Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Σωτήρης Αμάραντος: Άτομο και κοινωνία στην Ελληνική πραγματικότητα

Σωτήρης Αμάραντος



Ελάχιστες κοινωνίες στην ιστορία της ανθρωπότητας μπόρεσαν να υπερβούν το φάσμα του πρωτείου της υλικής επιβίωσης, καθώς και να χαλιναγωγήσουν τις ροπές που αφορούν την υλική απληστία, κατορθώνοντας να τις εγγράψουν αλλά και να τις υποτάξουν σε μια διαδικασία αναζήτησης της ελευθερίας και της αλήθειας της ζωής. Ο δεύτερος αυτός τρόπος κοινωνικής οργάνωσης είναι το  σπουδαίο επίτευγμα του ελληνικού πολιτισμού. 
Η αναζήτηση της ελευθερίας και της αλήθειας του βίου, βρήκε την ενσάρκωσή της, στην άμεση συμμετοχή στα κοινά, στην άρνηση υποταγής της ατομικής και συλλογικής ύπαρξης στις αναγκαιότητες της βιολογικής αναπαραγωγής,  στην  κοινωνικότητα ως αυτοσκοπό  για την πραγμάτωση  του ανθρώπου.  Όλα αυτά βέβαια  δεν θα πρέπει να κατανοηθούν από τον αναγνώστη του παρόντος κειμένου, ως μια απόλυτη και μονοσήμαντη μεταβλητή, αλλά ως μια αφαιρετικά διατυπωμένη από εμάς τάση, που αρκετές φορές στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού, μπόρεσε να υπερκεράσει τις άλλες, συνυπάρχουσες και συγκρουσιακά διακείμενες προς αυτή, πολιτισμικές μεταβλητές.
Η ιδρυτική πράξη αυτής της πολιτισμικής πραγματικότητας μπορεί να εντοπιστεί στην ακλόνητη πίστη των αρχαίων  Ελλήνων  για την αιώνια διαπάλη μεταξύ του  χάους και της κοσμικής τάξης. Η μεταφυσική  διαπάλη του κόσμου με το χάος είναι ίσως αυτό που νοηματοδοτεί στη σκέψη και στη πράξη των Ελλήνων την ελευθερία και την αλήθεια ως διαχρονικά αιτούμενα και όχι ως δεδομένες  κατακτήσεις. Είναι  η ίδια πολεμική συνθήκη που κάνει αναγκαία την αναγνώριση του μέτρου και των ανθρώπινων  ορίων, τα οποία όταν υπερβαίνονται συνιστούν ύβρη και προκαλούν τη νέμεση.  Η μεταφυσική αντίθεση του κοσμικού στοιχείου με το χαοτικό αποτελεί πηγή δημιουργίας της συνολικής κοινωνικής δομής της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, καθώς και των αντίστοιχων ιεραρχήσεων και λειτουργιών, των επιμέρους δομικών συστατικών της, δηλαδή της πολιτικής, της φιλοσοφίας, της επιστήμης,  της οικονομίας, της ιδεολογίας και της τέχνης.  Τη μέγιστη αυτή πολιτισμική κατάκτηση σημαντικοί φορείς του πνεύματος της εποχής μας την είδαν να αποκρυσταλλώνεται στην αρχαιοελληνική κοινωνία ως πάθος-μάθος (Κώστας  Παπαϊωάννου), ως αυτόνομη θέσμιση (Κορνήλιος Καστοριάδης), ως ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα (Γιώργος Κοντογιώργης), ως ηπιότητα σκέψης (Jacqueline de Romilly), ως συναμφότερον (Κώστας Ζουράρις) και τέλος ως άθλημα προσωπικών σχέσεων κοινωνίας (Χρήστος Γιανναράς). Με απλά λόγια, όλοι αυτοί οι όροι επιχειρούν στη δική μας ερμηνευτική προσέγγιση να εκφράσουν με τον ένα η τον άλλο τρόπο το μείζον κατόρθωμα της επίτευξης μιας αρμονικής ισορροπίας μεταξύ ατομικού και κοινωνικού. Μέσα δηλαδή από την θεσμική οργάνωση της κοινωνίας, μπόρεσαν να πραγματωθούν  σε σημαντικό βαθμό οι ατομικές δυνατότητες και ελευθερίες, ενώ ταυτόχρονα η ατομική δράση τέθηκε αβίαστα στην υπηρεσία συλλογικών προτεραιοτήτων και αξιών. Αυτή  η αντιστοιχία κοινωνικού και ατομικού προϋποθέτει μια εξαιρετική ωριμότητα,  τόσο για το κάθε άτομο ξεχωριστά, όσο και για τους κοινωνικούς θεσμούς.   
Κάπως έτσι κύλησαν τα πράγματα για την ελληνική κοινωνία για πολλούς αιώνες, ακόμη και όταν εξαιτίας  της ξένης κατάκτησης η πόλη-κράτος δεν μπόρεσε να διατηρήσει  την αυτονομία της, οι ελληνικές κοινότητες που διαμορφώθηκαν κατάφεραν να διασώσουν  και ως ένα βαθμό να πάνε ακόμη πιο πέρα, κάποια από τα σημαντικότερα στοιχεία των εποχών που προηγήθηκαν και που όπως είπαμε έχουν σχέση με την ελευθερία και την αλήθεια της ύπαρξης. 
Τι συμβαίνει  λοιπόν και διακόσια σχεδόν χρόνια μετά την απελευθέρωση, οι Έλληνες αρνούνται να συμμορφωθούν με τους νόμους του κράτους τους και αδυνατούν να λειτουργήσουν ομαλά εντός μιας οποιασδήποτε συλλογικής ένταξης; Γιατί κάθε συλλογική προσπάθεια να είναι καταδικασμένη, από την υπερτροφική εγωπάθεια των Ελλήνων; Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, συνοψίζοντας έρευνες βασικών μελετητών και σχολιαστών της ελληνικής ιστορίας πως το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν κατάφερε να εκφράσει σε επίπεδο θεσμών τους αποκρυσταλλωμένους,  στους ελληνικούς  πληθυσμούς, τρόπους βίωσης της πραγματικότητας . Αντίθετα εισήγαγε μια θεσμική άρθρωση αλλότρια ως προς τις ζώσες κατακτήσεις του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι διαταράχθηκε αυτή η αρμονική ισορροπία μεταξύ ατομικού και κοινωνικού.  Από τη στιγμή που το κοινωνικό έπαυσε να πραγματώνει και να οριοθετεί το ατομικό, το τελευταίο διέκοψε τους δεσμούς μαζί του  και  αναζήτησε τους όρους της πραγμάτωσής  του  στον ίδιο του τον εαυτό, ως υποκατάστατο μιας πάντοτε παρούσας ανάμνησης της κοινωνικής πραγμάτωσης του ατομικού. Πλέον το κοινωνικό η αλλιώς το δημόσιο, δεν συνιστά για τα άτομα ένα πεδίο συλλογικής ευθύνης και δημιουργίας, αλλά έναν χώρο προς ατομική κατάκτηση και ικανοποίηση ναρκισσιστικών επιθυμιών. 
Στη βάση αυτής της υπόθεσης μπορούν να εξηγηθούν δύο τύποι συμπεριφοράς που σχεδόν μονοπωλούν την ατομική διαντίδραση στη δημόσια σφαίρα.  Η πρώτη μπορεί να συσχετιστεί με την ανάληψη από την πλευρά των Ελλήνων μιας καταστροφικής σχέσης με τα δημόσια αγαθά. Θα μπορούσαμε να φέρουμε ως παράδειγμα τη συστηματική φθορά που προξενούν οι μαθητές  στο δεύτερο σπίτι τους, το σχολείο, με κάθε ευκαιρία και ειδικώς στις περιπτώσεις που διεκδικούν τα συλλογικά τους δικαιώματα. Η λογική είναι μάλλον απλή, πρόκειται  για τη βία που προκαλεί η τραυματική παρουσία της αίσθησης της απόσχισης και της ξένωσης, του ατομικού από το κοινωνικό. Κάθε τι που εμπίπτει στη δημόσια σφαίρα, θεωρείται  ξένο ως προς το άτομο και μάλιστα ως κάτι που διεκδικεί πλαστά τον τίτλο του δημόσιου αγαθού. Αφού λοιπόν  δεν πραγματώνει το ατομικό,  του «αξίζει να καταστραφεί». Η δεύτερη χαρακτηριστική συμπεριφορά, προκαλεί στη σκέψη του ψύχραιμου παρατηρητή την εικόνα του άρπαγα και τη συνθήκη της λεηλασίας. Αυτή μπορεί να αποκωδικοποιηθεί  στην  αντίληψη του δημόσιου χώρου, ως αντικείμενου αποκλειστικά ατομικής κατάληψης και ιδιοποίησης. Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε πολλά και ποικίλα παραδείγματα από την αυταρχικότητα  και την ασυδοσία των δημοσίων λειτουργών, επί των πολιτών και  επί της κρατικής περιουσίας, ως την αντίληψη του μέσου Έλληνα οδηγού, για τα απόλυτα του δικαιώματα, έναντι του αυτοκινητόδρομου στον οποίο κυκλοφορεί. 
Η  ανισορροπία μεταξύ ατομικού και συλλογικού, είναι μια από της ουσιωδέστερες πλευρές της παρακμής της ελληνικής κοινωνίας, αυτή που δίνει τροφή σε ένα σύνολο συνδρόμων, όπως αυτά της εγωπάθειας, της μειονεξίας, της ημιμάθειας, του δογματισμού, της ξυπασιάς, του μιμητισμού και τελικά της αποθέωσης του επιφανειακού και ασήμαντου.  Συνάμα μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις βασικές αιτίες της οικονομικής κρίσης, πράγμα που δικαιώνει πλήρως, την πριν από χρόνια διατυπωμένη, παρατήρηση  του Κώστα Αξελού  «Οι άνθρωποι της χώρας αυτής κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν έργο».

Οι προοπτικές διεξόδου και απαγκίστρωσης από τον στροβιλισμό της παρακμής και της φαυλότητας, μπορούν να αναζητηθούν σε πολιτικές και παιδαγωγικές διαδικασίες  αποκατάστασης της  ισορροπίας, μεταξύ κοινωνικού και ατομικού. Ίσως θα ήταν αναγκαίο να σχεδιάσουμε και να στηρίξουμε μοντέλα κοινωνικής ζωής που θα διαπαιδαγωγούν στην θεωρία, μα κυρίως στη πράξη προς αυτή τη κατεύθυνση. Ιστορικά  δεν γνωρίζουμε αρτιότερους θεσμούς για να το πράξουν αυτό, από τους θεσμούς της (άμεσης) δημοκρατίας.  Καμιά άλλη πολιτειακή δομή δεν εξασφαλίζει την ανάπτυξη, σε τέτοιο βάθος, της ατομικής ευθηνής για την συλλογικότητα, όσο η δημοκρατική. Το άτομο μέσα από την καθημερινή ενασχόληση με τα κοινά, αποκτά γνώμη και αναπτύσσει εποπτική προοπτική, ως προς την κοινωνική ολότητα, χωρίς να πολτοποιείται, όπως συμβαίνει με τις μαζικές πολιτικές οργανώσεις της νεότερης και σύγχρονης εποχής.

Πρώτη δημοσίευση: Αντίφωνο, 7-3-2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου