τα κάλλη και τα ρίγη της ψυχής του·και είναι τόσον πολλά τα πολύτιμ΄αυτά πετράδια, ώστε ο πτωχός και ο κακός υποπτεύουν πως θα πρέπει κύβδιλα να είναι · ειδεμή, θα τα εμοίραζεν έτσι, τόσον αμέριμνα, τόσον αλύπητα; Σκορπά του νου του τα γεννήματα, που είναι δι΄αυτόν βιώματα ψυχής, χωρίς να κατοχυρώνη συγγραφικώς την πατρότητά των, να έτσι σαν τον ήλιον που ακτινοβολεί παντού το φως του. Και ο Ήλιος δεν έχει μετρητήν του φωτός· έχουν αι ηλεκτρικαί εταιρείαι μόνον.

 […..]Η ζωή ενός ανθρώπου, καθώς αυτού που περιέγραψα, δεν ημπορεί παρά να είναι σύντομος. Σύντομος όχι πάντοτε με την κοινήν σημασίαν · ημπορεί κάποτε να ζήση και πολλά χρόνια, αλλά πάντα θα είν΄ολίγα, σχετικώς με την πλησμονήν της ζωτικότητός του. Άλλως η ηλικία είναι κάτι σχετικόν ·δεν μετρείται πάντως με την διάρκειαν, με το περιεχόμενόν της μετρείται. Είν΄έννοια ηθική όχι αστρονομική.

       Συνήθως όμως είναι σύντομος και υπό την συνήθη χρήσιν της λέξεως. Σύντομος, διότι ο ηρωικός άνθρωπος περνά ολόκληρον την ζωήν του εις το πολυκίνδυνον μέτωπον του πολέμου. Σύντομος, διότι πάντοτε είναι, από την μοίραν του και μόνην οδηγούμενος, ερασιθάνατος.

       Βαδίζει προς τον θάνατον όχι δια ν’ αναπαυθή, όχι διότι εβαρέθηκε την ζωήν, όχι διότι εδείλιασεν ενώπιον αυτής, όχι από μαρασμόν και εξάντλησιν των δυνάμεών του. Ο ηρωικός άνθρωπος δεν υφίσταται τον θάνατον δι΄αυτόν και ο θάνατος άκομη δεν είναι πάσχειν, είναι πράττειν. Είναι η τελευταία πράξις, με την οποίαν επισφραγίζει όλας του τας άλλας πράξεις. Τους δίδει αυτή το νόημα· διότι και η Ζωή όλη είναι μια διαρκής αρχή, και η αρχή το νόημά της αντλεί από το τέλος, του οποίου είν΄η αρχή. Και είναι το τέλος ο θάνατος, αλλά και η τελείωσις.

   Αλλ’ ο πληθωρισμός της ζωής είναι τόσος μέσα του, ώστε και ο θάνατός του δεν είν΄εκμηδένισις πλέον. Μεστώνει από περιεχόμενον, από ηθικήν αναγκαιότητα, πλημμυρίζει από την χαράν και την ωραιότητα μιας τελευταίας νίκης-παρόμοια με τον ήλιον, ο οποίος, κλίνων προς την δύσιν, ενδύεται την πορφυράν του μεγαλοπρέπειαν.

     Αν θα είν΄εκούσιος ο θάνατος ή ακούσιος, δεν έχει σημασίαν. Δια τον ηρωικόν άνθρωπον ο θάνατος είν΄πάντοτ΄εκούσιος, αφού ο δρόμος, που συνειδητά εδιάλεξε και βαδίζει, μοιραίως και αναγκαίως οδηγεί προς τα εκεί. Άλλωστε διαλέγει συνήθως ο ίδιος τον θάνατόν του και την ώραν του, με την εσώψυχον πίστιν ότι δικαίωμά του απόλυτον είναι: Αν θέλης να γεννηθής και πότε θέλεις να γεννηθής , δεν εξαρτάτ’ από την συγκατάθεσίν σου· το να φύγης όμως από την Ζωήν και πότε να φύγης, αυτό άφηκεν ο θεός εις την ιδικήν σου, την υπεύθυνον διαγνώμην. Και είναι βαριά και δύσκολος αυτή η ευθύνη δια τούτο και η ορμή προς αυτοσυντηρησίαν είναι τόσον ισχυράν.

     Αλλ΄εκούσιος ή ακούσιος, ο θάνατος του ήρωος είναι πάντοτε μια έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι ξαφνικά σπα το δοχείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει- και τρομάζουν οι δειλοί και ταπεινοί και φθονεροί. Οργή Κυρίου…

*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιωάννη Συκουτρή «ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»,


ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ

Συνέντευξη με την ποιήτρια και συγγραφέα Δρ. Χίβα Παναχί*.

Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις ανθρώπων, που ενώ είναι πλήρως συντονισμένοι με τον παλμό της εποχής τους, ταυτόχρονα βιώνουν στο παρόν, με αυθεντικότητα και υπερηφάνεια, τις αρχαίες σημασίες της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που κομίζει κανείς όταν έρχεται σε επαφή με την Χίβα Παναχί. Το πνεύμα της ανήσυχο και αυστηρό, η ψυχή της ευαίσθητη και ο λόγος της διανθισμένος από τη μυθική παρουσία της Ανατολής. Την προσωπικότητά της διέπει μια υψηλή αίσθηση δικαιοσύνης και καθήκοντος προς την επιστήμη και την τέχνη, κατ΄ουσίαν προς τον άνθρωπο και την ελευθερία του. Μετά από τις σκληρές δοκιμασίες που πέρασε διαδοχικά στο Ιράν και στην Ελλάδα, οδηγήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, απ΄ όπου σήμερα ατενίζει τον κόσμο με αισιοδοξία και σχεδιάζει τα επόμενα πνευματικά της βήματα.





Σωτήρης Αμάραντος. Σας καλωσορίζω στο 'Πρελούδιο της Σκέψης' και σας ευχαριστώ για την ευγενική ανταπόκριση. Θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη με μερικές βιογραφικού χαρακτήρα ερωτήσεις. Κατάγεστε από μια οικογένεια με ιδιαίτερη κουλτούρα στα γράμματα και στις τέχνες. Θα ήθελα να μας δώσετε ένα γενικό περίγραμμα των πρώτων εκείνων εμπειριών που λειτουργήσαν καταλυτικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς σας και βέβαια προετοίμασαν, κατά κάποιο τρόπο, την ενασχόλησή σας με την επιστήμη και την ποίηση.

Χίβα Παναχί.  Θα σας απαντήσω από το τέλος του ερωτήματός σας. Δεν ασχολήθηκα με την ποίηση, αυτή γεννήθηκε μαζί μου, εκπηγάζει από την κορυφαία διάσταση  της ψυχής μου. Είναι το μάτι της αλήθειας μέσα μου που εκφράζεται με μεταφορικές λέξεις και εικόνες. Εγώ κατάγομαι από τον κουρδικό λαό που από αρχαιοτάτων χρονών  πίστευαν πως η τέχνη της δημιουργίας είναι ιερή και άκρως πνευματική. Την ένιωθα έντονα από παιδί και δυσκολευόμουν με το βάρος της, δυσκολευόμουν με τον κόσμο επίσης που μου φαίνονταν μικρός.  Όταν πήγαινα ταξίδια με τους δικούς  μου έβλεπα πως ο κόσμος μας αντιμετώπιζε με μια υπερβολική δόση αγάπης. Κάτι ενοχλήθηκε βαθιά μέσα μου, δεν ξέρω τι ήταν ακριβώς, απλά ήταν αφορμή να μεγεθύνεται ένα σιωπηλό  συναίσθημα μέσα μου. Δεν ήθελα να ζω υπό το φως και τα μεγαλεία των άλλων, αυτή η στάση έγινε τελικά αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα μου.

Η οικογένεια μου συνδέεται με τις μεγάλες αρχαίες πόλεις του Κουρδιστάν. Η μητέρα του πατέρα μου υπήρξε η τελευταία κυβερνήτης πριν τις  νέες καταστροφικές αλλαγές που αφορούσαν τη χάραξη συνόρων στο Κουρδιστάν. Οι οικογένειες των πόλεων μετέφεραν την ιστορία, την παράδοση, χωρίς διακοπή, ζωντανά. Ποτέ δεν ενσωμάτωσαν την κουλτούρα της σκλαβιάς. Ο κουρδικός κόσμος έχει γλώσσα, λογοτεχνία, φιλοσοφία, μουσική, χορό, ζωγραφική, τέχνες και μετά από τις αρχές του 18ου αιώνα, απέκτησε σταδιακά εφημερίδες, φωτογραφία, κινηματογράφο και επιστήμη.

Έτσι η οικογένεια της μητέρας μου έχει αναδείξει επιστήμονες στο χώρο της ιατρικής, καλλιτέχνες στο χώρο της μουσικής, ενώ η οικογένεια του πατέρα μου έχει αναδείξει πολιτικούς, ποιητές, φιλοσόφους και σύνθετες. Ένας θείος μου έχει παγκόσμιας φήμη στο  Καμαντσα, είναι ο Κευχάν Κελχουρ. Ο Τζαφάρ Παναχί που έχει βραβευτεί στο φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών είναι επίσης συγγενής μου. Κάποια μέλη της οικογένειάς μας εκτοπίστηκαν σε άλλες μη κουρδικές πόλεις του Ιράν, πρόκειται για μια γνώριμη τακτική της ιρανικής εξουσίας, η οποία στόχο είχε την αποδυνάμωση των παλαιών οικογενειών των κουρδών και την αποσάθρωση της δομής της κοινωνίας μας.



ΣΑ. Προφανώς, μια έφηβη γυναίκα με τη δική σας κουλτούρα σε ένα θεοκρατικό καθεστώς αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες ενσωμάτωσης. Πείτε μας λίγα λόγια για τη φύση αυτών των δυσκολιών και τις συνέπειες που είχαν στη ζωή σας.

ΧΠ. Απ΄ όπου κι αν αρχίσει κανείς την κουβέντα γι΄ αυτό πέφτει σ΄ ένα χάος. Απλά  στα παιδικά μου χρόνια με μεγάλωσαν ως άνθρωπο και όχι ως ανθρωπάκο. Το θεοκρατικό καθεστώτος δεν είχε σεβασμό για τη γυναίκα. Είχαν και άλλους λόγους να μας βλέπουν ως εχθρούς, ήταν η καταγωγή μας, το φύλο κλπ. Ποτέ δεν πέρασε ούτε περνά απ΄ την κοινωνική νοημοσύνη των Κούρδων να ενσωματωθούν με τα στοιχεία του φανατισμού, που απαξιώνουν την ζωή του ανθρώπου. Είναι εναντία στην κουλτούρα μας. Διαχρονικά και αδιάκοπα έγιναν μάρτυρες οι συμπατριώτες μου για το αγαθό της Ελευθερίας.

Όσον αφορά εμένα, είχε προηγηθεί η πολιτιστική μου συμμετοχή στα Κουρδικά Γράμματα, με απασχόλησε ιδιαίτερα το ζήτημα της ελευθερίας των γυναικών, το οποίο μου χαράχτηκε στη σκέψη και συνέθεσε μέσα μου το νόημα της αλήθειας της ζωής. Αυθόρμητα και πηγαία ξεκίνησε και η συμμετοχή μου στο «Νέο- φεμινιστικό κίνημα». 

Άλλα αυτό δημιούργησε ταραχή στους κόλπους της εξουσίας. Ήμουν μόνο 16 χρονών όταν δημιούργησα με άλλες τρεις φίλες μου το Νέο Φεμινιστικό κίνημα. Ήταν η αντίδραση μας στο λιθοβολισμό μιας συμμαθήτριας μας στο σχολείο. Οι κρατικές δυνάμεις με αυθαίρετο τρόπο είχαν προκαλέσει αυτήν την τραγωδία.

Εγώ το έμαθα λίγες μέρες αργότερα. Το κίνημα μας συγκίνησε τον κόσμο της πόλης μου. Κινητοποίησα 185,000 ανθρώπους στους δρόμους γύρω από το σχολείο. Το κίνημα είχε μανιφέστο που το έγραψα εγώ, είχε πλαίσιο λειτουργίας και στόχους.

Γι΄ αυτό φυλακίστηκα, βίωσα πόνο και έχασα πολλά. Βρέθηκα έκτος της οικογενειακής ζεστασιάς και έκτοτε, αποκόπηκα από τα πάτρια χώματα και από όλο τον κόσμο που με γνώριζε. Από τότε έως σήμερα, μπορώ να μιλώ μαζί τους μόνο  τηλεφωνικά, με μέιλ, κλπ…



ΣΑ. Επόμενος σημαντικός σταθμός στη ζωή σας ήταν η Ελλάδα. Ποιες ήταν οι αντιλήψεις σας για τη χώρα αυτή και ποιες από αυτές αποδείχτηκαν πραγματικές όταν πλέον βιώσατε ως μόνιμη κάτοικος τις συνθήκες που επικρατούν στην νεοελληνική κοινωνία;

ΧΠ. Ο πάππους μου γνώριζε οχτώ γλώσσες, ήταν ο άνθρωπος που μου δίδασκε φιλοσοφία, από αυτόν άντλησα τον τρόπο σκέψης και αντίληψης της ανθρώπινης ζωής. Πριν πάω στο σχολείο είχαμε κάνει μαζί την απολογία του Σωκράτη.  Εγώ ανάμεσα στα ξαδέλφια μου ξεχώριζα, διότι, μάθαινα εύκολα, ο πάππους μου με αποκαλούσε «το καμάρι μου». Γνώριζα για τη φιλοσοφία και την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού από τους λογοτέχνες, τον Όμηρο, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη. Όλα μεταφρασμένα από άλλες γλώσσες. Ήθελα να σπουδάσω Φιλοσοφία στα Ελληνικά, το τμήμα αυτό δεν ήταν ξεκάθαρο και τελικά πήγα στις Κοινωνικές και Πολιτικές σπουδές. Είχα σοκαριστεί από το βάθος του χάους στην Αθηναϊκή πρωτεύουσα. Ένιωθα μεγάλη απογοήτευση με την καθημερινή κουλτούρα. Άλλα ένας απλός και σοφός Έλληνας, που ήταν πατέρας ενός φίλου μου, με έμαθε πως να αναζητήσω τα διαμάντια και πως να ξεπεράσω το πλήθος των αχρήστων.     



ΣΑ. Ακολουθούν σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα κοινωνιολογίας. Εκεί είχατε την τύχη να σας ξεχωρίσει ο αείμνηστος καθηγητής Νεοκλής Σαρρής. Πόσο επηρέασε την επιστημονική σας σκέψη και την γενικότερη στάση σας στα πράγματα;

ΧΠ. Το Πάντειο Πανεπιστήμιο ήταν ένας αντιφατικός χώρος για μένα, μπήκα σαν φοιτήτρια και ήμουν 20 χρονών. Ήθελα να παρακολουθήσω τα μάθημα ώστε να μάθω την ορολογία,  τη δομή της διδασκαλίας και της επιστημονικής σκέψης, άλλα η μια απεργία ερχόταν πίσω από την άλλη. Με το χέρι στην καρδιά έκανα τιτάνια προσπάθεια …

Τον αείμνηστο Δάσκαλο, τον Νεοκλή Σαρρή τον γνώρισα σε ένα από τα πρώτα μαθήματά μας που αφορούσε την Φιλοσοφία στην Μ. Ασία και τις ρίζες της γέννησης της ελληνικής κοινωνίας και τους νεοπλατωνιστές.  Σηκώθηκα και του απήγγειλα Μαβλανα Ρούμι που εντάσσεται σε αυτούς. Ο Ρούμι είναι ένας κορυφαίος ποιητής- στοχαστής που το ένα τέταρτο ενός έργου του το ξέρω απ’ έξω. Ο Δάσκαλος ένιωσε μεγάλη έκπληξη από το γεγονός.  Είχα και εγώ συγκινηθεί απερίφραστα από τον Δάσκαλο. Έμοιαζε ο τρόπος και η φυσιογνωμία του στον πάππου μου. Ένας φίλος μου μάλιστα πήγε και του είπε ότι έχει περάσει από το μυαλό μου ότι είναι σαν τον παππού μου. Ξέσπασε στα γέλια, άλλα εκτίμησε την παιδεία και το αγνό μυαλό μου. Γυρνούσα από βιβλιοθήκη σε βιβλιοθήκη στην Αθήνα, μελέτησα όσο δεν περιγράφεται. Και μελέτησα και όλα τα έργα του Δάσκαλου μας. Επειδή γνώριζα τι πάει να πει η αίσθηση της γλώσσας, αντιλήφτηκα πως μιλάει και γραφεί κομψά και άριστα ελληνικά.  Οι αποδόσεις μου ήταν Άριστες και τα βήματα μου ήταν κατά τα λεγόμενα του «Άλματα».

Είχα επαφές με την οικογένεια του και όταν αρρώστησε γίναμε πατέρας και κόρη. Αξιώθηκα λιγάκι να τον φροντίσω, να μου λέει για τους πόνους του, να μου δίνει συμβουλές για την ζωή μου. Ανησυχούσε πολύ για το μέλλον της Ελλάδας. Η οικογένεια μου από μακριά τον ήξεραν, δάκρυσαν όλοι διότι γνώριζαν πόσο σημαντικός ήταν για μένα και τι θαυμάσιος άνθρωπος ήταν.  Είναι ο Έλληνας πατέρας που μου εμφύτεψε μια σπάνια ελληνική ευαισθησία και μια άλλη δυνατή πνευματική ταυτότητα που έχει μέσα της την πνοή της Πόλης (η καταγωγή του ήταν απ΄ την Κωνσταντινούπολη).  Μου έμαθε πως είναι αυτές οι αρχαίες ταυτότητες, αδελφικές και πονεμένες και πως η μια είναι συνέχεια της άλλης.

Φυσικά, η ζωή με ευλόγησε επίσης να αποκτήσω πνευματική σύνδεση και σχέση με μια άλλη ιστορική ελληνική οικογένεια, την οικογένεια του Βαλαωρίτη από την Λευκάδα. Είναι δικοί μου άνθρωποι επίσης αυτοί. Ο Νάνος Βαλαωρίτης μάλιστα μου προλόγισε το πρώτο μου ποιητικού έργο στα ελληνικά. Ο Νάνος είναι ο τελευταίος άνθρωπος από την γένια του ΄30. Οπότε κουβαλάω μέσα μου κομμάτια του ιστορικού πολιτιστικού γίγνεσθαι της Ελλάδας. Δεν ήρθα και δεν ζούσα ως ξένη, άλλα ως ποιήτρια. 



ΣΑ. Ταυτόχρονα με το επιστημονικό σας έργο δραστηριοποιείστε και στο πεδίο της λογοτεχνίας και συγκεκριμένα της ποίησης. Θα θέλατε να αναφερθείτε στα θέματα που απασχολούν την ποιητική σας γραφή;

ΧΠ. “τά πάντα ρεί” J



ΣΑ. Θα μπορούσατε να εντάξετε τον εαυτό σας σε κάποια συγκεκριμένη ποιητική σχολή;

ΧΠ. Δεν μου αρέσουν οι σχολές και τα πλαίσια...





ΣΑ. O κόσμος της ποιήτριας Παναχί, πόσο διαφορετικός είναι από αυτόν της καθημερινότητας και πόσο εύκολα εισέρχεται «θεραπευτικά» ο πρώτος στο δεύτερο;

ΧΠ. Ο πραγματικός κόσμος είναι σκληρός, όμως και ο κόσμος της δημιουργίας έχει πόνο, απλά στα παιδικά μου χρόνια γεύτηκα την απολυτή χαρά, είμαι πολύ χαρούμενη γι΄ αυτό και προσπαθώ να βλέπω τα πράγματα με χιούμορ.



ΣΑ. Εδώ και περίπου δυο χρόνια αναγορευτήκατε διδάκτορας στις κοινωνικές επιστήμες. Πόσο πρόθυμο είναι το ελληνικό κράτος να αξιοποιήσει νέους και πολλά υποσχόμενους επιστήμονες;

ΧΠ. Είμαι άκρως απογοητευμένη από το λεγόμενο Ακαδημαϊκό χώρο στην Ελλάδα. Στην μετά, του αειμνήστου Δάσκαλου μου, εποχή κατάλαβα πόσο κακή είναι η ποιότητα τους.  Η πνευματική δραστηριότητα έχει μεταβληθεί σε εργαλείο εκτέλεσης έργου για τις διάφορες μορφές εξουσίας. Το Πανεπιστήμιο από ναός της γνώσης έχει γίνει ό,τι άλλο θες εκτός από αυτό. Με λύπη μου διαπίστωσα πως ένα μεγάλο κομμάτι του κράτους και του πανεπιστημιακού χώρου ελέγχεται από αυτούς που ο σκοπός τους είναι να διώξουν του Αρίστους για να μην κινδυνέψουν και να μην φαίνεται η γύμνια και η ασχήμια τους.

Εγώ που υπήρξα ξένη, χαμηλών τόνων γυναίκα, σοβαρή στο έργο μου έγινα στόχος τους μόλις πέθανε ο Σαρρής. Πίστευαν πως είμαι μια ανόητη και πεταμένη σε μια γωνία της Αθήνας. Δεν το κοίταξαν καν ότι είμαι πασίγνωστη στο εξωτερικό και είναι επικίνδυνο για το στυλ της χώρας να υποστώ πολιτικό διωγμό. Και όμως το έπραξαν.

Δεν είναι λόγια ή φαντασία, υπάρχουν μάρτυρες για όλα εκείνα που βίωσα. Ήταν πραγματικός Γολγοθάς. Η αλήθεια είναι εδώ και θα φανερωθεί. Ελπίζω κάποια στιγμή να νικήσει το φως,  στον πνευματικό και επιστημονικό κόσμο της Ελλάδος και να επέλθει η κάθαρση…



ΣΑ. Πόσο διαφορετικές είναι οι συνθήκες στο εξωτερικό για να μπορέσει κάποιος να αναπτύξει τις όποιες δημιουργικές του ικανότητες;

ΧΠ. Στο εξωτερικό εκτιμούν την ποιότητα, τη σοβαρότητα, οπότε δεν υπάρχουν οι μοχθηροί να σε εξοντώσουν και εάν υπάρχουν είναι λίγοι, τους οποίους μπορείς να βάλεις στη θέση τους και να δικαιωθείς αν σε ενοχλήσουν. Δεν υπάρχουν Αγάδες και αφέντες των γραμμάτων ή τσιφλικάδες που φέρονται χίλιες φορές χειρότερα από τον Σουλτάνο. Οθωμανικές και αραβικές δομές δεν υφίσταται για να αποτελειώσουν τους αδύναμους ή εκείνους που δεν έχουν  καβάτζα, όπως λέμε στη γλώσσα του λαού. Αυτές οι δομές είναι λεκές και ντροπή για τη σημερινή Ελλάδα. 

ΣΑ. Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι προοπτικές διεξόδου από την κρίση της ελληνικής κοινωνίας και τι ρόλο θα μπορούσε να έχει σε αυτή την προσπάθεια ο πνευματικός κόσμος;

ΧΠ. Ο ρόλος των ανθρώπων του πνεύματος είναι να υπηρετήσουν την αλήθεια και να εργάζονται γι΄ αυτήν και όχι για τις τσέπες και την προβολή τους, αλλά δυστυχώς αυτοί πολλές φορές μοιάζουν με άδεια κουτιά…



ΣΑ. Ίσως θα έπρεπε πριν μιλήσω για πνευματικό κόσμο, να σας ρωτούσα τι νομίζεται ότι χαρακτηρίζει έναν πνευματικό άνθρωπο;

ΧΠ. Η ακεραιότητα και η αλήθεια, στοιχειά που κτίζονται και δεν χαρίζονται.



ΣΑ. Έχετε εμπειρίες ζωής πολλών διαφορετικών πολιτισμών. Χωρίς να μπαίνουμε σε εξαντλητικές αναλύσεις, θεωρείτε ότι μπορεί να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος μεταξύ του ισλαμικού κόσμου και της εκκοσμικευμένης χριστιανικής Δύσης ή πρόκειται για ένα εγχείρημα a priori καταδικασμένο στις εξουσιαστικές αξιώσεις της καπιταλιστικής οργάνωσης και στην ισλαμική δεσποτική αντίληψη της ζωής;

ΧΠ. Αν μου επιτρέπετε είναι μια λανθασμένη ερώτηση, γιατί; Γιατί  οι σχέσεις κεφαλαίου και πολιτικής, δηλαδή, οι δομές της παγκόσμιας οικονομίας, διαμορφώνουν και επηρεάζουν τα πάντα. Οι θρησκείες είτε ειρηνικές είτε μη ειρηνικές  κινούνται και μεταβάλλονται  συνεχώς. Με άλλα λόγια, η κοσμολογικές αλλαγές του μέλλοντος σε συνδυασμό με την πολιτική οικονομία οικοδομούν μια νέα εποχή που θα τη δούμε στα επόμενα πενήντα με εκατό χρόνια.



ΣΑ. Τα επόμενα επιστημονικά και ποιητικά σας σχέδια ποια είναι;

ΧΠ. Ήδη έχω τελειώσει τη συγγραφή του νέου μου βιβλίου που θα κυκλοφορήσει σύντομα στην ΝΥ, στις Ηνωμένες Πολίτες. Τα ποιήματα αυτά τα έχω μεταφράσει από τα Κουρδικά και μια φίλη μου τα έχει επιμεληθεί στα Αγγλικά.  Έχει τριάντα έξι ποιήματα, τα δεκαεπτά από τα οποία δεν είναι δημοσιευμένα ούτε στα Κουρδικά ούτε στα Ελληνικά.  Και φυσικά θα μπω σε ένα μεγάλο Πανεπιστήμιο το νέο εξάμηνο και ήδη είμαι απασχολημένη με κάποια αλλά πράγματα που ετοιμάζω…





ΣΑ. Θα ήθελα, εάν δεν έχετε αντίρρηση, να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη με ένα δικό σας ποίημα.

ΧΠ. Πολύ ευχαρίστως…



Σύντροφος



Ο ιδρώτας ενός ποιήματος.

Στους μυστηριώδεις λόφους

Στην βαλίτσα κουβαλώ το ύψος μου,

Μαζί με ένα χρωματισμένο υπονοούμενο ταξιδεύω

Λες ακόμη να προσμένω

Να με κοροϊδεύει ο  Αχρίμαν*

Ή να ερωτευτώ τον ήλιο αμαρτωλό κορίτσι;

Λες να κατάγομαι

Από την χώρα των κυττάρων

Λες μια πειθαρχική βροντή

Να με κάνει βροχή του έρωτα;

Λες εκεί στα βάθη του χωραφιού

Στου νοθεμένου πόνου του δειλινού

Εκεί το χαμόγελο μου λες ακόμη να είναι μια μίμηση

Στο χαρούμενο καθρέφτη;

Του ψεύτικου λεπτού της μέρας

Μέσα στην ανάσα της ύπαρξης μας

Απ’ το φάντασμα με το μαύρο φόρεμα

Μου λες πώς να ξεφύγω;

Η σκιά του πάντως με φοβίζει

Έψαχνα στα παραμύθια

Στους θρύλους των παλιών εποχών

Την μέρα που δεν θα ξημερώσει

Από τις φημισμένες χίλιες νύχτες

Ένα γκρί τραγούδι

Του καταραμένου έρωτα

Από πού έχει έρθει;

Στην βαλίτσα κουβαλώ το ύψος μου

Το παραμυθένιο παλικάρι της βροχής

Χίλιες νύχτες το λένε

Πώς ταξιδεύω



* Αχρίμαν : το  πνεύμα του κακού



Δρ. Χίβα Παναχί, 1996, Κουρδιστάν,




*Η Χίβα Παναχί γεννήθηκε το 1980 στην πόλη Σίνα του Ιρανικού Κουρδιστάν, όπου και πήγε σχολείο. Από την ηλικία των 13 ετών άρχισε να δημοσιεύει τα ποιήματα και τα άρθρα της στα περιοδικά της γενέτειράς της. Σήμερα συνεργάζεται τακτικά με πολύ γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά του ιρακινού Κουρδιστάν και της Ευρώπης. Το 1997 με άλλες τρεις κοπέλες αντέδρασαν στο λιθοβολισμό μιας συμμαθήτριάς τους από το θεακρατικό καθεστώς, με συνέπεια να φυλακιστούν. Υπό τις νέες συνθήκες αναγκάστηκε να φύγει από το Ιράν και αρχικά βρήκε καταφύγιο στο Ιράκ, όπου έμεινε δύο χρόνια. Το 2000 ήρθε στην Ελλάδα με υποτροφία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Είναι πτυχιούχος κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάκτωρ κοινωνικών επιστημών στο ίδιο Τμήμα. Είναι επίσης μέλος της Κουρδικής Ακαδημίας που εδρεύει στο Παρίσι. Μιλάει άπταιστα κουρδικά, περσικά, αραβικά, ελληνικά και αρκετά καλά αγγλικά. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία στα κουρδικά ("Τα μυστικά του χιονιού", ένα δοκίμιο για την ιστορία και τρεις μεταφράσεις έργων του Αισχύλου, του Αριστοτέλη και της Σούζαν Ντον). Η συλλογή ποιημάτων "Τα μυστικά του χιονιού" -που τη μεταγραφή τους στα ελληνικά επιμελήθηκε η ίδια- αποτελεί την πρώτη παρουσία της στα ελληνικά γράμματα.

Γιώργος Κοντογιώργης: Ο ελληνισμός, ο χριστιανισμός, η οικουμένη και ο νεότερος κόσμος (Mέρος Δεύτερο)

Του Γιώργου Κοντογιώργη*
  1. Τι είναι τελικά η οικουμένη; Είναι η φάση στην οποία θα περάσει το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα όταν ολοκληρώσει την εξελικτική του διαδρομή εντός του κράτους και δημιουργηθούν οι συνθήκες για την υπέρβασή του. Αυτό σημαίνει ότι, όπως στον ελληνικό κόσμο, έτσι και στη νεότερη εποχή, η εξέλιξη προς την ωριμότητα, προς την ολοκλήρωση του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι, θα οδηγήσει σε βάθος χρόνου στην δημοκρατία εντός του κρατοκεντρισμού και, περαιτέρω, στην οικουμένη. Οι ελληνιστικοί και οι ρωμαϊκοί χρόνοι, με κορυφαίο το Βυζάντιο, εγγράφονται στην οικουμενική φάση του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.
Η οικουμένη είναι μια διπλής ανάγνωσης έννοια: ορίζει αφενός τον κόσμο στο σύνολό του και αφετέρου τον ανθρωποκεντρικό κόσμο στο μετα-κρατοκεντρικό του στάδιο. Σήμερα μας είναι παντελώς άγνωστη η δεύτερη εκδοχή της.
Με την οικουμενική μετάβαση ο ελληνισμός εξελίχθηκε εσωτερικά ο ίδιος και εξάπλωσε την πρόταση του πολιτισμού της ελευθερίας στα πέρατα της γης. Εάν επισκεφθεί κανείς την Ιαπωνία θα δει στην αρχαία πρωτεύουσα Νάρα δείγματα ελληνικής παρουσίας τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στην Κίνα επίσης υπάρχουν πάρα πολλά τεκμήρια της ελληνικής παρουσίας. Αυτά είναι παραδείγματα του πως ο πολιτισμός της ελευθερίας διείσδυσε και υπονόμευσε τον πολιτισμό της δεσποτείας. Δεν επήγαν οι Έλληνες στην Ασία ή αλλού ως τυπικοί κατακτητές, ακόμη και όταν χρησιμοποίησαν τα όπλα. Με τα όπλα έφθασαν έως τις παρυφές της Ινδίας. Ο απόηχος του πολιτισμού της ελευθερίας έφθασε πολύ πιο πέραν. Πουθενά όμως δεν συμπεριφέρθηκαν ως λεηλάτες. Το ίδιο και στην Ευρώπη, όπου χωρίς όπλα οι Έλληνες διείσδυσαν ή εξελλήνισαν πλείστους όσους λαούς. Οι δεσποτικοί λαοί προσήρχοντο στον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό διότι διέκριναν σ'αυτόν την ανωτερότητα της ελευθερίας. Οι μνήμες των λαών της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης συμπυκνώνουν τον απόηχο μιας θαυμαστής θετικής αναφοράς.
Πρέπει να διευκρινίσουμε ωστόσο την έννοια της οικουμένης σε σχέση με αυτό που εννοούμε σήμερα με τον όρο "παγκοσμιοποίηση". Η "παγκοσμιοποίηση" είναι μια πρόταση ηγεμονίας των αγορών πάνω στις κοινωνίες με όχημα τις σχέσεις δύναμης. Ηγεμονία διεθνική, ηγεμονία εσωτερική στα κράτη. Η οικουμένη είναι μια πρόταση πολιτισμού που επιχειρεί να θέσει σε κανονιστική πειθαρχία τους συσχετισμούς δύναμης που υπερβαίνουν τα κράτη. Λ.χ. ελέγχου της διεθνούς των αγορών. Η οικουμένη διδάσκει ότι αιτία της ύπαρξης όλων είναι η κοινωνίες: της πολιτικής, των κρατών, της οικονομίας των αγορών κλπ.
Θα σταθούμε για λίγο στην ολοκληρωμένη εκδοχή της οικουμένης που είναι το Βυζάντιο. Πρώτον, είναι η ολοκληρωμένη εκδοχή της εξέλιξης του ανθρωποκεντρικού ανθρώπου στο περιβάλλον της οικουμένης. Το πολιτειακό σύστημα της βυζαντινής κοσμόπολης συγκροτείται από τις πόλεις και την μητρόπολη πολιτεία που κατέχει επίσης τον ρόλο του κεντρικού πολιτικού συστήματος. Στο Βυζάντιο, ο ελληνισμός σταδιοδρομεί χωρίς δουλοπαροικία και χωρίς δουλεία. Το οικονομικό σύστημα, που το κατέχει κατά τρόπο μονοσήμαντο ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου, ο ιδιοκτήτης γενικά, αντικαθίσταται από ένα οικονομικό σύστημα, στο οποίο υπεισέρχεται ως αποκλειστικός ή εταιρικός συντελεστής του, ο εργαζόμενος. Η εταιρική οικονομία εισάγει για πρώτη φορά τη δημοκρατία στο οικονομικό σύστημα. Τρίτον, η νέα μεγάλη πρόταση πολιτισμού που κομίζει ο χριστιανισμός, είναι δημιούργημα της περιόδου αυτής. Ο χριστιανισμός δεν είναι μια ξένη θρησκεία που εισέρχεται στον ελληνικό κόσμο. Είναι ένα ελληνικό δημιούργημα που, μολονότι αντλεί από την διδασκαλία του Χριστού, οικοδομείται εξυπαρχής από τον ελληνικό κόσμο. Ως κανονιστικό δόγμα, ως σύστημα πολιτείας, ως αξιακή παράμετρος της οικουμένης. Η αγαπητική σχέση που διδάσκει ο Χριστός, πέραν της συγγένειας και της έμπνευσης που αντλεί από τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό τρόπο, οι Έλληνες θα την μεταβάλλουν σε συλλογικό διακύβευμα, δηλαδή σε πρόταση κοινωνίας βίου. Εξού και θα αποκληθεί εκκλησία (του δήμου των πιστών).
Οι Έλληνες θα εγγράψουν τη νέα θρησκεία στο περιβάλλον της δημοκρατικής πολιτείας και της κοινωνικής μέριμνας για τον πάσχοντα άνθρωπο. Ώστε ο χριστιανισμός δεν είναι μόνο η θρησκεία που δημιούργησε ο ελληνικός κόσμος με βάση την φιλοσοφία και το ολοκληρωμένο πολιτειακό και κοινωνικό του βίωμα αλλά είναι και μια πρόσληψη του θείου ανθρωποκεντρική. Ο Έλληνας θεός είναι ανθρωπομορφικός, ανθρώπινος, φιλάνθρωπος, που ο Έλληνας πολίτης τον αντιμετωπίζει όρθιος, ενώπιος ενωπίω, του ασκεί κριτική η οποία πολλές φορές διαπερνά και αυτά τα όρια της ύβρεως. Ο Έλληνας που ασπάζεται το χριστιανισμό φέρνει μαζί του όλες τις παραστάσεις, τα βιώματα και τις νοοτροπίες που απέδιδε στην ολύμπια θρησκεία. Για να αντιληφθούμε τι σημαίνει η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού -η έννοια της ιστορικής ορθοδοξίας- αρκεί να την συγκρίνουμε με τις άλλες εκκλησίες. Η καθολική εκκλησία συγκροτείται σε σύστημα κοσμικής δεσποτείας που εξουσιάζει εξουθενωτικά τον άνθρωπο, μεταβάλλει τον θεό σε τιμωρό και όχι σε φίλο, όπως ακριβώς και στον ιουδαϊσμό. Αυτή η διαφορά είναι που φέρνει την ιστορική ορθοδοξία πολύ μπροστά από τις άλλες εκδοχές του χριστιανισμού, οι οποίες οπισθοδρόμησαν λόγω της δεσποτικής παρέκκλισης των κοινωνιών τους από τον ελληνικό τρόπο του βίου. Ώστε, ο ελληνικός τρόπος του θρησκεύεσθαι ορίζεται από το κοινωνείν εν εκκλησία (η έννοια του δήμου των πιστών) και όχι από ένα σύστημα ιερατείου, που λειτουργεί ως δεσπότης επί της κοινωνίας.
Οπωσδήποτε, και ο χριστιανισμός όπως και η πολιτική ιδέα της Ρώμης ενσωματώθηκαν και αποτέλεσαν οργανικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας. Οι Έλληνες οικειοποιήθηκαν τη νέα θρησκεία και τη ρωμαϊκή κοσμόπολη, τις ενσωμάτωσαν στην ταυτότητά τους δεν αφελληνίστηκαν, όπως λέγεται. Γι αυτό και η Ρώμη θεωρήθηκε καταπίστευμα που δόθηκε από τον Κωνσταντίνο στους Έλληνες με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο.
Αυτή λοιπόν είναι η εικόνα ενός πολιτισμού ο οποίος θα μετακενωθεί στη συνέχεια στην Ευρώπη με αφετηρία την Ιταλία όπου μετεμφυτεύονται οι πόλεις, αλλά και πέραν των Άλπεων, έτσι ώστε να δημιουργηθεί η Αναγέννηση. Δεν θα είχε υπάρξει η Αναγέννηση -η μετάβαση της Ευρώπης στον ανθρωποκεντρισμό- και προφανώς ο νεότερος κόσμος εάν ο ελληνικός κόσμος της εποχής του Βυζαντίου δεν μετακένωνε στην Εσπερία και προς Βορράν στους σλάβους το ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο και τον ομόλογο πολιτισμό. Με αφετηρία την μετακένωση αυτή, συντελέσθηκε η ανθρωποκεντρική μετάβαση της Ευρώπης, ενοποιήθηκε πολιτισμικά η ευρωπαϊκή ήπειρος -με την δυτική αναγέννηση και τον εκχριστιανισμό των σλάβων- και προχώρησε στο τέλος η ανθρωποκεντρική μετάβαση του πλανητικού κόσμου.
Ώστε, εάν θέλουμε να διερωτηθούμε γιατί η επικαιρότητα του ελληνικού πολιτισμού πρέπει να συνεκτιμήσουμε τρία τινά: Πρώτον, το μοναδικό πολιτισμικό του κεκτημένο, το οποίο αποτελεί ανεξάντλητη πηγή για τον νεότερο άνθρωπο. Δεύτερον, το γεγονός ότι ο ελληνικός κόσμος βρίσκεται στην αφετηρία της ανθρωποκεντρικής μετάβασης του νεότερου κόσμου. Και τρίτον, το γνωσιολογικό ολοκλήρωμα του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού, του οποίου τα ίχνη συναντώνται με το εξελικτικό γίγνεσθαι του νεότερου πλανητικού κόσμου. Έτσι, κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι εξελισσόμαστε προς μια επόμενη φάση συναντώμαστε με την ομόλογη φάση του ελληνικού κόσμου, με την οποία αναγκαστικά καλούμαστε να αναπτύξουμε διάλογο. Κατά τούτο, το ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα αποκαλύπτει τα στάδια του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος προς την ολοκλήρωση. Πώς δηλαδή προόρισται να εξελιχθεί και ο σύγχρονος κοινωνικός άνθρωπος σε περιβάλλον ελευθερίας και εντέλει ποιο θα είναι το μέλλον της ανθρωπότητας.
  1. Στο σημείο αυτό του συλλογισμού μας είναι επίκαιρο να διερωτηθούμε για τα καθημάς. Σπεύδω να πω ευθύς εξ αρχής ότι για να κατανοήσουμε το νεοελληνικό πρόβλημα προϋποτίθεται η ανάκτηση της ιστορίας μας, η ανασύνδεσή μας με αυτήν. Όχι για να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αλλά για να αντλήσουμε από αυτήν τα αναγκαία συμπεράσματα ως προς το τι έφταιξε και τι συνεχίζει να τροφοδοτεί τη νεοελληνική κακοδαιμονία. Από τον αναστοχασμό αυτόν θα αποκτήσουμε συνείδηση για τις αξίες, το σύστημα, τις παραδοχές και τις αντιλήψεις, που προσιδιάζουν στη δική μας εξέλιξη.
Με τον αναστοχασμό αυτόν θα πληροφορηθούμε ότι ο σημερινός Έλληνας εισήλθε στο νεότερο κόσμο, στην εποχή της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, στο κράτος έθνος, όχι από τη φεουδαρχία, αλλά από την οικουμενική σημειολογία ενός έθνους κοσμοσύστηματος. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί ο νεοέλληνας δεν τα έχει βρει, δεν έχει συμφιλιωθεί με την πρωτο-ανθρωποκεντρική και, επέκεινα, καθόλα ολιγαρχική νεοτερικότητα.
Σε αυτή τη βάση, που συμπυκνώνει η ριζική ανατροπή των ανθρωποκεντρικών δεδομένων του ελληνισμού, καλούμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί με την είσοδο στο κράτος έθνος διανύουμε το συνεχές μιας κρίσης που οδηγεί στη δραματική συρρίκνωση του ελληνισμού, χωρίς να διαφαίνεται ο δρόμος της ανάσχεσής της. Ο ελληνικός κοσμοσυστημικός τρόπος μας αιτιολογεί ακριβώς τον χαρακτήρα του αδιεξόδου και την κατεύθυνση μιας υπέρβασής του.
Οπωσδήποτε, η διερώτηση αυτή, μας πληροφορεί ότι η μετάβαση του ελληνισμού από το έθνος κοσμοσύστημα στο έθνος κράτος ανεκόπη βίαια και, μάλιστα, έγινε με τίμημα την ολοκληρωτική ανθρωποκεντρική του οπισθοδρόμηση, από την οικουμενική στην πρώιμη εποχή, προκειμένου να εναρμονισθεί με την ευρωπαϊκή ορθοταξία. Η ολοκληρωτική αυτή αποδόμηση και οπισθοδρόμηση του ελληνισμού αποκρυσταλλώνεται στο οξύμωρο σχήμα μεταξύ της εξέχουσας θέσης που κατείχε ο ελληνικός κόσμος έως τις παρυφές του 20ου αιώνα ή ακόμη και της επιρροής που ασκεί ο ελληνικός πολιτισμός στην εποχή μας και της χαμηλής "πτήσης" που πραγματοποιεί η Ελλάδας του σήμερα.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη, διότι η επιλογή της μιας ή της άλλης αιτιολογίας θα μας επιτρέψει να διακρίνουμε εάν φταίει η κοινωνία και οι κληρονομιές της ή το κράτος, το θεσμικό ένδυμα που της επέβαλε η νεοτερικότητα και έχει έκτοτε εναγκαλισθεί με πάθος η εσωτερική άρχουσα τάξη. Η ορθή εκδοχή του πράγματος βρίσκεται προφανώς στον τρόπο της απελευθέρωσης: ο ελληνισμός υπεβλήθη τελικά σε ένα καθεστώς εσωτερικής χειραγώγησης και εξωτερικής επιτροπείας που δέσμευσε τη δημιουργική του πορεία, τον ανάγκασε σε μια ολική αποδόμηση της θεσμημένης συλλογικότητάς του και στο βάθος στον αποκλεισμό των ζωτικών του δυνάμεων (της αστικής τάξης, της πνευματικής του ηγεσίας κλπ) από τον κορμό του έθνους κράτους. Διότι ουσιαστικά το κράτος αυτό είναι εξ ολοκλήρου υπόλογο για την καταστροφή του μείζονος ελληνισμού.
Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, όφειλε να συνδυασθεί, αφενός με την ύφανση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που θα αποξένωνε την πολιτική τάξη από την κοινωνική συλλογικότητα και τα προτάγματά της, ώστε να οδηγήσει τις εξελίξεις κατά το ίδιον αυτής συμφέρον. Αφετέρου, με την οικοδόμηση μιας ιδεολογίας της εξάρτησης, που θα έπειθε την ελληνική κοινωνία για τον παραρτηματικό της χαρακτήρα έναντι της μόλις εξερχόμενης από την απολυταρχική δεσποτεία της Ευρώπης. Και τέλος, με την αποκοπή της ελληνικής κοινωνίας του κράτους έθνους από το ιστορικό της παρελθόν, την παραδοχή της ιστορικής της συνέχειας, έτσι ώστε να απαληφθεί το συγκριτικό προηγούμενο του μείζονος ελληνισμού, που θα δυσκόλευε την αναζήτηση της ευθύνης για τα κακώς κείμενα στην κοινωνία.
Από τη στιγμή αυτή, για τη νέα ελληνική άρχουσα τάξη ζητούμενο έγινε ο "εξευρωπαϊσμός" όχι η συναρτημένη με την ανθρωποκεντρική υπόσταση των Ελλήνων πρόοδος. Το επιχείρημα ήταν απλό: αφού το πολιτειακό σύστημα της νεοτερικότητας ήταν προοδευτικό, για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, καθώς τις έβγαζε από τη φεουδαρχία και τις οδηγούσε στον ανθρωποκεντρισμό, ήταν αυτονοήτως προοδευτικό και για την ελληνική κοινωνία.
Τούτο όμως προϋπέθετε ότι έπρεπε να συνομολογήσουμε ότι η ελληνική κοινωνία ήταν επίσης δέσμια μιας δεσποτικής ιστορικής καταβολής. Επειδή, προφανώς, αυτό δεν πρόεκυπτε, παρόλον ότι χύθηκε πολύ μελάνι για να καταδειχθεί ότι το Βυζάντιο προσιδίαζε σε μια ασιατική δεσποτεία, διατυπώθηκε τελικά η θεωρία ότι ήταν ακόμη χειρότερο το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία δεν διήλθε από τη φεουδαρχία, ώστε στη συνέχεια να διανύσει τα αντίστοιχα στάδια της ευρωπαϊκής μετάβασης: την αναγέννηση, τη μεταρρύθμιση κλπ. Με τον τρόπο αυτόν, η ελληνική ανθρωποκεντρική οικουμένη ταξινομήθηκε ως κατώτερη από τη φεουδαρχία ή την κρατική δεσποτεία/απολυταρχία.
Έχει σημασία να επισημανθεί ότι η οριστική αυτή ρήξη με το ελληνικό οικουμενικό παρελθόν δεν θα συντελεσθεί υπό την οθωμανοκρατία. Τότε ακόμη ο ελληνισμός σχεδίαζε την εθνική του αποκατάσταση υπό το πρίσμα της διατήρησης αδιατάρακτης της ανθρωποκεντρικής οικουμένης. Συνέβη υπό το κράτος έθνος, το οποίο για να νομιμοποιηθεί έπρεπε η ελληνική κοινωνία να συνομολογήσει την κατωτερότητα της. Διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν να επιβιώσει το καθεστώς της εξάρτησης, ούτε και να πραγματοποιηθεί η αποδόμηση του μείζονος ελληνισμού, ο οποίος μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα στην μεν Εσπερία προκαλούσε δέος, στην δε σλαβική ανατολή εκλαμβανόταν ως πρότυπο. Με διαφορετική διατύπωση, για να συμβεί αυτό, ο ελληνισμός όφειλε να μηδενίσει τον ανθρωποκεντρικό του χρόνο και να εναρμονίσει τον ανθρωποκεντρικό του βηματισμό με εκείνον της εξερχόμενης από τη δεσποτεία δυτικο-ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να προσέξουμε ότι ολόκληρο το δημοκρατικό οικοδόμημα του ελληνισμού που το βίωνε ευρέως και αδιατάρακτα από την κλασική εποχή, κατελύθη χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίματος. Η ατομική ελευθερία θεωρήθηκε ανώτερη από την καθολική (ατομική, κοινωνική και πολιτική) ελευθερία, η ολιγαρχία της δημοκρατίας, το οικονομικό σύστημα που έθετε τους συντελεστές της εργασίας στο περιθώριο, ανώτερο από την εταιρική οικονομία, η τιμοκρατική ψήφος από την καθολική ψήφο, ο ατελής πολίτης του πλήρους πολίτη κλπ. Η απολυταρχία που εγκαθιδρύθηκε στο μικροελλαδικό κράτος θεωρήθηκε ανώτερη τελικά από την οικουμενική κοσμόπολη που σχεδίαζαν οι θεωρητικοί της ελληνικής παλιγγενεσίας.
Από την οικουμενική τους περίοδο οι Έλληνες οδηγήθηκαν βιαίως και ταπεινωμένοι στην προσολώνεια εποχή σε συνθήκες περιδεούς εξάρτησης και ανέχειας. Η κατάργηση της θεσμημένης συλλογικότητας του ελληνισμού θα επιτρέψει στην πολιτική τάξη να αυτονομηθεί, να πολιτευθεί ενάντια στο κοινό και εθνικό συμφέρον, να οικοδομήσει μια αντίληψη περί πολιτικής εχθρική προς την κοινωνία των πολιτών.
Η γένεση του νεοελληνικού κράτους συγκροτεί μια τομή, θα έλεγα μια ρήξη με το ελληνικό κοσμοσυστημικό παρελθόν, το οποίο επέτρεψε στον ελληνισμό να μεγαλουργεί. Το νεοελληνικό κράτος, πρόσεδρο στην ευρωπαϊκή δεσποτεία, υιοθέτησε την ιδέα της πολιτικής κυριαρχίας κατέναντι της κοινωνίας, στην οποία επιφύλαξε εφεξής το καθεστώς του ιδιώτη, και στον πολίτη την ιδιότητα του υπηκόου πελάτη του πολιτικού. Το κράτος, εφεξής αναντίστοιχο με τους σχεδιασμούς και τις προσδοκίες της εθνικής συλλογικότητας των Ελλήνων, ήταν εντούτοις σε πλήρη αρμονία με το διατακτικό του ηγεμόνα, που θεωρούσε τον μεν ελληνισμό απειλή και για την επέκτασή του, το δε πολιτειακό του πρόταγμα, απεχθές για την απολυταρχική αρχικά και για την ολιγαρχική στη συνέχεια ευρωπαϊκή τάξη. Το κράτος αυτό και οι άρχουσες ομάδες που υφάνθηκαν στους κόλπους του, αποτέλεσαν το εργαλείο για την ανθρωποκεντρική και κοσμοσυστημική αποδόμηση του ελληνισμού και, εντέλει, για τη δραματική του συρρίκνωση. Το καθόλα αναντίστοιχο προς την ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία του ελληνισμού αυτό κράτος και οι άρχουσες δυνάμεις που το λειτουργούν και το νέμονται είναι αποκλειστικά υπαίτιες για τις αλλεπάλληλες καταστροφές που εξακολουθεί να υφίσταται η ελληνική κοινωνία έως τις ημέρες μας.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι για να ξανασταθεί ο ελληνισμός στα πόδια του πρέπει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, να ανακτήσει την αυτοεκτίμησή του. Το ζήτημα είναι βαθιά πολιτισμικό και ιδεολογικό, δηλαδή πολιτισμικό, με την έννοια ότι για να τα βρει με τη νεοτερικότητα, πρέπει να επανεύρει τον ιστορικό εαυτό του, να ανασυστήσει την κοινωνική του συλλογικότητα, ώστε να αναγκάσει την πολιτική να εναρμονισθεί με τον δημόσιο, δηλαδή με τον εθνικό σκοπό της. Το εγχείρημα αυτό διέρχεται ακριβώς από την ανάκτηση της ανθρωποκεντρικής ελληνικής ιστορίας η οποία διδάσκει ότι τούτο θα γίνει εφικτό μόνον με την μετάβαση κατ'ελάχιστον στην αντιπροσωπευτική πολιτεία.

*Παραινετική ομιλία προς τους νέους, μαθητές των εκπαιδευτηρίων Γείτονα (27/11/2-13), απο τον Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργο Κοντογιώργη.