Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Παρουσίαση βιβλίου Γιώργου Κοντογιώργη: ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ





Ανοιχτή συζήτηση στο Πόλις Art Café, στις 13.12.2017, με αφορμή το νέο βιβλίο τού Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη «Γνώση και Μέθοδος», εκδόσεις ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Αθήνα, 2017, και με τη συμμετοχή του Υπ. Διδάκτορα στην Πολιτική Φιλοσοφία του Ιονίου Πανεπιστημίου κ. Σωτήρη Αμάραντου, επιμελητή της έκδοσης.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Σωτήρης Αμάραντος: Παρουσίαση των βιβλίων του Δημοσθένη Δαββέτα.*

Σωτήρης Αμάραντος

Α) Θα ήθελα να αρχίσω τον λόγο μου, για το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Δαββέτα «Λιτανεία για ένα άστρο», με μια σκανδαλώδη, για τους πεζούς καιρούς που διανύουμε, διαπίστωση, η οποία απαντά στο ερώτημα «γιατί μας αφορά ένα τέτοιο βιβλίο»:

Όλοι ασκούμε τον φιλοσοφικό στοχασμό χωρίς απαραίτητα να το συνειδητοποιούμε.  Η φιλοσοφία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, έναν κεντρικό κλάδο που ονομάζεται οντολογία, ο οποίος ασχολείται με τα όντα και το Είναι των όντων. Την κάθε σκέψη και πράξη μας υποβαστάζει μια οντολογική αρχή, ένας σκοπός και ένα νόημα. Ακόμη και στις πιο απλοϊκές και παιδαριώδεις συμπεριφορές μας, παρίσταται, ως μακρινός απόηχος, η φιλοσοφική σφραγίδα μιας ή περισσοτέρων κεντρικών αντιλήψεων για τα όντα. Αρά, ο άνθρωπος είναι ένα ον που βρίσκεται υπό την επήρεια της φιλοσοφίας ακόμη κι όταν δεν το επιδιώκει. Την ίδια στιγμή, η άσκηση και η προώθηση του συστηματικού φιλοσοφικού στοχασμού, συνιστά μια συνειδητά κοπιαστική, πειθαρχημένη και έλλογη απόπειρα του ανθρώπινου υποκειμένου να αναμετρηθεί με τα πρώτα και τα έσχατα ερωτήματα της ύπαρξης και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας κάποιας επαφής με το αληθές.     

Δίπλα σε αυτή τη συνιστώσα του πνεύματος που ονομάσαμε φιλοσοφία, μπορούμε να τοποθετήσουμε και μια άλλη κατάσταση του πνεύματος που ονομάζεται ποίηση. Η ποίηση προέρχεται από το ρήμα ποιώ, που σημαίνει δημιουργώ. Η δημιουργία μπορεί να είναι τόσο υλική όσο και διανοητική. Μπορεί όμως να είναι και τα δύο. Όλοι μας, σε κάποια φάση της ζωής μας, νιώσαμε το αίσθημα της δημιουργίας, ακόμη κι όταν δεν επιδιώκαμε ρητά να δημιουργήσουμε τίποτε. Σε αντίθεση από την ακαδημαϊκή φιλοσοφία, η οποία στηρίζεται σε μια αυστηρή μέθοδο, καθώς και στη συστηματική παράθεση  λογικών επιχειρημάτων, η ποίηση λειτουργεί σχεδόν ακαριαία. Διακρίνεται κατά κανόνα από τη συντομία της και την άμεση πρόσβαση στο ζητούμενο νόημα. Από τη στιγμή που η ποίηση είναι δημιουργία, ταυτόχρονα δημιουργεί τα όντα και αποκαλύπτει το Είναι τους. Άρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνεπάγεται μια κεντρική φιλοσοφική διάσταση. Δηλαδή η δημιουργία των όντων και η αποκάλυψη του Είναι τους,  μας φέρνει σε  επαφή με το Αληθές. 

Πέρα από τη φιλοσοφία και την ποίηση, θα ήταν καλό να αναγνωρίσουμε μια τρίτη κατάσταση του πνεύματος που λέγεται σοφία. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο σοφία, αναφερόμαστε στη σπάνια εκείνη κατάσταση του πνεύματος, σύμφωνα με την οποία, ένα άτομο βρίσκεται σε άμεση επαφή με την αλήθεια των όντων και του Είναι.

Συμπερασματικά η σοφία βρίσκεται στο τέλος των διαδρομών τόσο της φιλοσοφίας όσο και της ποίησης. Παραπέμπει σε ένα είδος απελευθέρωσης από τις αναγκαιότητες της καθημερινότητας, σε μια πληρότητα ύπαρξης και σε μια ένωση με την αλήθεια, που κατορθώνει την υπέρβαση της πεπερασμένης διάστασης της ζωής και την εναρμόνιση του έσω εαυτού με τον σύμπαντα κόσμο. Έτσι η σοφία ως σκοπός, είναι απελευθερωμένη από τις ταπεινές μέριμνες της τρέχουσας ζωής, από τις οποίες δεν έχουν απαλλαγεί εντελώς η φιλοσοφία και η ποίηση, όπως: από τον εγωισμό, από τον δογματισμό, από τη φιλοδοξία αναγνώρισης και κυριαρχίας και από ένα σύνολο άλλων χαρακτηριστικών που πολλές φορές αναγκάζουν τη φιλοσοφία και την ποίηση να ξεστρατίζουν από τον βασικό τους σκοπό.
Μετά από αυτές τις θεωρητικές επισημάνσεις, θα έλεγα ότι μπροστά μας βρίσκεται ένα βιβλίο φιλοσοφικής ποίησης, το οποίο επιδιώκει να εισέλθει στη σφαίρα της λυτρωτικής πληρότητας που συνεπάγεται η υπαρξιακή κατάσταση της σοφίας.

Όντως, διασχίζοντας τις σελίδες αυτού του βιβλίου, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ορισμένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που τέθηκαν στο επίκεντρο του ποιητικού και  φιλοσοφικού προβληματισμού ήδη από τις απαρχές τους.

1)Πιο συγκεκριμένα μπορούμε να εντοπίσουμε το ζήτημα της αναζήτησης των υπαρξιακών ορίων του ανθρώπου.
Γράφει ο ποιητής:
«Αυτοπαρατηρούμαι και παρατηρώ συνέχεια. Αιωρούμενος ανάμεσα στον εαυτό μου και τον κόσμο. Σε σημείο που δεν γνωρίζω καν αν προϋπήρχα ή όχι του εαυτού μου» (σελ. 63)

2)Ένα άλλο πολύ σημαντικό πρόβλημα, με το οποίο δοκιμάζει την πνευματικότητά του ο Δημοσθένης Δαββέτας, αφορά τη διευθέτηση της σχέσης μεταξύ επιθυμιών και λόγου εντός του ανθρώπινου υποκειμένου:
«Η δύναμη, τονίζει, ο ποιητής, δεν είναι να ακρωτηριάζεις την επιθυμία σου, αλλά να την κάνεις πράξη διαρκείας.»

3)Ένα ακόμη κεντρικό ζήτημα, με το οποίο μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή διαβάζοντας τη «Λιτανεία για ένα Άστρο», αφορά την αναμέτρηση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, υποκειμενικής ύπαρξης και αντικειμενικού κόσμου.
«Η αυτογνωσία που οδηγεί στη μοναξιά είναι μια Πύρρειος νίκη» (σελ. 52)

4)Ο έρωτας και ο θάνατος κατέχουν τη δική τους περίοπτη μεν διακριτική δε θέση στο βιβλίο αυτό.
Έτσι στη σελίδα 18 διαβάζουμε πως: «Η ποίηση είναι η λιτανεία του έρωτα» ενώ στη σελίδα 15 ότι :«Ο αυτόχειρας υπακούει στη δική του αξιοπρέπεια»

5)Η διάσταση της ελευθερίας και της αναπαλλοτρίωτης επιθυμίας για προσωπική ετερότητα, είναι ένα ακόμη κομβικό θέμα που μου έκανε εντύπωση στο βιβλίο αυτό.
«Δίχως επιθυμίες και ελπίδες, τόσο ελεύθερος όσο και ανεπιθύμητος» (σελ. 15)

6)Τέλος το ζήτημα του λόγου ως έκφρασης της βαθύτερης ταυτότητας του ανθρώπου, επανέρχεται συχνά ως θέμα, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη του ποιητή να δώσει μια απαντήση στο γιατί και στο πως της δημιουργίας.
Με τρόπο ήπιο και λυρικό ο ποιητής προτρέπει:
«Ξάπλωσε ότι σε βαραίνει στο λευκό της σελίδας. Για ολιγόλεπτη ίσως ανάπαυση.»

Μέσα από αυτήν την δειγματοληπτική απόπειρα επισκόπησης του πλούσιου περιεχομένου της «Λιτανείας για ένα άστρο», νομίζω πως είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ότι πρόκειται για ένα έργο, το οποίο πνευματικοποιεί το τραγικό βίωμα που δοκιμάζει η ανθρώπινη ύπαρξη σε όλες τις πτυχές της ζωής. Η αίσθηση όμως του τραγικού, αυτήν που έφερε στο φως ο ελληνικός πολιτισμός, απέχοντας πολύ από το να συμβιβαστεί με μια δραματική έκπτωση ή μια εύκολη αποδοχή της ανθρώπινης συντριβής, έρχεται σε αναμέτρηση με το έρεβος της ύπαρξης, δηλαδή με όλες εκείνες τις δυνάμεις που απειλούν  τον άνθρωπο με μηδενισμό.  Στην τραγική αίσθηση όμως της ζωής, οι δυνάμεις του ερέβους δεν επικρατούν, αντίθετα εξημερώνονται, αποκτούν μια κάποια μορφή, μέσα από την οποία ο άνθρωπος έρχεται σε αρμονία με τον σύμπαντα κόσμο, συμφιλιώνεται με την ιδέα της θνητότητας και είναι σε θέση να δώσει στη ζωή του νόημα και προορισμό.
Ακριβώς σε αυτή την προοπτική θεωρώ ότι εντάσσεται το νέο έργο του Δημοσθένη Δαββέτα, ο οποίος κατορθώνει να παραμένει σύγχρονος μέσα από την επαφή του με τον κλασικό θησαυρό του βιωματικού, αισθητικού και γνωσιολογικού φορτίου των  αρχαίων πολιτισμών και κυρίως του ελληνικού. Στις πνευματικές του αναζητήσεις, που περιέχονται σε αυτό το βιβλίο, ισορροπεί, χωρίς καμιά επιθυμία κομπασμού, μεταξύ τρόπου έκφρασης και περιεχομένου, αναδεικνύοντας μια προοπτική ήπιας αποδοχής του ανθρώπινου πάθους με συνοδοιπόρο τον λόγο.

Ολόκληρη η φιλοσοφία αυτού του βιβλίου, κατατείνει στο πλησίασμα του ιδεώδους της δημιουργικής επιστροφής στη μήτρα της ύπαρξης και στην πληρότητα της ένωσης με το Εν. Ο ποιητής μας μιλά με σοφία και με όπλο του τη γραφή, εκφράζει το βαθύτερό του αίτημα, μέσω μιας έκκλησης-προσευχής προς τον Θεό της λογοτεχνίας:         

«Να βρω αυτή τη λέξη που θα με χωρέσει ολόκληρο.»


Β)Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να πω ορισμένα πράγματα και για το δεύτερο βιβλίο που παρουσιάζει σήμερα ο Δημοσθένης Δαββέτας, το  μυθιστόρημα «Έρωτας Δαίμονας», το οποίο επανεκδίδεται.

Πρόκειται για ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, στο οποίο, έχω την αίσθηση, ότι ο συγγραφέας αναμετράται με τρία από τα σημαντικότερα και πιο επιτακτικά προβλήματα τα οποία έχουν σημαδέψει την πορεία της ανθρωπότητας στον κόσμο. Αυτά είναι ο έρωτας, ο θάνατος και η ελευθερία.

Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ένας καθηγητής φιλοσοφίας της τέχνης στο Παρίσι, αφού βίωσε έναν ακόμη επώδυνο χωρισμό, στρέφεται προς την ενδοσκόπηση.
Παλεύει με τα οξύτατα συναισθήματα της απώλειας και του αποχωρισμού, τα οποία επιχειρεί να μορφοποιήσει μέσω της λογικής εγκράτειας και της δημιουργικής δράσης, κατά την οποία σώμα και πνεύμα αναζητούν μια κάποια ισορροπία και εναρμόνιση. Η πνευματική του δραστηριότητα και ο αθλητισμός έδιναν πάντοτε τη λύση σε ανάλογα προβλήματα. Αλλά ας σταθούμε στη φράση ανάλογα προβλήματα. Ο πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί πως σχεδόν όλη η ζωή του διέπεται από τη βίωση του ερωτικού πάθους και από την τάση του να διακόπτει τις ερωτικές του σχέσεις πριν φθαρούν από την καθημερινότητα.

Αυτή η πρόωρη εκούσια δολοφονία της σχέσης, ισοδυναμεί με την προσπάθεια να διατηρηθούν όσα αθάνατα στοιχεία περικλείει ο έρωτας πριν υποταχθούν στις ιδιοκτησιακές συμβάσεις του τετριμμένου.  Μέσα από τα αθάνατα στοιχεία του έρωτα ο συγγραφέας, έχω τη γνώμη, ότι επιχειρεί να βρει μια διέξοδο από τη θνητή φύση του ανθρώπου. Τα αθάνατα στοιχεία της σκέψης τα εμπιστεύεται σε αυτό που θα μπορούσα να ονομάσω τράπεζα πνευματικών επενδύσεων, δηλαδή στη συγγραφή.
O πόνος λοιπόν της ερωτικής απογοήτευσης εκφράζεται και γονιμοποιείται μέσω της τέχνης, νικώντας τους μικρούς και τους μεγάλους θανάτους που νομοτελειακά, κάθε άνθρωπος, αντιμετωπίζει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Με τον τρόπο αυτό, η ζωή να λούζεται από την πανδαισία των χρωμάτων, της ελπίδας, της αγάπης και της ελευθερίας, άνευ προϋποθέσεων.


Τα δυο αυτά βιβλία που προσπάθησα να σας παρουσιάσω αποτελούν τους καρπούς της ώριμης σκέψης ενός δημιουργού, ο οποίος μάχεται ακούραστα τις δυνάμεις της αδράνειας και του μηδενός, αναζητώντας μια έστω και προσωρινή διέξοδο προς το υπαρξιακό ζητούμενο της ελευθερίας από κάθε περιοριστική αναγκαιότητα. 


* Η εισήγηση αυτή έγινε με αφορμή την παρουσίαση των βιβλίων του Δημοσθένη Δαββέτα "Λιτανεία για ένα άστρο" και "Έρωτας Δαίμονας", που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 2-12-2017 στην αίθουσα εκδηλώσεων της Φιλαρμονικής Εταιρίας "Μάντζαρος".

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

Σωτήρης Αμάραντος κ΄ Πέτρος Ιωάννου ακροβατούν στους 90,1 fm








Σωτήρης Αμάραντος ,υπ.διδάκτωρ στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο κ' Πέτρος Ιωάννου στον Σπορnews 90,1fm της Λάρισας στους ''ακροβάτες του ονείρου'' 12/7/17

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Σ. Αμάραντος: Αρχομανείς αντιεξουσιαστές στην εξουσία.

Σωτήρης Αμάραντος



Ίσως δεν μας έχουν προβληματίσει, τουλάχιστον όσο θα έπρεπε, οι μορφές αντίδρασης των μελών της κυβέρνησης της Αριστεράς, ενώπιον της καταστατικής θέσης που κατέχουν στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας της χώρας. Μια εξήγηση που θα ήταν προσηλωμένη αυστηρώς στα χαρακτηριστικά της ατομικής ψυχολογίας των δρώντων, δεν θα μπορούσε να αποκωδικοποιήσει το κοινό πρόσημο που υποβαστάζει αυτές τις αντιδράσεις και το οποίο παραπέμπει ακολούθως σε μια κοινή δομή σκέψης.

Στους έναρθρους  κανιβαλισμούς της λογικής, ανιχνεύεται μια ροπή των μελών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάζουν τον εαυτό τους, στην κοινή γνώμη, υπό την ιδιότητα του «αντιεξουσιαστή στην εξουσία». Θα μπορούσε κάποιος βέβαια να υποθέσει, ότι πρόκειται απλά για μια επικοινωνιακή στρατηγική, η οποία θέτει ως σκοπό της να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που προκαλεί το πραγματικό κυβερνητικό έργο στις συνειδήσεις των πλέον εύπιστων ψηφοφόρων της Αριστεράς. Χωρίς να αποκλείεται η εξήγηση της επικοινωνιακής στρατηγικής, θεωρούμε πως στις συμπεριφορές αυτές επιδρά μια άλλη αιτία με μεγαλύτερο οντολογικό βάθος.

Με μια πρώτη ματιά, η ιδιότητα του «αντιεξουσιαστή στην εξουσία», φαντάζει ως λογικό ολίσθημα, ως λεκτική ακροβασία, διότι επιχειρεί να συνθέσει δυο αμοιβαία αναιρούμενες  ιδιότητες.                               
Αφενός παρατηρούμε μια τάση αρχομανίας, η οποία ενίοτε λαμβάνει ακόμη και τη μορφή του αυταρχισμού:
1)«Θα βγάλετε τον σκασμό επιτέλους; Βγάλτε τον σκασμό. Σκάσε, σκάσε» (Διορισμένος Πρόεδρος της ΕΡΤ).
2)«Έπρεπε να τον χώσω τρία μέτρα κάτω από το χώμα» (Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας).

Αφετέρου μια τάση τουλάχιστον συνθηματολογικής  απόρριψης της εξουσίας:
1)«Και τι κακό έχουν οι μολότοφ;» (Πρωθυπουργός).
2)«Επιπλέον, είμαι από τη φύση μου κατά βάθος αντιεξουσιαστής...». (Αναπληρωτής Υπουργός αρμόδιος για θέματα διαφθοράς.)*
3)«Τους τραμπούκους δεν τους φοβηθήκαμε στη δικτατορία, δεν θα τους φοβηθούμε τώρα...».(Υφυπουργός μεταναστευτικής πολιτικής)
4) Κάλεσμα σε απεργία, κατά των πολιτικών που εφαρμόζει η κυβέρνηση ΣΥΡΥΖΑ. (Ανακοίνωση ΣΥΡΙΖΑ)

Το σύνολο αυτών των αντιφατικών συμπεριφορών, θα μπορούσαν να συνοψιστούν με την μορφή των ακολούθων ερωτημάτων: Πως μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ενώπιον της κριτικής που τους ασκείται αδυνατούν να κάνουν διάλογο, εκλαμβάνοντάς την ως επιθετική ενέργεια, που αμφισβητεί τα «νόμιμά» τους δικαιώματα να κυβερνούν χωρίς να αμφισβητούνται; Γιατί έχουν την ανάγκη να επικαλούνται την ιδιότητα του αντιεξουσιαστή και να υιοθετούν την ταυτότητα του πολιτικά διωκόμενου (ίσως δε και να τη βιώνουν ως τέτοια), επαναφέροντας μνήμες του παρελθόντος, όπου η Αριστερά βρισκόταν στην παρανομία, ενώ προσάπτουν αδιακρίτως στον διαφωνούντα την ιδιότητα του χουντικού διώκτη; Πως συμβιβάζεται άραγε, η πανίσχυρη επιθυμία παραμονής τους στην κυβέρνηση και ταυτόχρονα η λεκτική τουλάχιστον αποστροφή προς την εξουσία; 

Είναι κατά τη γνώμη του γράφοντος απαραίτητο, η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα, να αναζητηθεί σε δυο πηγές κατανόησης. Η πρώτη αφορά το πεδίο της ιστορίας και ειδικότερα τη βιογραφία της αριστεράς στη χώρα και η δεύτερη, την εσωτερική σύγκρουση που διέπει τη συλλογική προσωπικότητα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ της κομμουνιστικής ουτοπίας και της καπιταλιστικής πραγματικότητας ή με άλλα λόγια, μεταξύ των ιδεών της αταξικής κοινωνίας της ισότητας και της δίχως κράτος ατομικής ελευθερίας και της άτακτης προσαρμογής στους ωμούς νόμους της καπιταλιστικής αγοράς.

Αρχίζοντας με την ιστορική ερμηνεία, θα λέγαμε πως η δια μακρών παραμονή της Αριστεράς, αρχικά στην παρανομία και στη συνέχεια στους ταπεινούς προθαλάμους της εξουσίας (Αρχικά ως Συνασπισμός και στη συνέχεια ως ΣΥΡΙΖΑ του 3%), διέστρεψε την απλή επιθυμία για εξουσία, σε βούληση τυραννίας επί της κοινωνίας. Η βούληση τυραννίας μετακενώθηκε, με τους γνωστούς κοινωνιολογικούς μηχανισμούς ως βίωμα και στις νέες γενεές στελεχών που εντάχθηκαν στον κομματικό μηχανισμό, όπως επίσης και στους συνεργαζόμενους πολιτικούς φορείς.

Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη πηγή, η οποία στοιχειοθετείται από την εσωτερική ένταση μεταξύ κομμουνιστικής ιδεολογίας και καπιταλιστικής πρακτικής θα πρέπει να διευκρινίσουμε τα εξής: Πρώτον, ότι πάνω από κάθε προσέγγιση αριστερού προσανατολισμού, ρίχνει τη σκιά της η ηγεμονική παρουσία του Κάρολου Μαρξ και η αρχετυπική σύλληψη από τον ίδιο της οικονομίας και της πολιτικής.  Δεύτερον, όσο κι αν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν απομακρυνθεί από τις αρχές του κλασικού μαρξισμού, δεν μπορούν να αναιρέσουν το σημείο εκκίνησης και άρα τους καταγωγικούς δεσμούς της ιδεολογίας τους. Τρίτον, η αποδοχή για λόγους ρεαλισμού του συλλογικού τους συμφέροντος των όρων της φιλικής προς τον σύγχρονο καπιταλισμό άσκησης της πολιτικής, θέτει ένα θεμελιώδες υπαρξιακό πρόβλημα στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Πως μπορεί να διατηρηθεί η προσήλωση στην αριστερή ιδεολογία, όταν η πολιτική του πρακτική προσδιορίζεται επί τη βάσει των καπιταλιστικών κανόνων της αγοράς. Τέταρτον, η εσωτερική αυτή ένταση οδηγεί στην ανάδυση ενοχικών συμπλεγμάτων τα οποία υπεραναπληρώνονται μέσα από την ασυνέπεια λόγων και πράξεων. Επιχειρηματολογούν αντιεξουσιαστικά και πράττουν καπιταλιστικά. Πέμπτον, η αντιεξουσιαστική βούληση για εξουσία, στηρίζεται στο αρχέτυπο αφήγημα του μαρξισμού, σύμφωνα με το οποίο, η διατυπωθείσα θεωρία του ιστορικού υλισμού, εκλαμβάνεται ως δόγμα, το οποίο φανερώνει τον μεσσιανικό ρόλο του νέου «περιούσιου λαού» του προλεταριάτου και των γνήσιων εκφραστών του, των κομματικών ταγών που ενσαρκώνουν πάντοτε και αποκλειστικά τα συμφέροντά του (ανεξαρτήτως αν οι πραγματικοί προλετάριοι συμφωνούν ή διαφωνούν σε αυτό το σημείο).


Πρόκειται με άλλα λόγια, για τη μεταφυσική θεμελίωση των όρων της αριστερής ολιγαρχίας, την οποία δείχνουν να ασπάζονται πλήρως τα κυβερνητικά στελέχη. Σύμφωνα με τη μαρξιστική ερμηνευτική, το προλεταριάτο που ως μεταφυσική κατηγορία, ως περιούσιος λαός, είναι συνυφασμένο αναγκαστικά με την κομματική του ηγεσία**, κατά τη διάρκεια του συνόλου της ιστορικής κίνησης, που προηγείται του τελικού σταδίου του κομμουνιστικού μετασχηματισμού (ανώτερη φάση του σοσιαλισμού), χαρακτηρίζεται από την εις βάρος του ασκούμενη εκμετάλλευση και αλλοτρίωση. Εντός της ευρύτερης προ-μεσσιανικής περιόδου ταξινομείται και η φάση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ώστε ακόμη και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του***, το προλεταριάτο και κυρίως η πολιτική του εκπροσώπηση, που συνιστά την πιο προχωρημένη ομάδα του, είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τον εαυτό της από τη θέση του διωκόμενου και του αντιεξουσιαστη στην εξουσία. Καθίσταται εφικτός, με αυτόν τον τρόπο, ένας διακανονισμός στη σύγκρουση που περιγράψαμε, ο οποίος εξασφαλίζει μια νοσηρή μεν αποτελεσματική δε ισορροπία μεταξύ αντιφατικών λόγων και πράξεων στη συλλογική προσωπικότητα της κυβερνώσας Αριστεράς. 




*Αν και ο συγκεκριμένος Αναπληρωτής Υπουργός δεν προέρχεται τυπικά από τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, εντούτοις αναπαράγει την κυρίαρχη λογική που συναντά κανείς στους κόλπους του συγκεκριμένου κομματικού μηχανισμού. 
** Καρλ  Μαρξ, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ΔΟΛ, Αθήνα, 2010. Σελ. 37, «Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα λοιπά προλεταριακά κόμματα για δυο λόγους…Και, δεύτερον, επειδή στα διάφορα στάδια της εξέλιξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη εκπροσωπούν πάντοτε το συμφέρον του κινήματος στην ολότητά του.»
***Εάν ακόμη και στην ιστορική φάση της δικτατορίας του προλεταριάτου, η κομματική ηγεσία του, είναι σε θέση να οικειοποιείται και να χρησιμοποιεί τον ρόλο του διωκόμενου αντιεξουσιαστή, πόσο μάλλον, κάτι τέτοιο είναι εύκολο να συμβαίνει στη φάση κατά την οποία ένα αριστερό κόμμα αναλαμβάνει να διαχειριστεί τη μοίρα μιας καπιταλιστικά οργανωμένης χώρας. 

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Σ. Αμάραντος: Ναρκισσιστικός Κριτικισμός. Το εκστρατευτικό σώμα της κοινωνικής ενοχοποίησης.

Σωτήρης Αμάραντος


Όσα σκοπεύω να γράψω, μπορούν κάλλιστα να με ταξινομήσουν στον πυρήνα του φαινομένου που επιχειρώ να παρουσιάσω, διότι αυτή ακριβώς είναι η δύναμη του ναρκισσιστικού κριτικισμού.

Το φαινόμενο:
Πρόκειται για ένα φαινόμενο συγκαιρινό της ίδρυσης του «σύγχρονου» νεοελληνικού κράτους και παρουσιάζεται ως παραλήρημα καταδίκης, ως ισοπεδωτικός αφορισμός, ως παραλυτική υπερ-κριτική, προς ό,τι φέρει το όνομα της ελληνικής συλλογικότητας. Εκπορεύεται από την ανάγκη ναρκισσιστικής καταξίωσης της ατομικότητας έναντι του συλλογικού περίγυρου, υπό το πρόσχημα μιας επιφανειακής ηθικής στάσης και μιας θέσης ανωτερότητας έναντι των πραγμάτων. Έτσι η δημιουργική διάσταση της κοινωνικής κριτικής που συνιστά βασικό όρο ατομικής και συλλογικής αυτοβελτίωσης διαστρέφεται σε κακότητα. Από εκεί και ύστερα ο φθόνος, η ζήλια και η μνησικακία έχουν αποκτήσει το κατάλληλο προσωπείο για να συνεχίσουν το έργο τους. Μια πράγματι ενδιαφέρουσα αντίφαση του ναρκισσιστικού κριτικισμού είναι ότι οι φορείς του ομιλούν ως εάν οι ίδιοι να συνιστούν την μοναδική εξαίρεση στον κανόνα ή ως εάν να έπεσαν οι ίδιοι από τον πλανήτη Άρη.

Οι αιτίες:
Η αναφορά στις αιτίες κάνει αναγκαία μια σχηματική ιστορική ανασκόπηση. Ο ελληνισμός ήδη από την αρχαιότητα μπόρεσε να διασφαλίσει μια σχέση δυναμικής ισορροπίας μεταξύ ατόμου και συλλογικότητας. Αυτή η σχέση, όχι μόνο διατηρήθηκε κατά τα Ελληνιστικά και Βυζαντινά χρόνια, αλλά απέκτησε ακόμη πιο ολοκληρωμένες διαστάσεις. Εξαίρεση δεν αποτελεί ούτε ακόμη και η άκρως οδυνηρή, για τον ελληνισμό, συνθήκη της τουρκικής σκλαβιάς.  Σε όλο αυτό το ιστορικό συνεχές, ο ελληνικός κόσμος κατάφερε να διατηρήσει αυτή την ισορροπία της πραγμάτωσης του ατομικού εντός του συλλογικού και του συλλογικού εντός του ατομικού, χωρίς το άτομο να μετατρέπεται σε μάζα και η συλλογικότητα να υπηρετεί αποκλειστικά αξιώσεις ισχύος υπερβουλητικών ατομικοτήτων. Αυτή η κοινωνική σύνθεση βρήκε πολιτική στέγη κάτω από τη θεσμική διάρθρωση της δημοκρατίας, η οποία διασφάλιζε την αμεσότητα της μετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Το ιστορικό συνεχές αυτό, κονιορτοποιήθηκε με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους των Βαυαρών, οι οποίοι κατόρθωσαν το ακατόρθωτο: να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις της ανθελληνικής σκέψης και πράξης στους ίδιους τους Έλληνες, μέσα από τους αντιδημοκρατικούς θεσμούς που εγκατέστησαν, αλλά και από την κυρίαρχη λογική που ενσάρκωσε τους θεσμούς αυτούς. Για τους Βαυαρούς, οι δημοκρατικές γενικές συνελεύσεις των μελών των κοινοτήτων ήταν δείκτης «χαμερπεστάτων παθών και ιδιοτέλειας»(Abel) σε σύγκριση με το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν!  Όχι μόνο η παιδεία, αλλά όλο το θεσμικό σώμα του νέου ελληνικού κράτους στέρησε από τον Έλληνα την ελευθερία μετοχής στα κοινά, τόσο στην κεντρική πολιτική ζωή, όσο και στα θεμελιώδη κύτταρα της κοινωνίας που ήταν οι κοινότητες. Μια από τις πρώτες νομοθετικές πράξεις της Αντιβασιλείας των Βαυαρών ήταν η κατάργηση των κοινοτήτων-κοινών (Νόμος περί συστάσεως δήμων 1833/4). Κατορθώθηκε έτσι να ανατραπεί η ισορροπία ατομικού και συλλογικού και να στραφεί η υπερανεπτυγμένη προσωπικότητα του δημοκρατικού ατόμου ενάντια προς την ελληνική συλλογικότητα, διότι δεν έβρισκε πια στην τελευταία τους θεσμικούς όρους της δημιουργικής του πραγμάτωσης. Αφού το συλλογικό έπαψε να πραγματώνει το ατομικό, το τελευταίο έκοψε τους δεσμούς μαζί του και αναζήτησε την ικανοποίηση στον ίδιο του τον εαυτό. Το ναρκισσιστικό άτομο, το οποίο τρέφεται από την υποτίμηση και τον σαδισμό προς τον άλλο ήταν πλέον γεγονός.

Οι συνέπειες:
Στον βαθμό που το φαινόμενο αυτό αποκτά στατιστική σημασία, δηλαδή λαμβάνει διαστάσεις ενδημικές, βραχυκυκλώνει κάθε δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ των ατόμων και απορυθμίζει τη συλλογικότητα, αφού έχει ως θεμελιώδεις παραμέτρους την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον πλησίον και την ενοχοποίηση του κοινωνικού άλλου. Ταυτόχρονα αυτά τα κύματα υψηλής εντάσεως συλλογικού μαζοχισμού, πέρα από τη ψυχική ικανοποίηση που εξασφαλίζουν στον εκάστοτε ατομικό τους φορέα, απολήγουν κατά κανόνα είτε σε έναν μοιρολατρικό μηδενισμό, είτε σε μια κυνική αποδοχή της αρχής ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Επίσης το φαινόμενο αυτό αποκτά χρήσεις ιδιαίτερα ευνοϊκές για τις ομάδες συμφερόντων, οι οποίες κληρονόμησαν τη βαυαρική ηγεμονία επί της ελληνικής κοινωνίας, διότι μεταθέτει τις σχετικές με τη σημερινή παρακμή ευθύνες, από τον θύτη στο θύμα, δηλαδή από την πολιτική «ελίτ» στους Έλληνες πολίτες, ενώ όπως ήδη είδαμε το ενοχικό σύνδρομο της αλληλοκατηγορίας μεταξύ των πολιτών ακυρώνει κάθε δυνατότητα συνεργασίας και αντίδρασης προς την κυρίαρχη τάξη. Αντιπροσώπους της ανθελληνικής εκστρατείας μπορούμε να εντοπίσουμε σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Η ταξινόμηση μπορεί να περιλαμβάνει οργανικούς διανοούμενους και πολιτικούς μέχρι εμπειρογνώμονες δυστυχημάτων και γελοιογράφους.

Η θεραπεία:
Ο Ηρακλής Αποστολίδης, σε έναν από τους αφορισμούς του έγραφε «…Πάντως ο κριτικός διαλύει κι ανασυνθέτει εαυτόν εν τω κρινομένω.». Σε αντίθεση με τον ναρκισσιστικό κριτικισμό, η ατομική και συλλογική κριτική δεν έχει ως στόχο την εκμηδένιση του κρινόμενου αντικειμένου, αλλά την ανασύνθεσή του. Χωρίς αντικείμενο, δεν μπορεί να υπάρξει η πρώτη ύλη της ανασύνθεσης, δηλαδή στερούμαστε τη βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία του νέου. Ανεξάρτητα από το εάν το αντικείμενο είναι ένα πραγματικό υποκείμενο ή ο αντικειμενικός κόσμος, ο ναρκισσιστικός κριτικισμός παραπέμπει σε καμένη γη και σε τοπίο αποκάλυψης, στα οποία τίποτε δεν μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί. Είναι μέρος του προβλήματος που υποτίθεται επιχειρεί να αντιμετωπίσει, γι΄αυτό δεν είναι μόνο αδιέξοδος, αλλά και επικίνδυνος να ανατροφοδοτεί εις το διηνεκές το πρόβλημα και να το διευρύνει. Μια προοπτική θεραπείας θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί στην οδυνηρή αναγνώριση του προβλήματος και του βαθμού που αυτό έχει εισχωρήσει στη δομή του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο και αξιολογούμε τις κινήσεις μας και τις κινήσεις των άλλων μέσα σε αυτόν. Σε μια αλλαγή πλεύσης από την ναρκισσιστική κριτική στην κριτική της αναδημιουργίας, η οποία όμως θα έμενε έωλη εάν δεν λάμβανε επίσης και πολιτικές διαστάσεις μετοχής του πολίτη στην πολιτική, δηλαδή εάν δεν απαντούσε στο αίτημα της αποκατάστασης της σχέσης ισορροπίας μεταξύ ατόμου και συλλογικότητας.

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ


Πρέπει να ήταν αργά το απόγευμα, τη συνηθισμένη ώρα που ο χρήστης Α΄, ακολουθώντας ένα αυστηρό, σχεδόν ιεροτελεστικό, τυπικό, ελέγχει την ηλεκτρονική του αλληλογραφία, όταν, μεταξύ των πολλών μηνυμάτων που είχε δεχτεί εκείνη την ημέρα, διέκρινε ένα σχεδόν κωδικοποιημένο, που είχε ως αποστολέα τον πολύ στενό διαδικτυακό του φίλο, τον χρήστη Β΄. Το μήνυμα έγραφε «Δ ε ν  υ π ά ρ χ ε ι ς .». Στην αρχή, θεώρησε ότι επρόκειτο για λάθος. «Ναι, αυτό είναι» σκέφτηκε «Λάθος». Δεν ήταν δυνατόν, ο τόσο εγκάρδιος φίλος του, ο άνθρωπος με τον οποίο γέμιζε τόσες ώρες καθημερινής συνοδοιπορίας, να τον κατηγορούσε για κάτι τέτοιο. Ανέμενε μια διόρθωση, μια νύξη έστω από τον φίλο του, ότι δεν είχε  αυτόν ως στόχο η κατηγορία. Εις μάτην. Καμία διάψευση, καμία αναίρεση δεν έλαβε. Όλο αυτό το διάστημα που περίμενε τη διάψευση, στάθηκε γι΄αυτόν μεγάλο σχολείο. Καθώς τρεμόσβηνε, όλο και περισσότερο, η πεποίθηση ότι ο φίλος δεν εννοούσε πραγματικά αυτό που του είχε στείλει ή έστω πως δεν ήταν ο ίδιος ο σωστός παραλήπτης του μηνύματος, ένιωθε σταδιακά να τον διαπερνά η φράση «Δεν υπάρχεις» ως κατηγορία και να τον καθιστά ένοχο και μόνο η ανάγνωσή της.

Άρχισε τότε να απολογείται στον εαυτό του. Προσπαθούσε να βρει αποδείξεις, ότι υπάρχει, ότι είναι αληθινός. Τότε οι αναμνήσεις τον κατέκλυσαν. Σαν να είχε προκαλέσει μια καίρια ρωγμή σ΄ ένα πελώριο φράγμα που συγκρατούσε για δεκαετίες τον ορμητικό ποταμό των βιωμένων του εμπειριών. Πέρασε από μπροστά του ολόκληρη η ζωή. Ώστε είχε αποδείξεις. Μπορούσε με αυτές να πείσει τον εαυτό του ότι η κατηγορία δεν ήταν αληθινή. Ναι αλλά τους άλλους; Τους ανθρώπους εκείνους με τους οποίους μοιραζόταν άπληστα τις ψηφιοποιημένες στιγμές του, πως θα τους έπειθε; Πως μπορούσε να μεταγγίσει το πλήθος των αναμνήσεων που η ψυχή του κουβαλούσε σε ένα μηχάνημα; Κι αν δεν μπορούσε να πείσει τους άλλους, μήπως δεν μπορούσε τελικά να γίνει πιστευτός και από τον εαυτό του, ότι πράγματι υπάρχει;

Τότε σκοτείνιασαν όλα. Το μικρόβιο της αμφιβολίας για τον εαυτό του ρίζωσε σε όλα τα τοιχώματα της σκέψης του; «Μήπως πράγματι δεν είμαι αληθινός» σκέφτηκε. «Μήπως είμαι μια επινόηση τους ψηφιακού κόσμου, ένα πείραμα που διασκέδαζε την ανία του κυβερνοχώρου;»

Ώρες ατέλειωτες έδωσε μάχες με αυτά τα ερωτήματα, χωρίς να καταφέρει ούτε μια τακτική νίκη έναντι του εχθρού. Μήπως έπρεπε να τα παρατήσει; Να αποδεχτεί την κατηγορία που πλέον του επέρριπτε ο ίδιος του ο εαυτός, από τα βάθη της προσωπικής του συνείδησης; Κι αν αποδεχόταν κάτι τέτοιο, τι θα έπρεπε να πράξει μετά; Πως θα μπορούσε να διαχειριστεί την ανυπαρξία του; Στην αρχή πέρασε από το μυαλό του μια φαντασίωση απόλυτης ελευθερίας. «Εάν δεν είμαι τίποτα, μπορώ να είμαι τα πάντα» μονολόγησε. Η σκέψη αυτή δεν κράτησε για πολύ. Μια δεύτερη ακολούθησε. «Εάν δεν είμαι τίποτα, πώς μπορώ να αισθανθώ την ελευθερία;». «Αν δεν υπάρχω, πως θα μπορούσα να σκεφτώ ότι δεν μπορώ να αισθανθώ την ελευθερία;»… «Μα αν μπορώ αυτή τη στιγμή να σκέφτομαι, πως γίνεται να μην υπάρχω;». Το συμπέρασμα αυτό ήταν συντριπτικό για την ενοχή που ήταν έτοιμη να ολοκληρώσει το καταστροφικό της έργο μέσα του. 

Η σκέψη αυτή του έδωσε τεράστια αυτοπεποίθηση. Ήταν πλέον ικανός να αποδείξει στον εαυτό του ότι υπάρχει ανεξάρτητα από το τι λένε οι άλλοι. Σηκώθηκε από την καρέκλα που ήταν καθηλωμένος ώρες ολόκληρες, αποφασισμένος να δείξει στους άλλους τι σημαίνει να υπάρχεις, να είσαι αληθινός. Άνοιξε το παράθυρο και μαζί τους πνεύμονές του, για να υποδεχτεί το δροσερό αεράκι του φθινοπωρινού πρωινού. Η στομφώδης και γεμάτη αυτοπεποίθηση εισπνοή, έδωσε τη θέση της σε μια άκρως απαξιωτική προς τον κόσμο εκπνοή. Ναι! Βέβαια! Απαξίωση και αηδία, για τον κόσμο που παραλίγο να τον πείσει ότι δεν υπάρχει.

Έπρεπε να αφοσιωθεί σε αυτό που τώρα φάνταζε ιερό του καθήκον. Έπρεπε να εκδικηθεί τον επίδοξο φονιά του, τον εξάγγελο της ανυπαρξίας του. Ήταν η ώρα της λυσσαλέας αντεπίθεσης. Μόνο που κανένας κατήγορος δεν είχε υπάρξει, όπως και κανένας αποστολέας, όπως τελικά και κανένας φίλος Β΄. Ο φίλος, το μήνυμα, η κατηγορία, ακόμη κι αυτός, το ίδιο το θύμα, ήταν μια επινόηση…


Σωτήρης Αμάραντος

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Ρένος Αποστολίδης: Ο δραπέτης του αετώματος*







*Πρόκειται για ένα κείμενο που ανήκει σε μια συλλογή διηγημάτων του Ρένου Αποστολίδη η οποία κυκλοφόρησε με γενικό τίτλο: Οι εξάγγελοι

*Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Κώστα Κυριακού Χουχουλιδάκη για την αποστολή του κειμένου

Σάββατο 29 Απριλίου 2017

Σ. Αμάραντος: Πολιτική ηγεσία και δημοκρατία

Σωτήρης Αμάραντος

Το πρόβλημα της «πολιτικής ηγεσίας» έχει ήδη από την Ομηρική εποχή απασχολήσει την ελληνοδυτική σκέψη. Σε όλους αυτούς τους αιώνες που μεσολαβούν ως την εποχή μας, σπουδαίοι θεράποντες του στοχασμού όπως ο Θουκυδίδης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πολύβιος, κατά την αρχαιότητα ή όπως ο Μακιαβέλι, ο Ρουσσώ, ο Παρέτο, ο Μαξ Βέμπερ κατά τη νεωτερικότητα, προσπάθησαν να δώσουν απάντηση στο πρόβλημα αυτό.

Ένας κάποιος μεταπαρατηρητής, θα μπορούσε να ισχυριστεί πως οι απαντήσεις που δόθηκαν από σημαντικούς στοχαστές, σε όλη τη διάρκεια του ελληνοδυτικού πολιτισμού, σχετικά με το ζήτημα της «πολιτικής ηγεσίας», έχουν ως σημείο εκκίνησης την κυρίαρχη εικόνα που αποκωδικοποιεί την ουσιακή κατάσταση  του ανθρώπου και της κοινωνίας του. Με άλλα λόγια, η οντολογία του ανθρώπου θέτει τους όρους πραγμάτευσης του ζητήματος που εξετάζουμε.

Έχουμε δυο βασικές αναπαραστάσεις του ανθρώπου, που συνιστούν και δυο διαφορετικές οδούς προς την προσέγγιση του πολιτικού φαινομένου, καθώς συνεπαγωγικά και του φαινομένου της πολιτικής ηγεσίας.

Η πρώτη αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως ένα στατικό και άβουλο ον, το οποίο υποχρεώνεται από τη φύση του να ετεροκαθορίζεται από τρίτους παράγοντες. Στην προοπτική αυτή, η ανθρώπινη συλλογικότητα κατανοείται ως ένα λίγο-πολύ άμορφο υλικό, το οποίο θα κληθεί ένας κάποιος δημιουργός να μεταπλάσει και να του δώσει είδος-μορφή, δηλαδή να του θέσει τους όρους της ύπαρξης. Η πολιτική έκφραση του σχήματος αυτού, παραπέμπει σχεδόν με ακρίβεια σε μια αναγωγή. Πρόκειται για το πρότυπο αναφοράς των "κοινωνικών πραγμάτων" στη σχέση εξουσίας μεταξύ Θεού-δημιουργού και δημιουργημάτων. Η αναγωγή αυτή τοποθετεί στη θέση του Θεού τον  κάτοχο της πολιτικής εξουσίας, ενώ στη θέση της άμορφης αλλά δεκτικής ύλης, το σύνολο των ανθρώπων μιας κοινωνίας. Το σχήμα αυτό, δικαιώνει ιδεολογικά και άρα θεμελιώνει τις μορφές, ολοκληρωτικής, απολυταρχικής και ολιγαρχικής εξουσίας. Αναφερόμαστε στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία, πολιτικός ηγέτης είναι αυτός που διέπεται από την αξίωση, αλλά και από την εμπειρία  της επιβολής στο κοινωνικό σώμα, το οποίο με τη σειρά του, εξαιτίας της υπαρξιακής του κατωτερότητας, οφείλει να υποταχθεί ενώπιον του ηγέτη.

Η δεύτερη αναπαράσταση θεωρεί τον άνθρωπο ως φορέα μιας οντολογικής ελευθερίας, ως δρώσα υποκειμενικότητα και ως δημιουργό της ιστορικής διαδικασίας, εξίσου ικανό για το καλύτερο και το χειρότερο, τόσο για τα υψηλότερα πολιτισμικά επιτεύγματα όσο και για τις πιο φρικτές πράξεις και όχι ως ένα παθητικό υποκείμενο που απλά υποτάσσεται στα καλεύσματα της εξουσίας. Το σχήμα αυτό αποτελεί την προϋπόθεση για την ανάδυση της δημοκρατικής πολιτείας. Υπό την προοπτική αυτή, η πολιτική ηγεσία, δεν συνιστά μια παράμετρο που επιβάλλεται στην κοινωνία από τα πάνω. Αντίθετα, πρόκειται για το ενέργημα εκείνο, το οποίο πραγματώνεται εντός και διαμέσου της κοινωνίας, πάντοτε με πρόσημο την επίτευξη ενός σκοπού που υπερβαίνει τις ατομικές βλέψεις του ηγέτη και επιχειρεί να ικανοποιήσει έναν κάποιο κοινωνικό σκοπό.

Τα δυο σχήματα που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε, παρουσιάζονται  πολύ παραστατικά στο έργο της Χάννα Άρεντ, μέσα από την απόπειρα αποκάλυψης του αρχικού νοήματος δυο βασικών, για το πρόβλημα της ηγεσίας, αλλά και γενικότερα της πολιτικής, όρων: του «άρχειν» και του «πράττειν».  Σύμφωνα με τη συγγραφέα, πριν οι δυο όροι καταλήξουν να σημαίνουν, ο μεν πρώτος την άσκηση εξουσίας κάποιου επί των πολλών και ο δε δεύτερος την τυφλή εκτέλεση της εξουσιαστικής διαταγής από τους πολλούς, παρέπεμπαν σε μια εντελώς άλλη διάσταση της πολιτικής: της πολιτικής ως μετοχής, για κάθε κοινωνικό υποκείμενο, επί τη βάσει της ισότητας και της ελευθερίας, στη διαμόρφωση της συλλογικής μοίρας μιας κοινωνίας. Ώστε λοιπόν, σε αυτή τη διάσταση της πολιτικής, ο όρος «άρχειν» είχε τη σημασία της δυνατότητας ανάληψης, από την πολιτική ατομικότητα, της πρωτοβουλίας και της παρακίνησης του πολιτικού σώματος προς μιας συγκεκριμένη κατεύθυνση και ο όρος «πράττειν» σήμαινε, το ενδεχόμενο ελεύθερης αποδοχής της πολιτικής πρόκλησης από τους πολλούς και την ανάληψη της απαιτούμενης δράσης για την πραγματοποίησή της και ταυτόχρονα, τη δυνατότητα απόρριψής της.

Από όσα προηγήθηκαν, ίσως θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε δυο βασικές διαστάσεις που συγκροτούν τελικώς τις γενικές ιδιότητες της ταυτότητας της «πολιτικής ηγεσίας».

Η πρώτη είναι η υποκειμενική διάσταση της ταυτότητας, η οποία σχετίζεται με την ατομική ικανότητα κάποιου υποκειμένου, να συνθέτει τα επιμέρους κοινωνικά συμφέροντα και να εκφράζει τις ανάγκες της εποχής του ή σε πιο σπάνιες περιπτώσεις ακόμη και να προηγείται της εποχής του.


Η δεύτερη είναι η αντικειμενική διάσταση της ταυτότητας, η οποία αναφέρεται στην ικανότητα μιας κοινωνίας αφενός να παράγει άτομα με τις υποκειμενικές ιδιότητες που μόλις εκθέσαμε και αφετέρου να περιλαμβάνει τις θεσμικές εκείνες ασφάλειες, κατά τις οποίες θα παρέχεται η συνεχής δυνατότητα, στο σώμα των πολιτών, να ελέγχουν την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, ώστε να αποτρέπεται η αυτονόμηση του ηγέτη και η κατάχρηση της αρχής.

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Σωτήρης Αμάραντος: Οι αξιώσεις αιωνιότητας της ολιγαρχικής μεσοβασιλείας


Σωτήρης Αμάραντος

Κάποτε ακόμη και οι πιο αυταρχικές πολιτικές ουτοπίες ξεκινούσαν από το αίτημα της διερεύνησης του ερωτήματος για τη δίκαιη πολιτεία. Σήμερα, οι πολιτικές της ελεημοσύνης στο χρηματιστήριο αξιών αντικατέστησαν το Κράτος Πρόνοιας που με τη σειρά του είχε εκτοπίσει το όραμα για μια δίκαιη κοινωνία αναλογικής ισότητας. Η ελευθερία της αγοράς, όπως μεταφράστηκε ο πολεμικός ανταγωνισμός των καπιταλιστικών συμφερόντων, ο οποίος με τη συμβολή της Πολιτικής Οικονομίας, δηλαδή της ιδεολογίας του κεφαλαίου κάτω από τον μανδύα της επιστημονικότητας, με μια πράξη μαγικής ισχύος, που μόνο οι αριθμοί θα μπορούσαν να επιτύχουν, εξαφάνισε από τη θέαση του αντικειμένου την παράμετρο των δομών της καπιταλιστικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής και απέδωσε στο άτομο και στην ικανότητά του να πραγματώνει ορθολογικά τα συμφέροντά του, την ευθύνη της επιτυχίας ή της αποτυχίας.
Η αντίδραση των κοινωνικών ομάδων που βρέθηκαν εκτός της νομής της οικονομικής επιτυχίας του συστήματος, εκδηλώθηκε με τη δημιουργία ενός αντίπαλου κοσμοειδώλου. Έτσι γεννήθηκε ο κομμουνισμός. Στην περίπτωση αυτή, επανήλθαν στο προσκήνιο του θεωρητικού ενδιαφέροντος οι κοινωνικές δομές και εξαφανίστηκε το άτομο, το οποίο αντικατέστησε η έννοια της κοινωνικής τάξης. Ενώ λοιπόν στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού, την τάξη της κοινωνικής αρμονίας των ατομικών συμφερόντων εγγυάται το αόρατο χέρι ως άλλη θεία πρόνοια, στην περίπτωση του κομμουνισμού, τον ρόλο της υπερβατικής θεμελίωσης του συστήματος αναλαμβάνει η διαλεκτική κίνηση της ιστορίας. Υπό την προοπτική αυτών των ιδεολογικών σχημάτων, η κρατική οντότητα συνιστά το αναγκαίο κακό, έως ότου μπορέσει το κοινωνικό σύστημα να αυτορυθμιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Μια άλλη δομική ομοιότητα για τα δυο κοσμικά είδωλα της νεωτερικότητας σχετίζεται με το ζήτημα της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η υλιστική ροπή και του φιλελευθερισμού και του κομμουνισμού, εκδηλώνεται ως μια φαντασίωση, κατά την οποία η αΐδια ανάπτυξης της παραγωγικότητας και της αναγκαίας συμπλήρωσής της από την κατανάλωση, θα λύσει όλα τα προβλήματα τα οποία ταλανίζουν διαχρονικά την ανθρώπινη περιπέτεια. Η ικανοποίηση αυτού του υλιστικού προτάγματος θα πραγματώσει την ανθρώπινη φύση με όρους ελευθερίας και θα κατανείμει τα κοινωνικά αγαθά επί τη βάσει της ισότητας και για τα δυο συστήματα. Μοιραία κάτω από αυτή τη λογική, το πολιτικό ζήτημα και για τις δυο αυτές εκφράσεις του σύγχρονου υλισμού αποτελεί μια δευτερεύουσα και συμπληρωματική συνθήκη στην εξίσωση της νεωτερικότητας.
Αφού η οικονομική δραστηριότητα ανάγεται σε θεμέλιο λίθο της κοινωνικής πραγματικότητας, μέσα από την οποία θα προέλθει η ελευθερία και η ισότητα και αφού το ζήτημα της παραγωγικότητας απαντά στις βασικές βιολογικές και άρα επιτακτικές ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης, το μόνο που απομένει είναι η επιστημονική διαχείριση της ικανοποίησης των αναγκών αυτών μέσα από τον κεντρικό θεσμό των κοινωνιών που είναι το κράτος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως τόσο ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός όσο και ο νεοφιλελεύθερος ανολοκλήρωτος –για την ώρα– ολοκληρωτισμός της αγοράς, θέτει το ζήτημα της τεχνοκρατικής διαχείρισης του συστήματος ως πανάκεια για τη λύση όλων των κοινωνικών προβλημάτων. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που οι αρχές του συστήματος που περιγράψαμε συνιστούν και για τις δυο κυρίαρχες ιδεολογίες της νεωτερικότητας μεταφυσικά και άρα μη αμφισβητήσιμα αξιώματα, το μόνο που χρειάζεται είναι η διάνοιξη, από τις ομάδες των ειδικών που θα ασκούν την κρατική εξουσία, του ορθού δρόμου. Η πολιτική τέχνη δηλαδή, μετουσιώνεται σε τεχνική διαχείρισης των παραγωγικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων και μέσω αυτών των ανθρώπινων μαζών. Μια τέτοια παραδοχή, που υποβιβάζει την πολιτική σε τεχνικό μέσο, το οποίο βασίζεται στις εξίσου τεχνικές γνώσεις και ικανότητες των ολίγων που κατέχουν την αλήθεια της πολιτικής τεχνικής, θέτει το σύνολο των κοινωνικών υποκειμένων στο περιθώριο των πολιτικών δραστηριοτήτων, στην παθητική κατανάλωση της πολιτικής παραγωγής. Οι συντεχνίες των επαγγελματιών της πολιτικής –τα κοινοβουλευτικά κόμματα– αξιώνουν, κάτω από την αριστερή, την κεντρώα ή τη δεξιά ιδεολογία, να οδηγήσουν την κοινωνία στη φαντασιώδη σύλληψη της φιλελεύθερης ή κομμουνιστικής ουτοπίας. Το ζήτημα της πραγμάτωσης τόσο της ελευθερίας όσο και της ισότητας μετατοπίζεται σε ένα μυστηριακό μέλλον, όπου οι ανθρώπινες ανάγκες θα έχουν ικανοποιηθεί.
Μεθερμηνεύοντας την τελευταία πρόταση, μπορούμε να διακρίνουμε το αλυσιτελές της νόημα, το οποίο αφού έχει αναγνωρίσει μια θεμελιώδη ζωική διάσταση για τον άνθρωπο, στη συνέχεια υποθέτει αυθαίρετα ότι όταν αυτή ικανοποιηθεί, το ζώον μέσα μας θα εξαφανιστεί για να αναδυθεί ο «ελεύθερος άνθρωπος». Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που «πανουργία του λόγου» εκφράζεται στην ιστορία των ιδεών γελοιοποιώντας την υποτιθέμενη ασυμβίβαστη αντίθεση μεταξύ ακραίων σημείων. Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι δύσκολο να επισημάνουμε πως ο χυδαίος υλισμός μετουσιώνεται σε αφελή ιδεαλισμό, κατά τον οποίο η ελευθερία πραγματώνεται διαμέσου της αναγκαιότητας. Και επειδή το ζήτημα της ελευθερίας μετατίθεται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, ενώ το ζωικό στοιχείο του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να εκλείψει, είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε σε μια αιώνια μεσοβασιλεία. Μάλιστα το χαρακτηριστικό της οντολογικής αντίστασης του ζωικού ανθρώπινου στοιχείου έναντι των «πολιτικών» εξάλειψής του, νομιμοποιεί τις εκάστοτε εξουσίες ώστε να ασκούν ακραία βία για να αντιμετωπίσουν υποτίθεται τα προβλήματα που εκπηγάζουν από αυτό. Όπως βέβαια και η ιδεολογική επίκληση της εμμένειάς του, χορηγεί, στις ομάδες κυριαρχίας, το επιχείρημα περί της αναγκαιότητας διατήρησης αυτής της μεσοβασιλείας.
Οι δεκαετίες που ακολούθησαν την πτώση του υπαρκτού κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού χαρακτηρίστηκαν από την αχαλίνωτη επέκταση της κερδοφορίας του παγκόσμιου καπιταλισμού, από την αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων, από τη σχεδόν πλήρη εργαλειοποίηση του εργαζομένου και τέλος από την αποσύνθεση των συλλογικών κινημάτων που διεκδικούσαν μια ευνοϊκότερη για τους αδύναμους κατανομή του εισοδήματος. Προφανώς και η παγκοσμιότητα του καπιταλισμού, η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων ανά την υφήλιο, η συντριβή του αντίπαλου κοσμοειδώλου στο επίπεδο της πολιτικής, της οικονομίας και της επιστήμης, καταργεί τις ίδιες τις ουσιώδεις ιδεολογικές διαφορές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς στον βαθμό που η ευημερία, αν όχι και η επιβίωση μιας χώρας, εξαρτάται από τη θέση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και στη μορφή της εκμετάλλευσης που αυτός συνεπάγεται. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι εθνικές πολιτικές δυνάμεις οι οποίες για την ώρα χρησιμοποιούν τη μαζική ψήφο για νομιμοποίηση της διαχειριστικής, ως προς το κυρίαρχο σύστημα, εξουσίας, ενώπιον των αιτημάτων των δοκιμαζόμενων μαζών απαντούν εκ δεξιών με την επιστροφή σε μια πολιτική λαλιά πατριδοκαπηλίας, ενίοτε φασίζουσας, που παραπέμπει στο απαρχαιωμένο μοντέλο της εθνικά οργανωμένης οικονομίας των αρχών του 20ου αιώνα και εξ αριστερών με την υιοθέτηση της σοσιαλιστικής κριτικής του 19ου αιώνα προς τα επιφαινόμενα της αστικής κοινωνίας, δηλαδή κατά του έθνους, της θρησκείας και της οικογένειας, γεγονότα που κάνουν την τελευταία να βρίσκεται εγγύτερα ιδεολογικά προς τον νεοφιλελευθερισμό απ' ότι η πατριδοκάπηλη δεξιά. Τέλος, όσον αφορά τον νεοφιλελευθερισμό, αυτός αρκείται στους ελιτίστικους αφορισμούς τους οποίους θέτει σε κυκλοφορία, χρεώνοντας τον όρο του «λαϊκισμού» σε οτιδήποτε τείνει να αρνηθεί την αντικοινωνική του επιδίωξη απόλυτης κυριαρχίας.
Παράλληλα προς αυτές τις μορφές αντίδρασης υφίσταται και μια άλλη, όχι τόσο αντίδραση, όσο ροπή. Η ροπή αυτή επισημάνθηκε από φωτισμένους στοχαστές των προηγούμενων αιώνων περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένα, άλλοτε ως ανομία (Emile Durkheim) ή ως παρακμή (Oswald Spengler) άλλοτε ως μηδενισμός (Friedrich Nietzsche) ή αλλοτρίωση (Karl Marx) ή ακόμη κι ως νεύρωση (Sigmund Freud). Οι θεωρητικές αφετηρίες και ο επιστημολογικός στόχος μπορεί να διαφέρει σε όλες τις προηγούμενες διατυπώσεις, αλλά το στοιχείο που αποτελεί κοινό τόπο αποκωδικοποιείται στην αγωνιώδη διαπίστωση πως ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, έχοντας διακηρύξει πως «ο Θεός πέθανε» και αφού τοποθέτησε στο θρόνο του υπερβατικού εκκοσμικευμένα υποκατάσταστα, εισήλθε σε μια φάση εσωτερικής αποσύνθεσης, όπου η απορρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και των συλλογικών ταυτοτήτων συνοδεύει την πρόοδο της τεχνικής, με αποτέλεσμα η πηγή ζωής των κοινωνιών που είναι ένα κάποιο πρωτο-νόημα να εκλείπει. Το πρωτο-νόημα αυτό συρρικνώθηκε στο αίτημα της ναρκισσικής αυτοκατάφασης διαμέσου της κατανάλωσης ανθρώπων και αντικειμένων. Η ροπή αυτή μπορεί να διαγνωστεί κοινωνικά με αναφορά σε μια ποικιλία συμπεριφορών που συγκροτεί μια κλίμακα η οποία αρχίζει με τον οικονομικό αριβισμό και τελειώνει στην πολιτική παθητικότητα των μαζών.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν, χωρίς να καταλήγουμε στους ιδεολογικούς παραλογισμούς του υπερανθρώπου και της τέλειας κοινωνίας απόλυτης ελευθερίας, μπορούμε να σχηματίσουμε μια ρεαλιστική εικόνα ελευθερίας και δίκαιης κοινωνίας σε έναν κόσμο περατό και σε μια ανθρωπότητα με βιολογικές, ψυχολογικές και πνευματικές ανάγκες. Yπήρξαν, κατά το παρελθόν, θεσμοί που πραγμάτωναν έστω και ελλειπτικά το ιδεώδες αυτό; Είναι εφικτό σήμερα να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις μιας θέσμισης ικανής να δώσει τέλος σε αυτή τη μεσοβασιλεία∙ ικανής να φέρει τον κάθε πολίτη σε θέση συνδιαμορφωτή της εικόνας της δικαιοσύνης για την κοινωνία του; Προφανώς η λύση είναι βέβαιο πως δεν μπορεί να αναζητηθεί εντός του ιδεολογικού και επιστημολογικού πλαισίου που προκαλεί το αδιέξοδο, υποβιβάζοντας την πολιτική σε μια δευτερεύουσα λειτουργία του κοινωνικού οργανισμού. Η αναζήτηση ενός νέου πλαισίου ανατίμησης της πολιτικής ως πεδίου άμεσης πραγμάτωσης της ελευθερίας και της δημιουργικής ικανότητας του προσώπου κατά τη διαδικασία της θέσμισης της κοινωνίας είναι εφικτή, αρκεί κάτι τέτοιο να αποτελέσει κεντρικό στοιχείο της επιθυμίας των πολλών. Εμείς μπορούμε για την ώρα να ρίξουμε τη σπορά, την οποία προσδοκούμε να θερίσουν οι ανατρεπτικοί άνεμοι του μέλλοντος.

Πρώτη δημοσίευση: Non Neutral, 07/01/2017