Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Σωτήρης Αμάραντος: Οι αξιώσεις αιωνιότητας της ολιγαρχικής μεσοβασιλείας


Σωτήρης Αμάραντος

Κάποτε ακόμη και οι πιο αυταρχικές πολιτικές ουτοπίες ξεκινούσαν από το αίτημα της διερεύνησης του ερωτήματος για τη δίκαιη πολιτεία. Σήμερα, οι πολιτικές της ελεημοσύνης στο χρηματιστήριο αξιών αντικατέστησαν το Κράτος Πρόνοιας που με τη σειρά του είχε εκτοπίσει το όραμα για μια δίκαιη κοινωνία αναλογικής ισότητας. Η ελευθερία της αγοράς, όπως μεταφράστηκε ο πολεμικός ανταγωνισμός των καπιταλιστικών συμφερόντων, ο οποίος με τη συμβολή της Πολιτικής Οικονομίας, δηλαδή της ιδεολογίας του κεφαλαίου κάτω από τον μανδύα της επιστημονικότητας, με μια πράξη μαγικής ισχύος, που μόνο οι αριθμοί θα μπορούσαν να επιτύχουν, εξαφάνισε από τη θέαση του αντικειμένου την παράμετρο των δομών της καπιταλιστικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής και απέδωσε στο άτομο και στην ικανότητά του να πραγματώνει ορθολογικά τα συμφέροντά του, την ευθύνη της επιτυχίας ή της αποτυχίας.
Η αντίδραση των κοινωνικών ομάδων που βρέθηκαν εκτός της νομής της οικονομικής επιτυχίας του συστήματος, εκδηλώθηκε με τη δημιουργία ενός αντίπαλου κοσμοειδώλου. Έτσι γεννήθηκε ο κομμουνισμός. Στην περίπτωση αυτή, επανήλθαν στο προσκήνιο του θεωρητικού ενδιαφέροντος οι κοινωνικές δομές και εξαφανίστηκε το άτομο, το οποίο αντικατέστησε η έννοια της κοινωνικής τάξης. Ενώ λοιπόν στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού, την τάξη της κοινωνικής αρμονίας των ατομικών συμφερόντων εγγυάται το αόρατο χέρι ως άλλη θεία πρόνοια, στην περίπτωση του κομμουνισμού, τον ρόλο της υπερβατικής θεμελίωσης του συστήματος αναλαμβάνει η διαλεκτική κίνηση της ιστορίας. Υπό την προοπτική αυτών των ιδεολογικών σχημάτων, η κρατική οντότητα συνιστά το αναγκαίο κακό, έως ότου μπορέσει το κοινωνικό σύστημα να αυτορυθμιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Μια άλλη δομική ομοιότητα για τα δυο κοσμικά είδωλα της νεωτερικότητας σχετίζεται με το ζήτημα της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η υλιστική ροπή και του φιλελευθερισμού και του κομμουνισμού, εκδηλώνεται ως μια φαντασίωση, κατά την οποία η αΐδια ανάπτυξης της παραγωγικότητας και της αναγκαίας συμπλήρωσής της από την κατανάλωση, θα λύσει όλα τα προβλήματα τα οποία ταλανίζουν διαχρονικά την ανθρώπινη περιπέτεια. Η ικανοποίηση αυτού του υλιστικού προτάγματος θα πραγματώσει την ανθρώπινη φύση με όρους ελευθερίας και θα κατανείμει τα κοινωνικά αγαθά επί τη βάσει της ισότητας και για τα δυο συστήματα. Μοιραία κάτω από αυτή τη λογική, το πολιτικό ζήτημα και για τις δυο αυτές εκφράσεις του σύγχρονου υλισμού αποτελεί μια δευτερεύουσα και συμπληρωματική συνθήκη στην εξίσωση της νεωτερικότητας.
Αφού η οικονομική δραστηριότητα ανάγεται σε θεμέλιο λίθο της κοινωνικής πραγματικότητας, μέσα από την οποία θα προέλθει η ελευθερία και η ισότητα και αφού το ζήτημα της παραγωγικότητας απαντά στις βασικές βιολογικές και άρα επιτακτικές ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης, το μόνο που απομένει είναι η επιστημονική διαχείριση της ικανοποίησης των αναγκών αυτών μέσα από τον κεντρικό θεσμό των κοινωνιών που είναι το κράτος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως τόσο ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός όσο και ο νεοφιλελεύθερος ανολοκλήρωτος –για την ώρα– ολοκληρωτισμός της αγοράς, θέτει το ζήτημα της τεχνοκρατικής διαχείρισης του συστήματος ως πανάκεια για τη λύση όλων των κοινωνικών προβλημάτων. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που οι αρχές του συστήματος που περιγράψαμε συνιστούν και για τις δυο κυρίαρχες ιδεολογίες της νεωτερικότητας μεταφυσικά και άρα μη αμφισβητήσιμα αξιώματα, το μόνο που χρειάζεται είναι η διάνοιξη, από τις ομάδες των ειδικών που θα ασκούν την κρατική εξουσία, του ορθού δρόμου. Η πολιτική τέχνη δηλαδή, μετουσιώνεται σε τεχνική διαχείρισης των παραγωγικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων και μέσω αυτών των ανθρώπινων μαζών. Μια τέτοια παραδοχή, που υποβιβάζει την πολιτική σε τεχνικό μέσο, το οποίο βασίζεται στις εξίσου τεχνικές γνώσεις και ικανότητες των ολίγων που κατέχουν την αλήθεια της πολιτικής τεχνικής, θέτει το σύνολο των κοινωνικών υποκειμένων στο περιθώριο των πολιτικών δραστηριοτήτων, στην παθητική κατανάλωση της πολιτικής παραγωγής. Οι συντεχνίες των επαγγελματιών της πολιτικής –τα κοινοβουλευτικά κόμματα– αξιώνουν, κάτω από την αριστερή, την κεντρώα ή τη δεξιά ιδεολογία, να οδηγήσουν την κοινωνία στη φαντασιώδη σύλληψη της φιλελεύθερης ή κομμουνιστικής ουτοπίας. Το ζήτημα της πραγμάτωσης τόσο της ελευθερίας όσο και της ισότητας μετατοπίζεται σε ένα μυστηριακό μέλλον, όπου οι ανθρώπινες ανάγκες θα έχουν ικανοποιηθεί.
Μεθερμηνεύοντας την τελευταία πρόταση, μπορούμε να διακρίνουμε το αλυσιτελές της νόημα, το οποίο αφού έχει αναγνωρίσει μια θεμελιώδη ζωική διάσταση για τον άνθρωπο, στη συνέχεια υποθέτει αυθαίρετα ότι όταν αυτή ικανοποιηθεί, το ζώον μέσα μας θα εξαφανιστεί για να αναδυθεί ο «ελεύθερος άνθρωπος». Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που «πανουργία του λόγου» εκφράζεται στην ιστορία των ιδεών γελοιοποιώντας την υποτιθέμενη ασυμβίβαστη αντίθεση μεταξύ ακραίων σημείων. Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι δύσκολο να επισημάνουμε πως ο χυδαίος υλισμός μετουσιώνεται σε αφελή ιδεαλισμό, κατά τον οποίο η ελευθερία πραγματώνεται διαμέσου της αναγκαιότητας. Και επειδή το ζήτημα της ελευθερίας μετατίθεται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, ενώ το ζωικό στοιχείο του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να εκλείψει, είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε σε μια αιώνια μεσοβασιλεία. Μάλιστα το χαρακτηριστικό της οντολογικής αντίστασης του ζωικού ανθρώπινου στοιχείου έναντι των «πολιτικών» εξάλειψής του, νομιμοποιεί τις εκάστοτε εξουσίες ώστε να ασκούν ακραία βία για να αντιμετωπίσουν υποτίθεται τα προβλήματα που εκπηγάζουν από αυτό. Όπως βέβαια και η ιδεολογική επίκληση της εμμένειάς του, χορηγεί, στις ομάδες κυριαρχίας, το επιχείρημα περί της αναγκαιότητας διατήρησης αυτής της μεσοβασιλείας.
Οι δεκαετίες που ακολούθησαν την πτώση του υπαρκτού κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού χαρακτηρίστηκαν από την αχαλίνωτη επέκταση της κερδοφορίας του παγκόσμιου καπιταλισμού, από την αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων, από τη σχεδόν πλήρη εργαλειοποίηση του εργαζομένου και τέλος από την αποσύνθεση των συλλογικών κινημάτων που διεκδικούσαν μια ευνοϊκότερη για τους αδύναμους κατανομή του εισοδήματος. Προφανώς και η παγκοσμιότητα του καπιταλισμού, η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων ανά την υφήλιο, η συντριβή του αντίπαλου κοσμοειδώλου στο επίπεδο της πολιτικής, της οικονομίας και της επιστήμης, καταργεί τις ίδιες τις ουσιώδεις ιδεολογικές διαφορές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς στον βαθμό που η ευημερία, αν όχι και η επιβίωση μιας χώρας, εξαρτάται από τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και στη μορφή της εκμετάλλευσης που αυτός συνεπάγεται. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι εθνικές πολιτικές δυνάμεις οι οποίες για την ώρα χρησιμοποιούν τη μαζική ψήφο για νομιμοποίηση της διαχειριστικής, ως προς το κυρίαρχο σύστημα, εξουσίας, ενώπιον των αιτημάτων των δοκιμαζόμενων μαζών απαντούν εκ δεξιών με την επιστροφή σε μια πολιτική λαλιά πατριδοκαπηλίας, ενίοτε φασίζουσας, που παραπέμπει στο απαρχαιωμένο μοντέλο της εθνικά οργανωμένης οικονομίας των αρχών του 20ου αιώνα και εξ αριστερών με την υιοθέτηση της σοσιαλιστικής κριτικής του 19ου αιώνα προς τα επιφαινόμενα της αστικής κοινωνίας, δηλαδή κατά του έθνους, της θρησκείας και της οικογένειας, γεγονότα που κάνουν την τελευταία να βρίσκεται εγγύτερα ιδεολογικά προς τον νεοφιλελευθερισμό απ' ότι η πατριδοκάπηλη δεξιά. Τέλος, όσον αφορά τον νεοφιλελευθερισμό, αυτός αρκείται στους ελιτίστικους αφορισμούς τους οποίους θέτει σε κυκλοφορία, χρεώνοντας τον όρο του «λαϊκισμού» σε οτιδήποτε τείνει να αρνηθεί την αντικοινωνική του επιδίωξη απόλυτης κυριαρχίας.
Παράλληλα προς αυτές τις μορφές αντίδρασης υφίσταται και μια άλλη, όχι τόσο αντίδραση, όσο ροπή. Η ροπή αυτή επισημάνθηκε από φωτισμένους στοχαστές των προηγούμενων αιώνων περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένα, άλλοτε ως ανομία (Emile Durkheim) ή ως παρακμή (Oswald Spengler) άλλοτε ως μηδενισμός (Friedrich Nietzsche) ή αλλοτρίωση (Karl Marx) ή ακόμη κι ως νεύρωση (Sigmund Freud). Οι θεωρητικές αφετηρίες και ο επιστημολογικός στόχος μπορεί να διαφέρει σε όλες τις προηγούμενες διατυπώσεις, αλλά το στοιχείο που αποτελεί κοινό τόπο αποκωδικοποιείται στην αγωνιώδη διαπίστωση πως ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, έχοντας διακηρύξει πως «ο Θεός πέθανε» και αφού τοποθέτησε στο θρόνο του υπερβατικού εκκοσμικευμένα υποκατάσταστα, εισήλθε σε μια φάση εσωτερικής αποσύνθεσης, όπου η απορρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και των συλλογικών ταυτοτήτων συνοδεύει την πρόοδο της τεχνικής, με αποτέλεσμα η πηγή ζωής των κοινωνιών που είναι ένα κάποιο πρωτο-νόημα να εκλείπει. Το πρωτο-νόημα αυτό συρρικνώθηκε στο αίτημα της ναρκισσικής αυτοκατάφασης διαμέσου της κατανάλωσης ανθρώπων και αντικειμένων. Η ροπή αυτή μπορεί να διαγνωστεί κοινωνικά με αναφορά σε μια ποικιλία συμπεριφορών που συγκροτεί μια κλίμακα η οποία αρχίζει με τον οικονομικό αριβισμό και τελειώνει στην πολιτική παθητικότητα των μαζών.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν, χωρίς να καταλήγουμε στους ιδεολογικούς παραλογισμούς του υπερανθρώπου και της τέλειας κοινωνίας απόλυτης ελευθερίας, μπορούμε να σχηματίσουμε μια ρεαλιστική εικόνα ελευθερίας και δίκαιης κοινωνίας σε έναν κόσμο περατό και σε μια ανθρωπότητα με βιολογικές, ψυχολογικές και πνευματικές ανάγκες. Yπήρξαν, κατά το παρελθόν, θεσμοί που πραγμάτωναν έστω και ελλειπτικά το ιδεώδες αυτό; Είναι εφικτό σήμερα να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις μιας θέσμισης ικανής να δώσει τέλος σε αυτή τη μεσοβασιλεία∙ ικανής να φέρει τον κάθε πολίτη σε θέση συνδιαμορφωτή της εικόνας της δικαιοσύνης για την κοινωνία του; Προφανώς η λύση είναι βέβαιο πως δεν μπορεί να αναζητηθεί εντός του ιδεολογικού και επιστημολογικού πλαισίου που προκαλεί το αδιέξοδο, υποβιβάζοντας την πολιτική σε μια δευτερεύουσα λειτουργία του κοινωνικού οργανισμού. Η αναζήτηση ενός νέου πλαισίου ανατίμησης της πολιτικής ως πεδίου άμεσης πραγμάτωσης της ελευθερίας και της δημιουργικής ικανότητας του προσώπου κατά τη διαδικασία της θέσμισης της κοινωνίας είναι εφικτή, αρκεί κάτι τέτοιο να αποτελέσει κεντρικό στοιχείο της επιθυμίας των πολλών. Εμείς μπορούμε για την ώρα να ρίξουμε τη σπορά, την οποία προσδοκούμε να θερίσουν οι ανατρεπτικοί άνεμοι του μέλλοντος.

Πρώτη δημοσίευση: Non Neutral, 07/01/2017