Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Σωτήρης Αμάραντος κ΄ Πέτρος Ιωάννου ακροβατούν στους 90,1 fm








Σωτήρης Αμάραντος ,υπ.διδάκτωρ στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο κ' Πέτρος Ιωάννου στον Σπορnews 90,1fm της Λάρισας στους ''ακροβάτες του ονείρου'' 12/7/17

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Σ. Αμάραντος: Αρχομανείς αντιεξουσιαστές στην εξουσία.

Σωτήρης Αμάραντος



Ίσως δεν μας έχουν προβληματίσει, τουλάχιστον όσο θα έπρεπε, οι μορφές αντίδρασης των μελών της κυβέρνησης της Αριστεράς, ενώπιον της καταστατικής θέσης που κατέχουν στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας της χώρας. Μια εξήγηση που θα ήταν προσηλωμένη αυστηρώς στα χαρακτηριστικά της ατομικής ψυχολογίας των δρώντων, δεν θα μπορούσε να αποκωδικοποιήσει το κοινό πρόσημο που υποβαστάζει αυτές τις αντιδράσεις και το οποίο παραπέμπει ακολούθως σε μια κοινή δομή σκέψης.

Στους έναρθρους  κανιβαλισμούς της λογικής, ανιχνεύεται μια ροπή των μελών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάζουν τον εαυτό τους, στην κοινή γνώμη, υπό την ιδιότητα του «αντιεξουσιαστή στην εξουσία». Θα μπορούσε κάποιος βέβαια να υποθέσει, ότι πρόκειται απλά για μια επικοινωνιακή στρατηγική, η οποία θέτει ως σκοπό της να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που προκαλεί το πραγματικό κυβερνητικό έργο στις συνειδήσεις των πλέον εύπιστων ψηφοφόρων της Αριστεράς. Χωρίς να αποκλείεται η εξήγηση της επικοινωνιακής στρατηγικής, θεωρούμε πως στις συμπεριφορές αυτές επιδρά μια άλλη αιτία με μεγαλύτερο οντολογικό βάθος.

Με μια πρώτη ματιά, η ιδιότητα του «αντιεξουσιαστή στην εξουσία», φαντάζει ως λογικό ολίσθημα, ως λεκτική ακροβασία, διότι επιχειρεί να συνθέσει δυο αμοιβαία αναιρούμενες  ιδιότητες.                               
Αφενός παρατηρούμε μια τάση αρχομανίας, η οποία ενίοτε λαμβάνει ακόμη και τη μορφή του αυταρχισμού:
1)«Θα βγάλετε τον σκασμό επιτέλους; Βγάλτε τον σκασμό. Σκάσε, σκάσε» (Διορισμένος Πρόεδρος της ΕΡΤ).
2)«Έπρεπε να τον χώσω τρία μέτρα κάτω από το χώμα» (Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας).

Αφετέρου μια τάση τουλάχιστον συνθηματολογικής  απόρριψης της εξουσίας:
1)«Και τι κακό έχουν οι μολότοφ;» (Πρωθυπουργός).
2)«Επιπλέον, είμαι από τη φύση μου κατά βάθος αντιεξουσιαστής...». (Αναπληρωτής Υπουργός αρμόδιος για θέματα διαφθοράς.)*
3)«Τους τραμπούκους δεν τους φοβηθήκαμε στη δικτατορία, δεν θα τους φοβηθούμε τώρα...».(Υφυπουργός μεταναστευτικής πολιτικής)
4) Κάλεσμα σε απεργία, κατά των πολιτικών που εφαρμόζει η κυβέρνηση ΣΥΡΥΖΑ. (Ανακοίνωση ΣΥΡΙΖΑ)

Το σύνολο αυτών των αντιφατικών συμπεριφορών, θα μπορούσαν να συνοψιστούν με την μορφή των ακολούθων ερωτημάτων: Πως μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ενώπιον της κριτικής που τους ασκείται αδυνατούν να κάνουν διάλογο, εκλαμβάνοντάς την ως επιθετική ενέργεια, που αμφισβητεί τα «νόμιμά» τους δικαιώματα να κυβερνούν χωρίς να αμφισβητούνται; Γιατί έχουν την ανάγκη να επικαλούνται την ιδιότητα του αντιεξουσιαστή και να υιοθετούν την ταυτότητα του πολιτικά διωκόμενου (ίσως δε και να τη βιώνουν ως τέτοια), επαναφέροντας μνήμες του παρελθόντος, όπου η Αριστερά βρισκόταν στην παρανομία, ενώ προσάπτουν αδιακρίτως στον διαφωνούντα την ιδιότητα του χουντικού διώκτη; Πως συμβιβάζεται άραγε, η πανίσχυρη επιθυμία παραμονής τους στην κυβέρνηση και ταυτόχρονα η λεκτική τουλάχιστον αποστροφή προς την εξουσία; 

Είναι κατά τη γνώμη του γράφοντος απαραίτητο, η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα, να αναζητηθεί σε δυο πηγές κατανόησης. Η πρώτη αφορά το πεδίο της ιστορίας και ειδικότερα τη βιογραφία της αριστεράς στη χώρα και η δεύτερη, την εσωτερική σύγκρουση που διέπει τη συλλογική προσωπικότητα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ της κομμουνιστικής ουτοπίας και της καπιταλιστικής πραγματικότητας ή με άλλα λόγια, μεταξύ των ιδεών της αταξικής κοινωνίας της ισότητας και της δίχως κράτος ατομικής ελευθερίας και της άτακτης προσαρμογής στους ωμούς νόμους της καπιταλιστικής αγοράς.

Αρχίζοντας με την ιστορική ερμηνεία, θα λέγαμε πως η δια μακρών παραμονή της Αριστεράς, αρχικά στην παρανομία και στη συνέχεια στους ταπεινούς προθαλάμους της εξουσίας (Αρχικά ως Συνασπισμός και στη συνέχεια ως ΣΥΡΙΖΑ του 3%), διέστρεψε την απλή επιθυμία για εξουσία, σε βούληση τυραννίας επί της κοινωνίας. Η βούληση τυραννίας μετακενώθηκε, με τους γνωστούς κοινωνιολογικούς μηχανισμούς ως βίωμα και στις νέες γενεές στελεχών που εντάχθηκαν στον κομματικό μηχανισμό, όπως επίσης και στους συνεργαζόμενους πολιτικούς φορείς.

Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη πηγή, η οποία στοιχειοθετείται από την εσωτερική ένταση μεταξύ κομμουνιστικής ιδεολογίας και καπιταλιστικής πρακτικής θα πρέπει να διευκρινίσουμε τα εξής: Πρώτον, ότι πάνω από κάθε προσέγγιση αριστερού προσανατολισμού, ρίχνει τη σκιά της η ηγεμονική παρουσία του Κάρολου Μαρξ και η αρχετυπική σύλληψη από τον ίδιο της οικονομίας και της πολιτικής.  Δεύτερον, όσο κι αν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν απομακρυνθεί από τις αρχές του κλασικού μαρξισμού, δεν μπορούν να αναιρέσουν το σημείο εκκίνησης και άρα τους καταγωγικούς δεσμούς της ιδεολογίας τους. Τρίτον, η αποδοχή για λόγους ρεαλισμού του συλλογικού τους συμφέροντος των όρων της φιλικής προς τον σύγχρονο καπιταλισμό άσκησης της πολιτικής, θέτει ένα θεμελιώδες υπαρξιακό πρόβλημα στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Πως μπορεί να διατηρηθεί η προσήλωση στην αριστερή ιδεολογία, όταν η πολιτική του πρακτική προσδιορίζεται επί τη βάσει των καπιταλιστικών κανόνων της αγοράς. Τέταρτον, η εσωτερική αυτή ένταση οδηγεί στην ανάδυση ενοχικών συμπλεγμάτων τα οποία υπεραναπληρώνονται μέσα από την ασυνέπεια λόγων και πράξεων. Επιχειρηματολογούν αντιεξουσιαστικά και πράττουν καπιταλιστικά. Πέμπτον, η αντιεξουσιαστική βούληση για εξουσία, στηρίζεται στο αρχέτυπο αφήγημα του μαρξισμού, σύμφωνα με το οποίο, η διατυπωθείσα θεωρία του ιστορικού υλισμού, εκλαμβάνεται ως δόγμα, το οποίο φανερώνει τον μεσσιανικό ρόλο του νέου «περιούσιου λαού» του προλεταριάτου και των γνήσιων εκφραστών του, των κομματικών ταγών που ενσαρκώνουν πάντοτε και αποκλειστικά τα συμφέροντά του (ανεξαρτήτως αν οι πραγματικοί προλετάριοι συμφωνούν ή διαφωνούν σε αυτό το σημείο).


Πρόκειται με άλλα λόγια, για τη μεταφυσική θεμελίωση των όρων της αριστερής ολιγαρχίας, την οποία δείχνουν να ασπάζονται πλήρως τα κυβερνητικά στελέχη. Σύμφωνα με τη μαρξιστική ερμηνευτική, το προλεταριάτο που ως μεταφυσική κατηγορία, ως περιούσιος λαός, είναι συνυφασμένο αναγκαστικά με την κομματική του ηγεσία**, κατά τη διάρκεια του συνόλου της ιστορικής κίνησης, που προηγείται του τελικού σταδίου του κομμουνιστικού μετασχηματισμού (ανώτερη φάση του σοσιαλισμού), χαρακτηρίζεται από την εις βάρος του ασκούμενη εκμετάλλευση και αλλοτρίωση. Εντός της ευρύτερης προ-μεσσιανικής περιόδου ταξινομείται και η φάση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ώστε ακόμη και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του***, το προλεταριάτο και κυρίως η πολιτική του εκπροσώπηση, που συνιστά την πιο προχωρημένη ομάδα του, είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τον εαυτό της από τη θέση του διωκόμενου και του αντιεξουσιαστη στην εξουσία. Καθίσταται εφικτός, με αυτόν τον τρόπο, ένας διακανονισμός στη σύγκρουση που περιγράψαμε, ο οποίος εξασφαλίζει μια νοσηρή μεν αποτελεσματική δε ισορροπία μεταξύ αντιφατικών λόγων και πράξεων στη συλλογική προσωπικότητα της κυβερνώσας Αριστεράς. 




*Αν και ο συγκεκριμένος Αναπληρωτής Υπουργός δεν προέρχεται τυπικά από τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, εντούτοις αναπαράγει την κυρίαρχη λογική που συναντά κανείς στους κόλπους του συγκεκριμένου κομματικού μηχανισμού. 
** Καρλ  Μαρξ, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ΔΟΛ, Αθήνα, 2010. Σελ. 37, «Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα λοιπά προλεταριακά κόμματα για δυο λόγους…Και, δεύτερον, επειδή στα διάφορα στάδια της εξέλιξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη εκπροσωπούν πάντοτε το συμφέρον του κινήματος στην ολότητά του.»
***Εάν ακόμη και στην ιστορική φάση της δικτατορίας του προλεταριάτου, η κομματική ηγεσία του, είναι σε θέση να οικειοποιείται και να χρησιμοποιεί τον ρόλο του διωκόμενου αντιεξουσιαστή, πόσο μάλλον, κάτι τέτοιο είναι εύκολο να συμβαίνει στη φάση κατά την οποία ένα αριστερό κόμμα αναλαμβάνει να διαχειριστεί τη μοίρα μιας καπιταλιστικά οργανωμένης χώρας.