Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ


Πρέπει να ήταν αργά το απόγευμα, τη συνηθισμένη ώρα που ο χρήστης Α΄, ακολουθώντας ένα αυστηρό, σχεδόν ιεροτελεστικό, τυπικό, ελέγχει την ηλεκτρονική του αλληλογραφία, όταν, μεταξύ των πολλών μηνυμάτων που είχε δεχτεί εκείνη την ημέρα, διέκρινε ένα σχεδόν κωδικοποιημένο, που είχε ως αποστολέα τον πολύ στενό διαδικτυακό του φίλο, τον χρήστη Β΄. Το μήνυμα έγραφε «Δ ε ν  υ π ά ρ χ ε ι ς .». Στην αρχή, θεώρησε ότι επρόκειτο για λάθος. «Ναι, αυτό είναι» σκέφτηκε «Λάθος». Δεν ήταν δυνατόν, ο τόσο εγκάρδιος φίλος του, ο άνθρωπος με τον οποίο γέμιζε τόσες ώρες καθημερινής συνοδοιπορίας, να τον κατηγορούσε για κάτι τέτοιο. Ανέμενε μια διόρθωση, μια νύξη έστω από τον φίλο του, ότι δεν είχε  αυτόν ως στόχο η κατηγορία. Εις μάτην. Καμία διάψευση, καμία αναίρεση δεν έλαβε. Όλο αυτό το διάστημα που περίμενε τη διάψευση, στάθηκε γι΄αυτόν μεγάλο σχολείο. Καθώς τρεμόσβηνε, όλο και περισσότερο, η πεποίθηση ότι ο φίλος δεν εννοούσε πραγματικά αυτό που του είχε στείλει ή έστω πως δεν ήταν ο ίδιος ο σωστός παραλήπτης του μηνύματος, ένιωθε σταδιακά να τον διαπερνά η φράση «Δεν υπάρχεις» ως κατηγορία και να τον καθιστά ένοχο και μόνο η ανάγνωσή της.

Άρχισε τότε να απολογείται στον εαυτό του. Προσπαθούσε να βρει αποδείξεις, ότι υπάρχει, ότι είναι αληθινός. Τότε οι αναμνήσεις τον κατέκλυσαν. Σαν να είχε προκαλέσει μια καίρια ρωγμή σ΄ ένα πελώριο φράγμα που συγκρατούσε για δεκαετίες τον ορμητικό ποταμό των βιωμένων του εμπειριών. Πέρασε από μπροστά του ολόκληρη η ζωή. Ώστε είχε αποδείξεις. Μπορούσε με αυτές να πείσει τον εαυτό του ότι η κατηγορία δεν ήταν αληθινή. Ναι αλλά τους άλλους; Τους ανθρώπους εκείνους με τους οποίους μοιραζόταν άπληστα τις ψηφιοποιημένες στιγμές του, πως θα τους έπειθε; Πως μπορούσε να μεταγγίσει το πλήθος των αναμνήσεων που η ψυχή του κουβαλούσε σε ένα μηχάνημα; Κι αν δεν μπορούσε να πείσει τους άλλους, μήπως δεν μπορούσε τελικά να γίνει πιστευτός και από τον εαυτό του, ότι πράγματι υπάρχει;

Τότε σκοτείνιασαν όλα. Το μικρόβιο της αμφιβολίας για τον εαυτό του ρίζωσε σε όλα τα τοιχώματα της σκέψης του; «Μήπως πράγματι δεν είμαι αληθινός» σκέφτηκε. «Μήπως είμαι μια επινόηση τους ψηφιακού κόσμου, ένα πείραμα που διασκέδαζε την ανία του κυβερνοχώρου;»

Ώρες ατέλειωτες έδωσε μάχες με αυτά τα ερωτήματα, χωρίς να καταφέρει ούτε μια τακτική νίκη έναντι του εχθρού. Μήπως έπρεπε να τα παρατήσει; Να αποδεχτεί την κατηγορία που πλέον του επέρριπτε ο ίδιος του ο εαυτός, από τα βάθη της προσωπικής του συνείδησης; Κι αν αποδεχόταν κάτι τέτοιο, τι θα έπρεπε να πράξει μετά; Πως θα μπορούσε να διαχειριστεί την ανυπαρξία του; Στην αρχή πέρασε από το μυαλό του μια φαντασίωση απόλυτης ελευθερίας. «Εάν δεν είμαι τίποτα, μπορώ να είμαι τα πάντα» μονολόγησε. Η σκέψη αυτή δεν κράτησε για πολύ. Μια δεύτερη ακολούθησε. «Εάν δεν είμαι τίποτα, πώς μπορώ να αισθανθώ την ελευθερία;». «Αν δεν υπάρχω, πως θα μπορούσα να σκεφτώ ότι δεν μπορώ να αισθανθώ την ελευθερία;»… «Μα αν μπορώ αυτή τη στιγμή να σκέφτομαι, πως γίνεται να μην υπάρχω;». Το συμπέρασμα αυτό ήταν συντριπτικό για την ενοχή που ήταν έτοιμη να ολοκληρώσει το καταστροφικό της έργο μέσα του. 

Η σκέψη αυτή του έδωσε τεράστια αυτοπεποίθηση. Ήταν πλέον ικανός να αποδείξει στον εαυτό του ότι υπάρχει ανεξάρτητα από το τι λένε οι άλλοι. Σηκώθηκε από την καρέκλα που ήταν καθηλωμένος ώρες ολόκληρες, αποφασισμένος να δείξει στους άλλους τι σημαίνει να υπάρχεις, να είσαι αληθινός. Άνοιξε το παράθυρο και μαζί τους πνεύμονές του, για να υποδεχτεί το δροσερό αεράκι του φθινοπωρινού πρωινού. Η στομφώδης και γεμάτη αυτοπεποίθηση εισπνοή, έδωσε τη θέση της σε μια άκρως απαξιωτική προς τον κόσμο εκπνοή. Ναι! Βέβαια! Απαξίωση και αηδία, για τον κόσμο που παραλίγο να τον πείσει ότι δεν υπάρχει.

Έπρεπε να αφοσιωθεί σε αυτό που τώρα φάνταζε ιερό του καθήκον. Έπρεπε να εκδικηθεί τον επίδοξο φονιά του, τον εξάγγελο της ανυπαρξίας του. Ήταν η ώρα της λυσσαλέας αντεπίθεσης. Μόνο που κανένας κατήγορος δεν είχε υπάρξει, όπως και κανένας αποστολέας, όπως τελικά και κανένας φίλος Β΄. Ο φίλος, το μήνυμα, η κατηγορία, ακόμη κι αυτός, το ίδιο το θύμα, ήταν μια επινόηση…


Σωτήρης Αμάραντος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου