Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Σωτήρης Αμάραντος: Εις όφελος ποίου διαπραγματεύονται;

Σωτήρης Αμάραντος




«Υπάρχουν δυο αλήθειες σ΄ αυτόν τον κόσμο οι οποίες δεν πρέπει ποτέ να αποσυνδέονται: 1. ότι η κυριαρχία ανήκει στο λαό, 2. ότι ο λαός δεν πρέπει ποτέ να την ασκεί»
Antoine de Rivarol (1753-1801)

H χρονική συγκυρία έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών αναφορικά με το ενδεχόμενο ανάληψης κυβερνητικών καθηκόντων από ένα κόμμα της αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε ενώπιον μιας τετραπλής πρόκλησης. Οι δυο πρώτες προκλήσεις αφορούσαν την οικονομική και διοικητική διάσταση της διακυβέρνησης, στην προοπτική της ανασυγκρότησης ενός σύγχρονου κράτους, το οποίο θα εξασφάλιζε ένα ελάχιστο ποιοτικών υπηρεσιών στον πολίτη, ενώ ταυτόχρονα θα απελευθέρωνε και θα ανέπτυσσε το οικονομικό, το τεχνολογικό και το εκπαιδευτικό κεφάλαιο της κοινωνίας.
Για να συμβεί αυτό, θα έπρεπε πρώτον στο εξωτερικό μέτωπο να άρει τις συνθήκες μονοσήμαντης υπαγωγής στις εξουσιαστικές ορέξεις των δανειστών, οι οποίες προκαλούν οικονομική ασφυξία και δεύτερον, στο εσωτερικό μέτωπο να έρθει σε ρήξη με τις οργανωμένες εκείνες ιδιοτέλειες, οι οποίες άμεσα ή έμμεσα λυμαίνονται το δημόσιο συμφέρον και οι οποίες για τη διατήρηση των προνομίων τους προβάλλουν με όρους πίεσης εκλογικής πελατείας, το αξίωμα της μη μεταρρύθμισης των κρατικών δομών, το οποίο μάλιστα δεν διστάζουν ενίοτε να το παρουσιάζουν ως αριστερό ριζοσπαστισμό.
 Έναντι αυτών που είχε χρέος να πράξει, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αναλώθηκε στο εξωτερικό σε μια υπερφίαλη και αναποτελεσματική επικοινωνιακή πολιτική, η οποία δεν είχε ως άξονα αναφοράς ένα σαφές σχέδιο διαπραγμάτευσης που θα υπηρετούσε στόχους ρεαλιστικούς, αλλά βασίστηκε στην «αυθεντία της χαρισματικής προσωπικότητας» ενός μέλους της και σε μια νεφελώδη ρητορεία περί ανατροπής των συσχετισμών δύναμης στην Ε.Ε. Φυσικά, το μόνο που κατορθώσε ήταν συμβολικού και παραπλανητικού χαρακτήρα μεταβολές στην επικοινωνιακή διαχείριση του ελληνικού προβλήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αντικατάσταση του όρου «Τρόικα» από τον όρο «Θεσμοί»! Στο εσωτερικό, έστρεψε όλη την ενεργητικότητά της στην ανασύσταση ενός μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης με επίκεντρο την ελευθεριότητα. Πρόκειται για το εγχείρημα εκείνο που εγγράφεται ως συνέχεια της «μεγάλης» σχολής πολιτικής σκέψης που εγκαινίασε η πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και που με συνέπεια υπηρέτησαν όλες οι μετέπειτα εκτελεστικές εξουσίες, ανεξαρτήτου ιδεολογικής τοποθέτησης και που η οποία θέτει ως προτεραιότητα την απογύμνωση του κοινωνικού σώματος από τις αξιακές του ορίζουσες, ενώ παράλληλα προωθεί τη σχετική ανεκτικότητα της εξουσίας προς την εγκληματική παρέκκλιση και τη διαφθορά, ώστε να δημιουργηθούν οι ιδεολογικές προϋποθέσεις της ηθικής παρακμής και η κατάρρευση κάθε ίχνους αισθήματος δικαίου στην κοινωνία. Στην τελική φάση αυτών των διαδικασιών παρατηρούμε τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος σε ασύνδετα μεταξύ τους άτομα, τα οποία είτε θα επιλέξουν τον δρόμο της ενσωμάτωσης, είτε θα καταφύγουν στον έσω εαυτό, αναζητώντας με τη βοήθεια της φαντασίας, τη μόνωση και την προστασία από έναν άκρως τοξικό εξωτερικό κόσμο. Εδώ τα παραδείγματα που μπορούμε να αναφέρουμε είναι πολλά και αφορούν τόσο την ευθύνη της κυβέρνησης ως προς την παθητικότητα της έναντι των ομάδων δύναμης που διαιωνίζουν την παρασιτική τους αγκίστρωση στο κράτος, όσο και την ενεργητικότητά της σε επιμέρους τομείς άσκησης των πολιτικών της, όπως στον τομέα της αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας, με την περίφημη πρόταση για την κατάργηση της αριστείας και την επανένταξη των κομματικών νεολαιών στη λήψη των αποφάσεων στις πανεπιστημιακές σχολές ή όπως στην τακτική πολιτική επιλογή να ανέλθει στο αξίωμα του Προέδρου της πολιτείας ο Π. Παυλόπουλος, ένας πολιτικός που βρέθηκε κατά το παρελθόν στον σκληρό πυρήνα της ομάδας των «ειδικών» του Συντάγματος οι οποίοι κατοχύρωσαν νομικά την ατιμωρησία και το «ευ κακουργείν» έναντι του ελληνικού λαού. Τα συμπτώματα αυτά, συμβολίζουν την τάση του ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει το ψηφοθηρικό αλισβερίσι και να χρησιμοποιήσει το κράτος ως βασικό μηχανισμό για την ιδιοποίηση των κοινωνικών αγαθών.                                                        
Εάν τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ είναι τόσο αποκαρδιωτικά ως προς τη συστημική διαχείριση του καπιταλισμού, για την οργάνωση ενός κράτους δηλαδή που θα είχε ως θεμέλιά του τη σχετική οικονομική αυτονομία και την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, στις επόμενες δύο προκλήσεις οι επιδόσεις του αξιολογούνται υπό του μηδενός. Η τρίτη πρόκληση σχετίζεται με τις ιδεολογικές καταβολές του ΣΥΡΙΖΑ, άρα με τη σοσιαλιστική αναφορά του πολιτικού του προτάγματος και γενικά την τοποθέτησή του στην αριστερή πλευρά του κοινοβουλευτικού συστήματος. Θα ήταν συνεπές λοιπόν, την ανάληψη της εξουσίας από μια αριστερή κυβέρνηση να ακολουθήσει, όχι μόνο μια απλή αποκατάσταση των αδικημένων, από την κρίση, οικονομικά στρωμάτων, αλλά μια γενναία αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των μη προνομιούχων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο διέψευσε τον ίδιο του τον προεκλογικό εαυτό, αλλά και φρόντισε να αντιμετωπίσει τη λεγόμενη ανθρωπιστική κρίση, την οποία όλο το προηγούμενο διάστημα είχε εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά με αμετροέπεια, με επίσημες πολιτικές ελεημοσύνης, όπως τα συσσίτια και μετατρέποντας τους εξαθλιωμένους πολίτες σε θεσμικά κατοχυρωμένους επαίτες.
Η τέταρτη πρόκληση, που αξιολογείται ως η σημαντικότερη, έχοντας κατά νου ότι συνδέεται αιτιακά με τα λοιπά προβλήματα που ακροθιγώς θίξαμε στις πιο πάνω γραμμές, υπερβαίνει τις οριοθετήσεις μιας συμβατικής πολιτικής πραγματικότητας, έτσι όπως εγκαινιάστηκε με τον Διαφωτισμό και τις αστικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις, διότι θέτει στο επίκεντρό της, το ζήτημα της λήψης των αποφάσεων για μια κοινωνία, δηλαδή παραπέμπει στο πρόβλημα της πολιτικής ελευθερίας. Όπως ο εισηγητής του όρου κομματοκρατία, Γιώργος Κοντογιώργης έδειξε, το νέο ελληνικό κράτος θεμελιώθηκε για να στερήσει από τις δυνάμεις της κοινωνίας το παρελθόν της ατομικής, κοινωνικής-οικονομικής και πολιτικής αυτονομίας και να ενταχθεί στο χώρο της ιδεολογικής επιρροής ενός συστήματος εξουσίας όπου υποβιβάζει τη δυνατότητα ενεργητικής πολιτικής παρουσίας, στο δικαίωμα του, νομιμοποιητικού της ολιγαρχίας, εκλέγειν, δηλαδή στη μεταβίβαση δια μέσου των εκλογών της πολιτικής αρμοδιότητας της κοινωνίας σε τρίτους. Αυτός ο ανισόρροπος και υποχρεωτικός εναγκαλισμός μιας κοινωνίας που τη χαρακτήριζε ιστορικά η υψηλή πολιτική συνείδηση, με τη θεσμική ενσωμάτωση ενός ιεραρχικά διατεταγμένου πολιτικού συστήματος, το οποίο απογυμνώνει τους πολίτες από κάθε δυνατότητα ανεξάρτητης και ανένταχτης παρουσίας στα δημόσια πράγματα, εντείνει για την Ελλάδα το διεθνές πρόβλημα της ολιγαρχικής διακυβέρνησης. Όπως έχουμε δείξει αλλού, το ελληνικό πρόβλημα αποκωδικοποιείται ως άρση της ισορροπίας μεταξύ ατομικού και συλλογικού, από την στιγμή που οι όροι του συλλογικού είναι αντικείμενο ετερόνομης θέσμισης. Το ατομικό, από τη στιγμή που δεν μπορεί να απολαύσει και να ασκήσει την αυτονομία του εντός του συλλογικού, είτε προσπαθεί να το ιδιοποιηθεί με τους δικούς του όρους (από εδώ προκύπτει το έμψυχο δυναμικό που θα στελεχώσει τους ετερόνομους θεσμούς που μεταγγίστηκαν στο ελληνικό κράτος από την εμπειρία της Δύσης), είτε αποσύρεται στην ιδιωτική σφαίρα, αναμένοντας τη σωτηρία από την κομματική εκείνη δύναμη που θα του προσφέρει τις πειστικότερες ελπίδες για το μέλλον. Άρα, πρόκειται για μια διττή στρέβλωση που σχετίζεται τόσο με την ετερονομία των θεσμών, όσο και με τη δομή της προσωπικότητας αυτών που στη συνέχεια καλούνται να αναλάβουν την ευθύνη των θεσμών.                                                     
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, κάθε πολιτική εκπροσώπηση εντός του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, ανεξάρτητα από την ιδεολογική της τοποθέτηση στην αριστερή, στη δεξιά ή στη κεντρώα ιδεολογική πλατφόρμα, συμφωνεί και επιδιώκει στην πράξη την ολιγαρχική διαχείριση των κοινωνιών, δηλαδή τη στέρηση της πολιτικής ελευθερίας για την συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνών. Αυτομάτως προκύπτει μια ουσιώδης διάκριση, μεταξύ αυτών που ασκούν και αυτών που υφίστανται την πολιτική εξουσία και η οποία τοποθετεί καταστατικά τους πρώτους σε μια ειδική κοινωνική τάξη. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως το δημοκρατικό πολίτευμα έχει ως στόχο την εξασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης όλων των κοινωνικοποιημένων ατόμων στο εγχείρημα της λήψης των αποφάσεων για τα δημόσια πράγματα, υπερβαίνοντας όλα εκείνα τα προσχώματα που θέτει η φυσική, η κληρονομική και η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Ουσιαστικά η δημοκρατία είναι το μέσο για την απόλαυση της αυτονομίας, όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στις λοιπές σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης, που εάν έμεναν ανέγγιχτες, θα διαιώνιζαν τις αδικίες που προϋποθέτει ο τρόπος της μη πολιτικής διαχείρισης της ανθρώπινης αναγκαιότητας του βίου. Αντίθετα, σε ένα ολιγαρχικό καθεστώς, όπως αυτό που βιώνουμε στον ανεπτυγμένο κόσμο, η πολιτική βρίσκεται σε διάσταση με τον πολίτη, ενώ η οικονομική και επικοινωνιακή συγκυρία μετατρεπόμενη σε κεφάλαιο, εντάσσει τους κατόχους του στην ίδια ανώτερη κοινωνική τάξη με τους αποκλειστικούς κατόχους της πολιτικής πρωτοβουλίας.               
Επιστρέφοντας μετά από αυτή τη μεγάλη, αλλά αναγκαία, παρένθεση στο πρόβλημα που θέτει στην πορεία της χώρας, σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι της διαπραγμάτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, θα λέγαμε πως αδυνατεί να επιφέρει τις συντριπτικές εκείνες αλλαγές που θα απελευθέρωναν την πολιτική αρμοδιότητα της κοινωνίας, ακριβώς διότι αποτελεί ο ίδιος μέρος του όλου προβλήματος. Ως κυβερνητική δύναμη, είναι υποχρεωμένος αφενός να εκπροσωπήσει στις διαπραγματεύσεις όλα εκείνα τα συμφέροντα που συναρμόζονται κατά την ταξική κυριαρχία των εγχώριων ελίτ επί του συνόλου της κοινωνικής διαστρωμάτωσης του ελληνικού κράτους και αφετέρου να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή δια μέσου της οποίας επικυρώνεται η ταξική κυριαρχία και ανισότητα.                                                                       
Για να γίνει κατανοητή η προηγούμενη θέση για το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης θα πρέπει ίσως να επιμείνουμε στην γενεαλογία της ελληνικής κρίσης και στα αποτελέσματά της. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι υπεύθυνες για τη διαχείριση του κράτους κομματικές δυνάμεις, επιδιδόμενες σε μια χωρίς μέτρο άσκηση ληστρικών επιδρομών, εις βάρος των υπολοίπων κοινωνικών στρωμάτων υπονόμευσαν τόσο δομικά όσο και λειτουργικά τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, καθιστώντας τον αναποτελεσματικό και ακραία ελλειμματικό. Οι οικονομικές απώλειες για μεγάλο διάστημα καλύπτονταν από τον εξωτερικό δανεισμό. Η συγκυρία όμως της διεθνούς οικονομικής κρίσης έθεσε με απόλυτο τρόπο τέλος σε αυτή τη συστημική διέξοδο. Οι δανειστές αξιοποιώντας τις αδυναμίες του ελληνικού κράτους, τη διεφθαρμένη πολιτική ελίτ και το τεράστιο χρέος, έθεσαν τους όρους τους για τη συνέχιση των δανειακών εμβασμάτων προς την ελληνική κυβέρνηση. Οι όροι φυσικά δεν είχαν καμιά σχέση με τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά με την απόπειρα έκδηλης και ισχυρής παρουσίας του εξωτερικού παράγοντα στην εσωτερική διευθέτηση της εξουσίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να διαπραγματευτούν τη θέση της εγχώριας ολιγαρχίας στη νέα νομή της εξουσίας. Γι ΄αυτό και όλα τα μνημονιακά μέτρα, που ήταν το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης δεν έθιξαν κατά κανόνα τα προνόμια της οικονομικής, επικοινωνιακής και πολιτικής ελίτ, παρά τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Μπορεί οι μισθοί και οι συντάξεις να γνώρισαν μια χωρίς προηγούμενο μείωση, αλλά το πελατειακό κράτος έμεινε αλώβητο, μπορεί η φορολογία των χαμηλών και πολλές φορές ανύπαρκτων εισοδημάτων να άγγιξε αναλογικά ιστορικές στιγμές που ο ελληνισμός βρέθηκε κάτω από την σκλαβιά του κατακτητή και η ανεργία να εκτοξεύτηκε στα ύψη, αλλά οι ασυλίες των βουλευτών και οι οικονομικές τους απολαβές απέκτησαν χαρακτήρα ταμπού, που εάν κανείς τολμούσε να ακουμπήσει στιγματιζοταν ως υπονομευτής της φυσικής τάξης του κόσμου!                         
Εάν θελήσουμε να υπερβούμε τα υπάρχοντα σχήματα σκέψης που εγκλωβίζουν την αντιληπτική μας στις δεδομένες πολικότητες του κοινοβουλευτισμού, δηλαδή στις ενδοταξικές συγκρούσεις των κομματικών ελίτ για την ανακατανομή της εξουσίας στο εσωτερικό της πολιτικής τάξης και εάν τοποθετηθούμε έναντι της πραγματικότητας με την καθαρότητα που μας προσφέρει η γνώση για την καταστατική θέση στο σύστημα κυριαρχίας των κομματικών ολιγαρχιών, θα συνειδητοποιούσαμε τον ουτοπικό χαρακτήρα της συναισθηματικής επένδυσης που προκύπτει ως ελπίδα μέσα από την απλή εναλλαγή των κομματικών πλειοψηφιών στη βουλή και άρα στη διακυβέρνηση της χώρας. Ας μη λησμονούμε, πως η έννοια της καταστατικής θέσης των κομμάτων στο εσωτερικό του συστήματος, μάς πληροφορεί για τις εξαρτήσεις που συνάπτονται μέσα από την ίδια τους την παρουσία, σε μια ιεραρχικά διατεταγμένη πολιτική, οικονομική και τελικώς κοινωνική δομή. Γι΄ αυτό και η πραγμάτωση των κοινωνικών προσδοκιών και αιτημάτων προς τα κόμματα θα προϋπέθετε στο μικροεπίπεδο, τον εκδημοκρατισμό της εσωτερικής τους προσωποπαγούς διάρθρωσης και στο μακροεπίπεδο την πολιτειακή αλλαγή. Η πραγμάτωση της λαϊκής ελπίδας επιβάλλει, για να έχει ρεαλιστικό περιεχόμενο, την αυτοκατάργηση των κομματικών δυνάμεων με τη μορφή που τις γνωρίζουμε σήμερα. Και αφού έως ετούτη τη στιγμή, καμιά τέτοια διάθεση δεν μπορούμε να εντοπίσουμε στην κυβερνώσα παράταξη, είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε γιατί τόσο εύκολα το σχίσιμο των μνημονίων έγινε, μέσα σε λίγους μήνες, σχήμα λόγου, γιατί οι κόκκινες γραμμές της διαπραγμάτευσης ξέβαψαν και πως σταδιακά επιστρέφουμε στο λεξιλόγιο του πολιτικού «ρεαλισμού». Τις κορώνες της ριζοσπαστικής και με κοινωνικό πρόσημο πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, διαδέχεται σταδιακά η επίκληση της επαπειλούμενης καταστροφής από ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από τη συναστρία του ευρώ, ως τιμωρία σε μια κυβέρνηση που θα προσπαθούσε να είναι συνεπής προς τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Για την στρατηγική των εγχώριων ελίτ, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, όπως και μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας αύριο, αποτελούν ίσως τους τελευταίους άσσους παράτασης της κυριαρχίας τους. Το μεγάλο ερώτημα είναι μέχρι ποιου σημείου οι κοινωνικές δυνάμεις είναι διατεθειμένες να παρακολουθούν την προδιαγεγραμμένη πορεία τους προς τον όλεθρο;



Πρώτη δημοσίευση: Αντιφωνικά Ιστολόγια, 2-7-2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου