Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Σωτήρης Αμάραντος: Ο απόηχος του περιθωρίου και οι βιογραφίες της σκιάς

Σωτήρης Αμάραντος

Όπως μπορούμε σήμερα καλώς να γνωρίζουμε, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών, έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους σκληρές μορφές ανισότητας και ετερονομίας. Κοινωνικά μορφώματα και πολιτικά καθεστώτα που εμπόδισαν με κάθε τρόπο την ελεύθερη έκφραση και ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Η καταπίεση της προσωπικότητας, ο χωρισμός δηλαδή του ανθρώπου από «αυτό που μπορεί», συνιστά ένα λίγο ή πολύ σταθερό γεγονός, που προηγείται σαφώς των ταξικών ανταγωνισμών, όπως βέβαια και της θεωρητικής τους ανακάλυψης κατά τον 19ο αιώνα. Άλλωστε η ιστορία της καταπίεσης έχει παρουσία ίση με την ηλικία της ανθρωπότητας, έστω κι αν ορισμένες κοινωνίες μπόρεσαν να μετριάσουν ή να απελευθερώσουν την ανθρώπινη σκέψη και πράξη. 
Γενικά μιλώντας, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το φαινόμενο αυτό ως μια σχετικά συντεταγμένη απόπειρα καθήλωσης του νου, της ψυχής και του σώματος στην κυρίαρχη λογική του κοινωνικού συστήματος. Η καθήλωση αυτή βρίσκει μορφολογικά την κορύφωσή της σε δυο εκδοχές που αποτελούν ταυτόχρονα και τα όρια της. Η πρώτη σχετίζεται με την πλήρη ενσωμάτωση στην κυρίαρχη λογική, η οποία καταπνίγει κάθε στοιχείο που αρνείται την υποταγή στα καθιερωμένα καλούπια του κοινωνικού ιδανικού. Ένας τέτοιου είδους συμβιβασμός διασώζει το υποκείμενο από τις πιθανές βιολογικές, ψυχολογικές και οικονομικές συνέπειες της στέρησης, αλλά αφαιρεί από τη συνείδηση την ελευθερία και τη δημιουργικότητα, κατ΄ουσίαν χωρίζει τον άνθρωπο από τη μέγιστη κατάκτηση της ύπαρξής του, που αποτυπώνεται σημειολογικά  στην όρθια στάση! Του ζώου που ατενίζει με δέος και σθένος τον ορίζοντα του βίου του, που ομιλεί, σκέπτεται, αναιρεί τη σκέψη του και δρα! Η άλλη οριακή κατάσταση της φίμωσης, στην προσπάθειά της να διατηρήσει όλα τα προηγούμενα χωροθετείται από την κοινωνία στο «εσωτερικό ενός εξωτερικού», στο περιθώριο των κοινωνικών σχέσεων, εκεί όπου το ιδιοφυές διασταυρώνεται με το παράδοξο και όπου οι όποιες αρχειοθετήσεις του κυρίως κόσμου, αφού αρθούν, προκαλούν στο κάτοπτρο ετούτης της σύνθεσης ένα στιγμιαίο λυτρωτικό καγχασμό. Φυσικά, τα όρια του κόσμου εξακολουθούν να σημαίνουν με αρνητικό τρόπο τη συνύπαρξη, ακόμη και για την πιο μοναχική και ελεύθερη συνείδηση. Τελικώς το τελωνείο του κόσμου, για να σε κάνει μέτοχο στις χάρες και τις χαρές του, θα ζητήσει ως ενέχυρο εκείνο που σε κάνει επικίνδυνο για την τάξη των πραγμάτων του. 
Ίσως θα ήταν χρήσιμο στο σημείο αυτό, να μιλήσουμε για τις αναγκαίες εκείνες προϋποθέσεις της συλλογικής αυτοσυντήρησης, οι οποίες και καθιστούν υποχρεωτικό, ένα κάποιο οργανωτικό κλείσιμο των θεσμών. Μια τέτοια όμως ερμηνευτική, πέρα από μια γενική νόρμα που ισχύει για κάθε πολιτισμό, δεν μπορεί να εξηγήσει, την ποικιλία, το εύρος και την ένταση όλων εκείνων των μορφών ετερονομίας που επικρατούν κάθε φορά. Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, στο βιβλίο του «Έρως και πολιτισμός», κάνει μια αξιόλογη προσπάθεια, χρησιμοποιώντας στον σκληρό πυρήνα του βιβλίου του κοινωνιολογικά επιχειρήματα, να απαντήσει στο βασικό πρόβλημα που είχε θέσει, μερικές δεκαετίες νωρίτερα, ο Φρόυντ. Στο έργο του «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» ο πατέρας της ψυχανάλυσης πραγματεύεται το ζήτημα του πολιτισμού, στη σχέση του με τη ψυχική ατομικότητα και τα παράγωγά της, συναισθήματα δυστυχίας. Η σύγκρουση των ψυχικών ενορμήσεων, με τις ορίζουσες της κοινωνίας είναι επιβεβλημένη για τη διατήρηση και πρόοδο του πολιτισμού. Η σημαντική αυτή προσέγγιση, η οποία δεν αντλεί την καινοφάνειά της, τόσο από τη σύλληψή της ιδέας της σύγκρουσης, μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, αλλά απο τη ψυχαναλυτική της θεμελίωση, αγνοεί την κοινωνική πολυπλοκότητα του φαινομένου της ετερονομίας. Ο Φρόυντ, αποδίδοντας καθολική ιστορική ισχύ, στα χαρακτηριστικά της οργάνωσης  των δομών της κοινωνίας που τον περιβάλλει, όχι μόνο καθηλώνει και συρρικνώνει το παρελθόν της ανθρωπότητας, αλλά της αρνείται και ένα διαφορετικό μέλλον. Το συγγραφικό εγχείρημα του Μαρκούζε στοχεύει ακριβώς να αποκαταστήσει την προοπτική ενός καλύτερου, για την ανθρωπότητα, μέλλοντος.
Η κοινωνική επιστήμη και φιλοσοφία, μέχρι σήμερα, έχει αναλύσει ικανοποιητικά, κάτω από διαφορετικές προσεγγίσεις, τους μηχανισμούς της κοινωνικής αναπαραγωγής των κυρίαρχων δομών, όπως και τις αποκλείσεις από αυτές. Στη δική μας προβληματική, ο στόχος δεν είναι η ανάδειξη του κανόνα. Αν κάτι καθοδηγεί το στοχαστικό μας ενδιαφέρον είναι η εξαίρεση. Πέρα από τις μαζικές και αφηρημένες κατηγορίες τόσο του κυρίαρχου κόσμου, όσο και του κοινωνικού αποκλεισμού, αναζητούμε προσωπικές βιογραφίες που με τη στάση ζωής και με το έργο τους έθεσαν, έναντι της σύγκρουσης ατόμου και κοινωνίας, πολύ περισσότερα ερωτήματα από αυτά που θα μπορούσαν να απαντήσουν. Δεν είναι εύκολο να  αποφανθούμε, για το αν τέτοιου είδους ατομικές πορείες μπορούν να αποτελέσουν το προοίμιο μιας ιστορικής εξέλιξης, η οποία θα συντονίσει τις ανθρώπινες σχέσεις προς μια εντελώς άλλη μορφή κοινωνικότητας ή εάν πρόκειται για τους καταραμένους προφήτες ενός μέλλοντος καταδικασμένου να εκλείψει πριν καν υπάρξει. Έτσι στη χειρότερη των περιπτώσεων, η μετά το θάνατο διάδοση της φήμης τους, μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί ως το άλλοθι της φωτεινής και πολυσύχναστης πλευράς του κόσμου, απέναντι στο περιθώριο που τους είχε καταδικάσει. 
Από ένα σύνολο περιπτώσεων όπου η ιστορία μας παρέχει, θα επιλέξουμε τρεις, όχι τόσο γιατί αυτές αποτελούν τις αντιπροσωπευτικότερες, σε ένα πεδίο μελέτης όπου δεν υπόκειται εύκολα σε κανόνες, αλλά διότι θεωρούμε πως διευκολύνουν τη διείσδυση της σκέψης μας στους σκιώδεις δρόμους του περιθωρίου. Πρόκειται πράγματι για τρεις ιδιαίτερες προσωπικότητες που βίωσαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες τη μυσταγωγία της σκιάς, το χάος που «τιμωρεί» όποιον υπερβαίνει (έστω και χωρίς καμιά διάθεση υπαρκτικής ύβρεως) τον πάγιο χαρακτήρα των κοινωνικών συστημάτων. Τα πραγματολογικά στοιχεία του περιθωρίου, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε ότι διαχωρίζονται από τις ποιότητες του κόσμου, αντίθετα είναι η σχετικά μη διευθετημένη εκδοχή του. Κατ΄αναλογία λοιπόν, οι άνθρωποι που χρεώνονται το βάρος του περιθωρίου απηχούν, με τον τρόπο της σχετικής αταξίας, τους διχασμούς και τις αντιφάσεις του κόσμου και της εποχής τους. 
Θα ξεκινήσουμε με τον Μαξ Στίρνερ. Γεννήθηκε στις αρχές του 19ου  αιώνα στη Βαυαρία. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τη ζωή και η ιδιοσυστασία των στοχασμών του, τον τοποθέτησε υπό την αυστηρά περιοριστική προοπτική μιας πνευματικής και κοινωνικής απομόνωσης. Η συνεισφορά του Στίρνερ στο πεδίο του στοχασμού, που αρθρώνεται με ένα άκρως προκλητικό περιεχόμενο, αρχίζει και τελειώνει, εάν εξαιρέσει κανείς την κατά καιρούς αρθρογραφία του, με την έκδοση του βιβλίου του «Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του»(1844). Εκεί  αναπτύσσει ως τις έσχατές της συνέπειες, τη φιλοσοφία της ελευθερίας του ατόμου. Η πλήρης άρνησή του να υποταχτεί σε θρησκευτικού ή κοσμικού τύπου ηθικές επιταγές και το ιδεολογικό πρόταγμα του εγωισμού, δηλώνουν, αν και κάπως όψιμα, την εξέγερση του σύγχρονου ανθρώπου από τον ολοκληρωτισμό των εξουσιαστικών δομών και των μαζικών συστημάτων κάθε είδους και προμηνύουν το μηδενισμό. Το ιδεώδες του απολυτοποιημένου Εγώ επιβεβαιώνει την αδιέξοδη φυγή του Στίρνερ από τον κόσμο: «Για μένα, τίποτε δεν βρίσκεται πάνω από μένα!». Η τελευταία δεκαετία της ζωής του στιγματίστηκε από την κοινωνική ανυποληψία, την οικονομική εξαθλίωση και την απομόνωση.  
Ο δεύτερος είναι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ένας εξαιρετικά προικισμένος κριτικός της λογοτεχνίας, όπως ήθελε να αυτοπροσδιορίζεται, μα που όπως αναφέρει η Χάννα Άρεντ, στο βιβλίο της «άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς», πολύ δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να τον τοποθετήσει σε κάποια συμβατική κατηγορία. Οι φιλίες του μετρημένες, τα πάθη, που πυροδότησαν τα γραπτά του, έντονα.  Πολύ πριν διαφύγει από τη χιτλερική Γερμανία, ο γερμανοεβραϊκής καταγωγής Μπένγιαμιν, είχε νιώσει βαθιά μέσα του τον ασύμπτωτο, ως προς τις κυρίαρχες ιεραρχήσεις, τρόπο να αφουγκράζεται  τον εαυτό του και τους άλλους. Είχε ήδη επιλέξει τα μικροπεριστατικά και τα μικροπράγματα της καθημερινότητας ως σημεία φανέρωσης των βαθύτερων αληθειών του κόσμου. Μια τέτοια θέαση όμως έβρισκε εμπόδια σε όλες τις πτυχές του θεσμισμένου πραγματικού και σχεδόν κανένα λιμάνι δεν ήταν έτοιμο, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, να δεχτεί τη στόχευση, την πολυπλοκότητα και το ύφος της γραφής του.  Ένας πνευματικός δημιουργός που χρησιμοποιούσε τη μαρξιστική μέθοδο, χωρίς να αποδέχεται τον ιστορικό υλισμό, ενώ ταυτόχρονα αναζητά απροκάλυπτα το μεσσιανικό στοιχείο, χωρίς να παραδίδεται στη θρησκευτική πίστη, ας αναρωτηθούμε σε ποιον κόσμο θα μπορούσε να είναι ευπρόσδεκτος. Η συνδυαστική παρουσία των κοινωνικών αναχωμάτων και της κακής συγκυρίας, τον φέρνουν αντιμέτωπο με το σημαντικότερο δίλλημα της ζωής του. Όταν οι Ισπανοί κρατικοί αξιωματούχοι του αρνούνται, στα σύνορα Ισπανίας-Γαλλίας, να του χορηγήσουν άδεια εισόδου στη χώρα τους, την οποία θα χρησιμοποιούσε ως ενδιάμεσο σταθμό πριν καταλήξει στην Αμερική, για να γλυτώσει οριστικά από την ναζιστική φρίκη, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Ήταν  Σεπτέμβριος του 1940. 
Η τρίτη περίπτωση παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον. Πρόκειται για τον Έλληνα φιλόλογο, λογοτέχνη και κριτικό της λογοτεχνίας, Ρένο Αποστολίδη. Πολύ νωρίς ανέπτυξε έναν ισχυρό και ασυμβίβαστο χαρακτήρα, ο οποίος τον συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμη και σε εγχειρήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, για εμάς τους απλούς παρατηρητές, ως αντινομικά.  Υπήρξε ένα ανεπανάληπτο κράμα διανοητικής ορμητικότητας, κριτικής αυστηρότητας, αντισυμβατικότητας και ευαισθησίας. Σχεδόν σε όλη του τη ζωή πλήρωσε ακριβά, με διάφορες διώξεις και αποκλεισμούς, τη βαθύτερη  συνειδησιακή ανάγκη της αυτονομίας. Ο Ρένος Αποστολίδης, εκτός από ένα σημαντικό και πολυδιάστατο έργο, που αποτυπώνεται σε εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες, μας αφήνει και ένα σύνολο πράξεων μέγιστου πνευματικού και πολιτικού συμβολισμού. Σε αυτές θα μπορούσε κανείς να συμπεριλάβει την άρνησή του να κάνει χρήση του όπλου του, κατά την εξαναγκαστική του στράτευση στον εμφύλιο πόλεμο , καθώς και την υποκίνηση πλήθους και τελικώς την εισβολή στην ελληνική βουλή τον Ιούλιο του 1964.  Για την πράξη του αυτή τιμωρήθηκε σκληρά, τόσο από την πολιτική εξουσίας και τον οικείο σε αυτήν τύπο, με επιθέσεις που είχαν ως στόχο την ηθική του εξόντωση, κατά την περίοδο της προφυλάκισής του, όσο και με τον εγκλεισμό του στις φυλακές ως συνέπεια της καταδικαστικής απόφασης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η κοινωνική απομόνωση που του είχαν επιβάλλει άρχισε κάπως να κάμπτεται, όχι βέβαια χωρίς κάποια, σκοπιμότητα από την πλευρά του συστήματος κυριαρχίας, όπως θα μπορούσε με την κοφτερή του κρίση και με τη συνοδεία ενός σκωπτικού χαμόγελου να σχολιάσει και ο ίδιος.

Τρεις τόσο διαφορετικοί τύποι προσωπικότητας που αντιμετώπισαν με θάρρος και ορμητικότητα τα αδιέξοδα του περιθωρίου, όπου διατήρησαν, σε πολλές περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, το οδυνηρό προνόμιο του μη συμβιβασμού, δίνοντας τη μάχη μέχρι τέλους, με τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς τους δαίμονες, ακόμη κι αν ήξεραν ότι θα ήταν τελικώς οι χαμένοι. Αυτό που μπορούμε να αντλήσουμε από τις τρεις αυτές βιογραφίες, δεν είναι η ταυτιστική ανάγκη που τροφοδοτεί μιμητικές πράξεις του παραδείγματός τους, το οποίο σε πολλές του πτυχές, ίσως και να μας βρίσκει αντίθετους, αλλά η αίσθηση των ποικίλων δυνάμεων που δύναται να απελευθερώσει αποκαλυπτικά και δημιουργικά ο άνθρωπος, όταν η ζωή τον φέρνει αντιμέτωπο με κάτι που είναι τερατωδώς ισχυρότερο.

Πρώτη δημοσίευση: Αντίφωνο, 2-2-2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου