Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Σ. Αμάραντος:Τραγική αίσθηση της ζωής: ένας αγώνας εναντίον του μηδενός.

Σωτήρης Αμάραντος




Κάθε φορά που η ανθρώπινη φύση εκδηλώνει το σκοτεινό της υπέδαφος, την κόλαση που η ίδια εγκυμονεί, η αντίδραση της τρέχουσας-εργαλειακής εξίσου «ανθρώπινης, πολύ ανθρώπινης» διάστασης της σκέψης που ονομάζεται λογική, επιχειρεί να απωθήσει αυτή τη βαθύτερη αλήθεια του ανθρώπου είτε στη σφαίρα του εντελώς άλλου και μακρινού, είτε στη σφαίρα της σύμπτωσης και της εξαίρεσης. Η κατοπτρική όψη του εαυτού πρέπει να ανασκευαστεί και να καλλωπιστεί πριν επιστρέψει σε εμάς. Αυτό δηλώνουν κυρίως άρρητα, όλοι εκείνοι οι πολιτισμοί που απώλεσαν τη θεμελιώδη συνιστώσα του τραγικού. Ο αγώνας εναντίον του μηδενός, της αναμέτρησης δηλαδή του ανθρώπου με τον μηδενιστή της ύπαρξης που είναι ο θάνατος, συγκαλύπτεται μέσα από ένα σύνολο σχέσεων επιφανειακού εξωραϊσμού της ζωής, της εργασίας, της πολιτικής, της φιλίας, του έρωτα, ακόμη και της τέχνης. Δεν είχε άδικο ο Paul Valery, προσπαθώντας ουσιαστικά να διαταράξει τις εύσχημες βεβαιότητες για τον άνθρωπο του καιρού του, να σημειώνει εμφατικά ότι «εάν βλέπατε τη ψυχή μου δεν θα μπορούσατε να φάτε».

Η τέχνη του τραγικού, αντί να αποφεύγει την αναμέτρηση με ό,τι ο Kierkegaard αποκάλεσε αγωνία, βυθίζεται στην άβυσσο των δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης, ξιφομαχεί με τις δυνάμεις του μηδενός και ανασυντάσσει ολόκληρο το είναι της στην προοπτική μιας ανώτερης του μηδενός οντολογικής δικαιοσύνης.

Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα πολιτισμικών μορφωμάτων, καθώς αδυνατούν να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις του μηδενός που οι ίδιες εγκυμονούν. Η βούληση για ισχύ, ένα γεγονός που έχει τις ρίζες του, όσον αφορά τον δυτικό άνθρωπο στη θεολογία του Μεσαίωνα, από τον 19ο  αιώνα ενδύεται εξωτερικά τις κατηγορίες της επιστημονικότητας, έτσι όπως απαντώνται στην ανάπτυξη του παραδείγματος των φυσικών επιστημών. Η βούληση αυτή λοιπόν, παρουσιάζεται στον χώρο της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας ως ο ηγεμονικός λόγος των κοινωνικών επιστημών, που αξιώνουν, με όρους βιοπολιτικής κατά τον Foucault, τον ορισμό της κανονικότητας για ευρύτερους πληθυσμούς. Η κατ΄επίφαση επιστημονικότητα, η οποία επιχειρεί να μεταφέρει τον στατικό τρόπο αντίληψης της σχέσης αιτίας αποτελέσματος που διέπει τα φυσικά φαινόμενα, στο δυναμικό πεδίο των ανθρώπινων υπάρξεων, με σκοπό να τις μετατρέψει σε ένα διαχειρίσιμο υλικό, συνιστά ένα είδος απόκρυψης του γεγονότος που επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο η τραγική αίσθηση της ζωής, η οποία αποκαλύπτει μια θεμελιώδη πτυχή της ανθρώπινης πραγματικότητας, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε απροσδιοριστία. Πρόκειται για την βιωματική γνώση που πηγάζει από την αδυναμία της ανθρωπότητας να ελέγξει με απόλυτο τρόπο το ίδιο της το είναι. Βεβαίως πίσω από όλα αυτά, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε το αδυσώπητο βίωμα του θανάτου, το οποίο απωθείται στο συλλογικό ασυνείδητο και ως εκ τούτου, το πρόταγμα για την τραγική θέαση της ζωής να περνά στο περιθώριο. Η καθήλωση στη θετικιστική σύλληψη των κοινωνικών φαινομένων  και ο φόβος του θανάτου, ωθεί στην απώλεια της τραγικής αίσθησης και στην ανάπτυξη του γεγονότος της εξουσίας ως ενεργητικού και παθητικού συντελεστή, δηλαδή είτε ως υβριστική υπέρβαση των υπαρκτικών ορίων, διαμέσου του εναγκαλισμού με τις μεταφυσικές όψεις της εξουσίας, η οποία προσδίδει στον εκάστοτε κάτοχό της, την ψευδαίσθηση παντοδυναμίας και άρα επιτυγχάνει την απώθηση του θανάτου είτε ως δουλική υποταγή στην εξουσιαστική αρχή και άρα μετάθεση της διαχείρισης της ευθύνης για την απειλή του θανάτου, από το  επίπεδο της αυτονομίας του θνητού ανθρώπου, στο επίπεδο του εκάστοτε πατέρα-εξουσιαστή.
Ταυτόχρονα εκλείπει η αφετηρία για τον εντοπισμό του μηδενός, καθώς και η μέθοδος για τη διεξαγωγή αυτής της αναμέτρησης, που είναι η τραγική τέχνη. 

Ο ελληνικός κόσμος αντίθετα, επεξεργάστηκε την τραγική διάσταση με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, πάντοτε σε σχέση με το στάδιο της πολιτισμικής του ωριμότητας. Από τους κοσμολογικούς μύθους που συνιστούν το πρώτο στάδιο, πέρασε στην καθαρή τραγική τέχνη και στη φιλοσοφική ενατένιση. Τα δυο αυτά συμβάντα συνιστούν μερικές όψεις μιας ευρύτερης επεξεργασίας με όρους ελευθερίας που αναδύονται εντός της κοινής ζωής της πόλεως, δηλαδή εντός των διαδικασιών του πολιτικού βίου ως βίου ελευθερίας. Τα στοιχεία αυτά αποκτούν νέα διάσταση και σημασία με τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού, από την οποία προκύπτει και η θεολογία του Σταυρού. Η ιδιαιτερότητα αυτής της διάστασης έγκειται στο βίωμα της υπαρξιακής αγωνίας, η οποία εντοπίζεται στο μεταίχμιο δυο ιλιγγιωδών για τον άνθρωπο παραμέτρων αφενός του επικείμενου φυσικού θανάτου και αφετέρου της προσδοκώμενης εσχατολογικής μεταφυσικής, δηλαδή μεταξύ του μηδενός που μηδενίζει και του μηδενός που αναδημιουργεί διαμέσου της αυτοθυσιαστικής προσφοράς. Το επόμενο στάδιο της τραγικής αίσθησης, μπορούμε να το εντοπίσουμε κυρίως στο δημοτικό μας τραγούδι και στα νεότερα λαϊκά άσματα, τα οποία απηχούν τις ποικίλες όψεις διείσδυσης της τραγικής αίσθησης της ζωής στο σύνολο των διακλαδώσεων της ζωής του βυζαντινού, του τουρκοκρατούμενου και νεότερου ελληνισμού. Επίσης, οφείλουμε να διακρίνουμε τα λαϊκά αυτά άσματα από τα χυδαία κατασκευάσματα, τα οποία διεκδικώντας μανιωδώς τον τίτλο του λαϊκού, παραδίδονται στην έκπτωση και την ευκολία του συναισθήματος που συνεπάγεται το μελόδραμα.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά, θα λέγαμε πως η τραγική τέχνη προϋποθέτει, πριν απ΄ όλα, μια ισχυρή ασκητική βούληση, ικανή να αντισταθεί στον αβάσταχτο ανθρώπινο πόνο, στη φρίκη που υφίσταται ο άνθρωπος είτε από τους άλλους ανθρώπους είτε από τον ίδιο του τον εαυτό, γεγονός που τόσο θαρραλέα μπόρεσε να αναγνωρίσει στο ύστερο κυρίως έργο του ως "ορμή καταστροφής" ο πατέρας της ψυχανάλυσης Freud. Η τραγική τέχνη δεν αξιώνει την οριστική νίκη της επί του κακού, αλλά τη δυνατότητα του ανθρώπου να ισορροπήσει, καθώς το εκκρεμές της ύπαρξης μετρά το χάος γύρω του και εντός του. Θα ήταν συνεπώς αντινομικό να θεωρήσουμε ότι κάπου βρίσκεται έτοιμη μια ανώδυνη συνταγή μαζικής ευτυχίας, την οποία μπορούμε κατά βούληση να χρησιμοποιήσουμε ώστε να λυθούν αυτομάτως όλα μας τα προβλήματα. Ο συνεχής αγώνας με το απόλυτο σκοτάδι, συνιστά το δύσβατο μονοπάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σχετικά ισορροπημένη ζωή.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Γιώργος Κοντογιώργης: Τέλος της Ιστορίας ή ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση;




Απόσπασμα από το βιβλίο "Γνώση και Μέθοδος"του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου Γιώργου Κοντογιώργη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΡΟΥΣΙΑ.

Σωτήρης Αμάραντος:
Θα μπορούσατε συνοπτικά να μας πείτε μερικά λόγια για την κοινωνία που θα αναδυθεί στο τελικό στάδιο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης;  Πρόκειται μήπως για ένα άλλο «τέλος της Ιστορίας»;

Γιώργος Κοντογιώργης:
Το τελικό στάδιο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης είναι η οικουμένη, που υποστασιοποιείται πολιτικά με το κράτος της οικουμενικής κοσμόπολης. Η οικουμένη απέχει από την εποχή μας όσο η προ-σολώνεια εποχή της πόλης/κράτους από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και την επιδιαιτησία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου στα ελληνικά πράγματα.

Από την άλλη, όπως ήδη επισήμανα, η οικουμένη ως φάση δεν είναι στατική, έχει να επιδείξει πολλά εσωτερικά υπο-στάδια, που παραπέμπουν σε επιμέρους περιοχές της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης του κοινωνικού ανθρώπου.

Το ερώτημα που εγείρεται εν προκειμένω, είναι τι θα συμβεί εάν η φάση αυτή εξαντλήσει τη δυναμική της. Διότι στην περίπτωση της μετάβασης από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, η απάντηση συνέχεται με την ολοκληρωτική κυριαρχία του στο σύνολο του πλανήτη. Σ' αυτό το θέμα δεν έχω απάντηση, διότι δεν διαθέτω ένα ομόλογο ή έστω αντίστοιχο παράδειγμα και η φαντασία όπως προείπα δεν αποτελεί καλό σύμβουλο για την άντληση ασφαλών συμπερασμάτων. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η ανθρωπότητα θα έχει τότε στη διάθεσή της ικανά μέσα για να οδηγηθεί σε μια ασύμμετρη καταστροφική οπισθοδρόμηση, εάν η οικουμένη δεν επιτύχει την ενότητά της υπό τη στέγη ενός μοναδικού κοσμοκράτους. Το οποίο, με τη σειρά του, θα διασφάλιζε τη δημοκρατική υποστασιοποίηση της κοσμοπολιτείας.

Δεν πρέπει να αποκλεισθεί επίσης η είσοδος του ανθρωποκεντρικού κόσμου σε μια περίοδο εξελικτικής ομοθεσίας, στο μέτρο που εγγράφονται σ’αυτήν φύσει σημαίνουσες αλλαγές, οι οποίες επιπλέον θα συναρτηθούν με τη μοναδικότητα του ανθρωποκεντρικού ιδιώματος στον πλανήτη γη. Η παράμετρος αυτή είναι όπως προείπα θεμελιώδης, αν αναλογισθούμε τις επιπτώσεις του γεγονότος ότι το ελληνικό/ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας βρέθηκε αντιμέτωπο με τη δεσποτική παρειά της γης, η οποία βάρυνε ευρέως στις εξελίξεις.

Οίκοθεν νοείται ότι δεν πρέπει να αποκλεισθεί επίσης η υπόθεση ο ανθρωποκεντρικός κόσμος, στο βάθος της εξέλιξής του, να βρει διέξοδο σε άλλους πλανήτες, κατά το ανάλογο της διακτίνωσής του από την μικρή στην πλανητική κοσμοσυστημική σφαίρα.

Οπωσδήποτε, οι εξελίξεις που διαγράφονται με τη μετάβαση στη μεγάλη κλίμακα θα είναι όχι απλώς ραγδαίες, αλλά και μοναδικά εντυπωσιακές, στο μέτρο που προμηνύεται ότι ο άνθρωπος θα ελέγξει τις ιδιότητες εκείνες που κρύβει μέσα του και μέχρι τώρα τις απέδιδε στο θείο. Ο τεχνολογικός άνθρωπος θα είναι ένας άλλος άνθρωπος ο οποίος θα είναι τεχνολογικά πανταχού παρόν, θα ταξιδεύει χωρίς να μετακινείται, σχεδόν παντογνώστης αφού θα είναι συγχρόνως σκεπτόμενος και προικισμένος με μια τράπεζα δεδομένων, συστατική της ύπαρξής του, θα βλέπει πέραν του επιστητού της όρασής του, θα επικοινωνεί με τους άλλους ή με το κοινωνικό σύνολο τεχνοδικτυακά, θα υπάρχει και θα λειτουργεί ευρέως μέσα σε ένα ευφυές περιβάλλον με πρόσημο τεχνολογικούς αυτοματισμούς που θα μεταβάλλουν άρδην τη θέση και τον ρόλο του στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Στο πλαίσιο αυτό, η τεχνολογία της επικοινωνίας θα μοιάζει εξίσου πραγματική όσο και εκείνη της όντως φυσικής επικοινωνίας, καθώς θα αποτελεί ευρέως τη βάση για τον ανθρωποκεντρικό του βίο. Στο επίπεδο αυτό θα οικοδομηθεί εντέλει τόσο το οικονομικό και κοινωνικό όσο και το πολιτικό σύστημα.