Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Σ. Αμάραντος: Η στρατηγική σύγκλιση Αριστεράς και Δεξιάς





                                                       
                                                           
  
                                                           Σωτήρης Αμάραντος 
Τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρούμε μια όλο και μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, σε βαθμό, μάλιστα, που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ακόμη και για στρατηγική συμμαχία. Τους άξονες αυτής της σύγκλισης, η οποία προϋποθέτει αμοιβαίες μετατοπίσεις, θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε, καθώς και τις κοινωνικές και πολιτικές τους συνέπειες.
Όσον αφορά την Αριστερά, η μετατόπιση εντοπίζεται στη σταδιακή εξασθένηση, έως και εξάλειψη από τον ιδεολογικό της λόγο, του αιτήματος του λεγόμενου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτός σχετίζεται με την άρση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την καπιταλιστική, μέσω της επαναστατικής (ή έστω της μεταρρυθμιστικής) διαδικασίας, η οποία θα επέτρεπε την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κατάλυση της ταξικής κοινωνίας.
Η κλασική Αριστερά του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα εντόπιζε στον χώρο της οικονομίας, την ιστορική πραγμάτωση της διαλεκτικής κίνησης της ύλης (μεταφυσική του υλισμού). Λαμβάνοντας ως αιτία κάθε κοινωνικής, πολιτικής, ιδεολογικής και διαπροσωπικής σχέσης, τη διάταξη των δυνάμεων στον χώρο της οικονομίας (οικονομική βάση), όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί μιας κοινωνίας, καθώς και όσα συμβαίνουν εντός τους, θεωρήθηκαν ως επιφαινόμενα.
Με απλά λόγια, από τη στιγμή που στην καπιταλιστική κοινωνία η ταξική ανισότητα έχει ως σημείο εκκίνησης την οικονομία, μοιραία, αυτή αναπαράγεται σε όλους τους άλλους τομείς της κοινωνίας. Ανάμεσα στα επιφαινόμενα, κεντρικές θέσεις για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων θεωρήθηκε ότι είχαν το κράτος, η θρησκεία και η οικογένεια. Κάτω από αυτή την προοπτική η κλασική Αριστερά, πέραν της οικονομίας, άσκησε δριμύτατη κριτική και στα τρία αυτά κεντρικά επιφαινόμενα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως από τη δεκαετία του ’60 και ύστερα, ο καπιταλισμός επέτρεψε -ως ένα βαθμό- τη μερική μείωση των οικονομικών ανισοτήτων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πολιτική και οικονομική κατάρρευση της ΕΣΣΔ, συνέπεσε με προβλήματα που προέκυψαν στον χώρο της Αριστεράς. Τα προβλήματα αυτά έθεσαν σε δεύτερη μοίρα την επαναστατική προοπτική της μετάβασης στον σοσιαλισμό. Προέταξαν αιτήματα που σχετίζονται περισσότερο με ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, όπως η αυτοπραγμάτωση, η κατανάλωση, η σεξουαλική απελευθέρωση κλπ.
Από τη στιγμή που ο οικονομικός μετασχηματισμός παύει να αποτελεί κεντρικό πρόταγμα και στη θέση του τοποθετούνται τα αιτήματα ιδιωτικής απόλαυσης, αυτό που μένει από την ιδεολογική κληρονομία της κλασικής Αριστεράς είναι η κριτική στα μορφώματα του έθνους, της θρησκείας και της οικογένειας. Αυτά, με τα αξιακά πρότυπα που «διδάσκουν» και τα καθήκοντα που επιβάλλουν, δείχνουν να στέκονται εμπόδιο.

Σύγκλιση Αριστεράς-Δεξιάς

Σε σχέση με την κλασική Δεξιά τώρα, τα πράγματα θα λέγαμε πως είχαν μια άλλη πορεία, η οποία όμως καταλήγει στον ίδιο τερματισμό. Ποτέ για την καπιταλιστική τάξη έως τα σχετικά πρόσφατα χρόνια, η οικονομική δραστηριότητα δεν αποτέλεσε αυτοσκοπό. Δηλαδή, ποτέ δεν είχε ξεγυμνώσει τον εαυτό της από αξιακές ορίζουσες που δικαιολογούσαν με κάποιο τρόπο την οικονομική δραστηριότητα. Έτσι, κατά τη διάρκεια του βιομηχανικού καπιταλισμού, που η οικονομική δραστηριότητα είχε ως πυρήνα της το έθνος-κράτος, ακόμη και υπό την ιμπεριαλιστική του εκδοχή, η παράμετρος της παραγωγής βρέθηκε στο επίκεντρο όλων των προσπαθειών, καθώς οι ανάγκες του συστήματος αφορούσαν την συσσώρευση κεφαλαίου.
Η καπιταλιστική τάξη στήριξε την έννοια του έθνους, της θρησκείας και της οικογένειας, οι οποίες προμήθευαν τις μάζες με το κατάλληλο αξιακό υλικό για μια ζωή προσανατολισμένη στο μοντέλο της παραγωγής που είχε επικρατήσει. Η μεταπολεμική, όμως, αναδιάταξη των οικονομικών σχέσεων σχετίζεται με την έξοδο του πιο δυναμικού και συνάμα τυχοδιωκτικού μέρους της σύγχρονης οικονομίας από τον εθνοκρατικό κορμό. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη στροφή του οικονομικού μοντέλου προς την κατανάλωση, μετέβαλαν τους ιδεολογικούς στόχους της Δεξιάς. Τώρα πλέον αντιλαμβάνεται το έθνος, τη θρησκεία και την οικογένεια, ως βασικά εμπόδια για την επιτυχία της.
Αίφνης, παρατηρούμε πως η νέα Αριστερά και η νέα Δεξιά συγκλίνουν πλήρως, τόσο ως προς τον προσδιορισμό των ιδεολογικών τους αντιπάλων όσο και ως προς τα πολιτικά τους ζητούμενα που είναι η οικονομική ανάπτυξη και η ατομική κατανάλωση. Προνομιακό πεδίο της συντεταγμένης πολεμικής εναντίον των αντιπάλων τους είναι η θετικά φορτισμένη περιοχή των δικαιωμάτων ειδικών κατηγοριών μειονοτήτων. Πρόκειται για μια περιοχή που δεν ταυτίζεται με τον χώρο των κοινωνικά αποκλεισμένων, την οποία επέβαλε η δομή και λειτουργία του κλασικού αστικού κράτους.

Ο εγωιστής άνθρωπος

Στο σημείο αυτό κρίνονται αναγκαίες ορισμένες διευκρινίσεις. Το κλασικό αστικό κράτος, όπως είδαμε, βασιζόταν στο κοινωνικό μοντέλο της παραγωγής. Στόχευε διαμέσου των ορθολογικών του διαδικασιών, του οργανωμένου καταμερισμού της εργασίας και του λεπτομερούς διαχωρισμού του εργασιακού και του ελεύθερου χρόνου, στον έλεγχο του νου των ανθρώπινων υποκειμένων.
Ο υψηλός βαθμός ελέγχου και ρουτίνας, που προέκυπτε από τον τρόπο διευθέτησης της εργασίας και του ελεύθερου χρόνου, έβρισκε ένα ισχυρό αντιστάθμισμα στο γεγονός ότι ήταν σε θέση να εξασφαλίζει ένα υψηλό επίπεδο υπαρξιακής ασφάλειας, καθώς συνέδεε την ατομική βιογραφία με έναν ισχυρό συλλογικό σκοπό. Μέσα από αυτόν, το υποκείμενο μπορούσε να καταγράφει και να αποτιμά την προσωπική του εξέλιξη.
Κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος σε αυτήν την κοινωνία είναι ο εγωιστής άνθρωπος. Ένα ον, το οποίο έχοντας συγκεκριμένες αφετηρίες και σκοπούς, επιδιώκει να εντάξει στη σφαίρα ισχύος του συγκεκριμένα στοιχεία του αντικειμενικού κόσμου. Σε έναν κόσμο που κυριαρχεί το εγωιστικό πρότυπο είναι λογικό, εκτός από τις επιτυχημένες βιογραφίες, να συναντούμε εξίσου και αποτυχημένες. Οι αποτυχημένες, λοιπόν, βιογραφίες, συνιστούν τις ομάδες του περιθωρίου του κλασικού αστικού κράτους. Αυτές αποκτούν νέα σημασία στην επόμενη φάση, στη φάση της διεθνοποίησης των αγορών.
Στην εποχή του κλασικού αστικού κράτους, οι ομάδες του περιθωρίου είχαν μια συγκεκριμένη θέση στο οικονομικό σύστημα και ταυτόχρονα μια πολιτική εκπροσώπηση, από την παραδοσιακή Αριστερά. Στην παρούσα φάση, χαρακτηρίζονται από την κοινωνική απροσδιοριστία της θέσης τους στην κυρίαρχη δομή και από την έλλειψη πολιτικής εκπροσώπησης. Σχετικά παραδείγματα μπορούμε να αντλήσουμε από τις σχέσεις που οικοδομούνται διεθνώς από τις ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) προς τις νέες ομάδες του περιθωρίου. Οι ΜΚΟ τις συντηρούν στα όρια της επιβίωσης, χωρίς να θέτουν το ζήτημα της πλήρους οικονομικής και κοινωνικής τους αποκατάστασης.

Ο νάρκισσος

Η μετάλλαξη του πλαισίου στις δυτικές κοινωνίες και η μετατόπιση από το μοντέλο της παραγωγής στο μοντέλο της κατανάλωσης, μετέβαλε και το πρότυπο του ελέγχου των μαζών. Από τα ορθολογικά μέσα, που στόχευαν κυρίως στην πειθαρχία του νου, περάσαμε στην απόπειρα ελέγχου της προσωπικότητας μέσω της απόλαυσης, δηλαδή μέσω του επηρεασμού των επιθυμιών. Στην κοινωνία αυτή, ο βασικός ανθρωπολογικός τύπος είναι ο νάρκισσος. Αυτός, σε αντίθεση με τον εγωιστή που γνώριζε τα προσωπικά του όρια και επεδίωκε να τα διευρύνει, αγνοεί τα σύνορα μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού, θεωρώντας αυτονόητα πως καθετί του ανήκει.
Ο νάρκισσος είναι η ιδανικότερη προσωπικότητα για ένα διεθνοποιημένο οικονομικό σύστημα, το οποίο αντιπαθεί κάθε σκοπό που δεν περνά μέσα από τις διαδικασίες της αγοράς. Τα συλλογικά προτάγματα, τα οποία είχαν ως φορείς τους το έθνος, τη θρησκεία και την πυρηνική οικογένεια, στον βαθμό που δεν υπηρετούν το ναρκισσιστικό αίτημα της απόλαυσης και άρα δεν ενισχύουν μονοσήμαντα την επιθυμία για κατανάλωση, συνιστούν το νέο εχθρό του συστήματος.
Η νέα διάταξη των οικονομικών και εξουσιαστικών σχέσεων χρειάζεται, πέραν των πρακτικών αξιών, και ένα ιδεολογικό έρεισμα, μια πηγή νομιμοποίησης των επιλογών της. Το ιδεολογικό έρεισμα βρέθηκε στο ευρύτερο πεδίο των λεγόμενων δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Γενικά, θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε σε τρεις ευρύτερες κατηγορίες τις μειονοτικές ομάδες.
  • Πρώτον, είναι οι ομάδες του οικονομικού περιθωρίου που ήδη περιγράψαμε.
  • Δεύτερον, οι ομάδες εκείνες που συγκροτούν πολιτισμικές μειονότητες.
  • Τρίτον, μια σημαντική μερίδα των ανωτέρων τάξεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το ανικανοποίητο και την έλλειψη υπαρξιακής πληρότητας, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν την απόλαυση σε ό,τι η προηγούμενη εποχή θεωρούσε παρέκκλιση.

Το χρέος της εκπροσώπησης

Ας επιστρέψουμε στην αφετηρία του προβληματισμού μας. Τόσο η νέα Αριστερά όσο και η νέα Δεξιά, από τις τρεις αυτές ευρύτερες κατηγορίες μειονοτήτων, μόνο για τη δεύτερη και την τρίτη νιώθουν το «χρέος» της εκπροσώπησης, κατά τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Το ερώτημα που προκύπτει, βέβαια, είναι αν πίσω από την έντονη πολιτική κινητοποίηση και ευαισθητοποίηση των δυνάμεων αυτών για τις μειονότητες, βρίσκεται μια αυθεντική επιθυμία προάσπισής τους, ή μια απόπειρα ισχυροποίησης των διεθνοποιημένων αγορών. Ισχυροποίησης μέσω της διάλυσης των ευρύτερων συλλογικών ταυτοτήτων και κατακερματισμού των κοινωνιών σε μαχητικές και αλληλοσπαρασσόμενες μειονότητες.
Οι εξελίξεις αυτές ωθούν τις κοινωνικές δυνάμεις, που βιώνουν ως απειλή τα νέα δεδομένα, στην αναζήτηση πολιτικής στέγης πρώτον στις παραδοσιακές ιδεολογίες του πατριωτισμού και δεύτερον σε μορφώματα εθνικιστικού και νεοφασιστικού προσανατολισμού. Η επιστροφή στο ιδεολογικό μοντέλο του κλασικού έθνους-κράτους παρουσιάζεται ως το αντίδοτο στην κυριαρχία των αγορών.
Τέλος, μπορούμε να παρατηρήσουμε έναν σημαντικό αριθμό πολιτών, οι οποίοι δείχνουν να μην καλύπτονται από κανένα αποκρυσταλλωμένο πολιτικό σχήμα. Βρίσκονται σε μια φάση ζυμώσεων, καθώς ακόμη δεν έχουν διαμορφώσει ούτε ξεκάθαρο πρόταγμα ούτε οργανωτική βάση. Το σίγουρο είναι πως βλέπουν με καχυποψία και την κυριαρχία των αγορών και την επιστροφή στο παραδοσιακό αστικό έθνος-κράτος.
Ταυτόχρονα, αντιδρούν προς τα ολιγαρχικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών και σύγχρονων κομμάτων και της Αριστεράς και της Δεξιάς. Στον βαθμό που δεν αφομοιωθούν από την πόλωση που αναμένεται το επόμενο διάστημα να προκαλέσουν οι δυο βασικοί πόλοι, προκύπτουν άκρως ενδιαφέροντα ερωτήματα για την ενδεχόμενη μελλοντική τους παρέμβαση στην ιστορική διαδικασία.


Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Σωτήρης Αμάραντος: Η ιδιοποίηση του κράτους από το κομματικό σύστημα*

                                      Σωτήρης Αμάραντος Βασική προϋπόθεση για την άσκηση πολιτικής φιλελεύθερου ή αριστερού προσανατολισμού είναι η «ύπαρξη» κράτους. Οι κλασικοί στοχαστές και των δυο ηγεμονικών, κατά τη νεωτερικότητα, πολιτικών προσεγγίσεων, ακόμη κι αν έθεταν ως κεντρική επιδίωξή τους τη σταδιακή συρρίκνωση, ή ακόμη και εξάλειψη της κρατικής οντότητας, δεν υποτίμησαν την κρισιμότητα του ρόλου του. Ειδικώς κατά την περίοδο που προετοιμάζεται η πραγμάτωση των κοινωνικών τους ουτοπιών (κοινωνία αρμονίας ιδιωτικών συμφερόντων για τους μεν, κομμουνιστική κοινωνία για τους δε).

Στη χώρα μας, εξαιτίας των ιστορικών της ιδιαιτεροτήτων, οι οποίες αφορούν την εκ των άνω επιβολή της πολιτικής οργάνωσης, αρχικώς της βασιλείας και στη συνέχεια του κοινοβουλευτισμού, οι κομματικοί συνασπισμοί ιδιοποιούνται πλήρως το κράτος. Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεμελιώδη αντινομία: Η εγχώρια πολιτική ελίτ, δεν μπορεί να εξασφαλίσει το ταξικό της συμφέρον, εάν δεν κινητοποιήσει διαδικασίες που αποδομούν τους κρατικούς θεσμούς, τους οποίους όμως παράλληλα, τους έχει ανάγκη, ώστε να εξασφαλίζει την ηγεμονία της.
Σε αυτό ακριβώς το αρνητικό γεγονός έγκειται, κατά τη γνώμη μας, η ουσιώδης συγγένεια όλων των ελληνικών κομμάτων, τα οποία στον βαθμό που εγείρουν αξιώσεις κυριαρχίας, εντός του υπάρχοντος πολιτικού τοπίου, θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως μια ειδική κοινωνική τάξη. Περισσότερο αναλυτικά, θα λέγαμε πως η εγχώρια πολιτική ελίτ συνιστά μια παρασιτική κοινωνική τάξη, που ασκεί εκμετάλλευση στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Οι όποιοι τριγμοί και συγκρούσεις που αναδύονται μεταξύ των κομμάτων δεν προσδιορίζονται από ιδεολογικές αντιθέσεις. Αντίθετα, θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως προσπάθειες ανακατανομής της ισχύος στο εσωτερικό της τάξης αυτής, που δεν αναιρούν όμως τον τελικό σκοπό, ο οποίος αφορά τη διαιώνιση και ενδυνάμωση της κυριαρχίας της επί του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού.

Ο διεθνής παράγοντας

Σε αυτή την επισήμανση θα πρέπει να προστεθεί και ο διεθνής παράγοντας. Από τη στιγμή που η διαχείριση του κράτους από τις πολιτικές ελίτ ουσιαστικά υπονομεύει τους θεσμούς και προωθεί την οικονομική εξαθλίωση της κοινωνίας, ο διεθνής παράγοντας αποκτά κρίσιμο ρόλο για τον τρόπο διεξαγωγής των εγχώριων πολιτικών διευθετήσεων, καθώς αποτελεί τον βασικό χρηματοδότη του ελληνικού δημοσίου.
Όσα ως εδώ έχουν εκτεθεί, μας δίνουν τη δυνατότητα να εντοπίσουμε το φαινόμενο της πλήρους ρήξης μεταξύ των συμφερόντων των κομματικών οργανώσεων και  της πολιτικής βούλησης της κοινωνίας. Η έλλειψη οργανικής σύνδεσης μεταξύ των κομματικών μορφωμάτων και των διαφόρων στρωμάτων που συγκροτούν την ελληνική κοινωνία, αναπληρώνεται από τα φαινόμενα του προπολιτικού ατομοκεντρισμού, των πελατειακών σχέσεων, της διαφθοράς, της αναξιοκρατίας.
Οι κομματικές δυνάμεις, αφού καταδίκασαν την ελληνική κοινωνία σε πλήρη πολιτική περιθωριοποίηση και μετέτρεψαν το δημόσιο πεδίο σε όργανο διασφάλισης των προνομίων τους, εξανάγκασαν τους πολίτες να αναζητήσουν διεξόδους επιβίωσης κάτω από την προστατευτική και ταυτόχρονα τυραννική αγκάλη των δυνάμεων εκείνων που ελέγχουν το κράτος. Η διέξοδος αυτή αφορούσε την κομματική ένταξη, δηλαδή την εξαναγκαστική αποδοχή από τον πολίτη των όρων καταδυνάστευσης του δημοσίου συμφέροντος, με αντάλλαγμα την ατομική ή οικογενειακή επιβίωση και ευμάρεια.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, πως, κατά κανόνα, η άρχουσα τάξη αδυνατεί να διαμορφώσει μια ατζέντα διακυβέρνησης, η οποία να συνθέτει με συστηματικό τρόπο τις θεμελιώδεις μεταβλητές: ιδεολογία, κράτος, κοινωνία. Η παρατήρηση αυτή μπορεί να εξηγήσει την ανυπαρξία, τουλάχιστον για τα κόμματα που διεκδικούν ή ασκούν την εξουσία, σχεδίου εθνικής ανασυγκρότησης, που να δίνει απαντήσεις σε δυο κομβικής σημασίας ερωτήματα: τι είδους κοινωνία και τι είδους πολίτες επιθυμούμε;

Προϋποθέσεις

Ένα τέτοιο σχέδιο, προϋποθέτει:
  • Πρώτον, την καταγραφή των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και δυνατοτήτων της κοινωνίας.
  • Δεύτερον, την αποτίμηση της επάρκειας των υλικών και πνευματικών διαθέσιμων μέσων.
  • Τρίτον, την αποκωδικοποίηση της διεθνούς συγκυρίας.
  • Τέταρτον, τη σύνθεση όλων αυτών των παραμέτρων επί τη βάσει μιας καινοτόμας και ταυτόχρονα ρεαλιστικής στόχευσης, που θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις τρέχουσες ανάγκες, καθώς και τις οραματικές επιδιώξεις.
Τότε μόνο, θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί το παρόν μας, υπό την προοπτική ενός επιθυμητού μέλλοντος. Τότε μόνο, η λειτουργία των θεσμών θα κατόρθωνε να γίνει υπηρετική προς τους πολίτες και τις συλλογικές ανάγκες. Τότε μόνο, η πολιτική θα ήταν σε θέση να απαρνηθεί τον καιροσκοπικό, ανεύθυνο και φαύλο χαρακτήρα της. Τότε μόνο, οι δημόσιες πολιτικές, θα έπαυαν να σχετίζονται με ευκαιριακές και επιφανειακές παρεμβάσεις και να ορίζονται από τις προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες των διαχειριστών του κράτους.
Μια τέτοια στροφή προφανώς προϋποθέτει τον ριζικό μετασχηματισμό των κομμάτων, έτσι ώστε να αρθεί ο ολιγαρχικός χαρακτήρας των δομών και των αντιλήψεων που τα διέπει. Η πρόοδος της ελληνικής κοινωνίας και η υπέρβαση της κρίσης, πέρνα μέσα από τον δύσκολο δρόμο της αποσάθρωσης του κομματικού συστήματος και της ανάπτυξης ελεύθερων πρωτοβουλιών για τη θεσμική είσοδο των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Αναδρομική έκθεση ψηφιδωτού της Κατερίνας Καμπουργιαννίδου-Κοντογιώργη




Ψηφιδωτό-Ποίηση

Αναδρομική έκθεση ψηφιδωτού της Κατερίνας Καμπουργιαννίδου-Κοντογιώργη

Από 9 Νοεμβρίου έως 2 Δεκεμβρίου 2018
Εγκαίνια Πέμπτη 15/11 στις 19.30.
Εκθεσιακοί χώροι 1ου και 2ου  ορόφου

Στην αναδρομική έκθεση «Ψηφιδωτό-Ποίηση» της Κατερίνας Καμπουργιαννίδου- Κοντογιώργη, που φιλοξενείται στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, παρελαύνει η μακρά περίοδος της ψηφιδωτής δημιουργίας από την κλασική, την ελληνιστική και τη βυζαντινή έως τη σύγχρονη εποχή. Στα τελευταία ιδίως έργα της, η δημιουργός εστιάζει τη θεματική και την τεχνική της στα διάφορα ρεύματα της αφαιρετικής τέχνης.

Μάρμαρο, σμάλτο, ημιπολύτιμοι λίθοι, γυαλί, πλαστικό, ψηφιδωτά επιτοίχια, επιδαπέδια τραπέζια, χρηστικά αντικείμενα, με τις πάστες των χρωμάτων να μιλούν κάθε φορά τη γλώσσα της εποχής και της θεματικής του έργου.

Όπως παρατηρεί ο ιστορικός τέχνης καθ. Μάνος Στεφανίδης, η «Κατερίνα Κοντογιώργη είναι μια ψηφιδογράφος που ζωγραφίζει και μια ζωγράφος που εκφράζεται με ψηφίδες αναζητώντας την ποίηση μέσα από την ακατέργαστη πέτρα και το καθαρό χρώμα. Η σχεδιαστική της επάρκεια εξασφαλίζει την ευρυθμία των αφηρημένων της συνθέσεων αφού πίσω από κάθε υλοποιημένη εικόνα βρίσκεται μια αόρατη αρχιτεκτονική».

Τα μείζονα προβλήματα της εποχής μας, οι αναταράξεις και η ασύμμετρη βία στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, αναπαριστώνται συμβολικά μέσα από την έντονη πολυπλοκότητα των έργων και τη σημειολογία των παραστάσεων.

Η μνημειακή τέχνη του ψηφιδωτού προσφέρεται ιδιαίτερα για την ανάδειξη της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Το ψηφιδωτό, ως ποίηση και ως άσκηση ελευθερίας, συνδυάζεται με την αυστηρότητα και τη δυναμική ακαμψία των υλικών σε μία άσκηση αυθεντικής λιτότητας, που μας καλεί σε στοχαστικό διάλογο πάνω στην ανθρώπινη περιπέτεια.




Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
Η Κατερίνα Καμπουργιαννίδου-Κοντογιώργη γεννήθηκε στη Λευκάδα από Μικρασιάτες γονείς και υπηρετεί το ψηφιδωτό από το 1994.
Μετά από ένα κύκλο σπουδών στη νομική, την πολιτική επιστήμη και την ιστορία, στην Αθήνα και στο Παρίσι, επιδόθηκε στην τέχνη του ψηφιδωτού, της ζωγραφικής, της ιστορίας της τέχνης και μαθήτευσε σε εργαστήρια σπουδαίων εικαστικών. Παρακολούθησε επίσης σεμινάρια σύγχρονου ψηφιδωτού σε σχολές της Ιταλίας.
Δημιούργησε την «Ομάδα Ψηφιδωτού 10» με αξιόλογο έργο. Μέλος των Εργαστηρίων Τέχνης Αγίας Παρασκευής, της Πανελλήνιας Εταιρείας Λόγου και Τέχνης, του Ελληνικού Συλλόγου Ψηφιδωτού, της Διεθνούς Ένωσης Σύγχρονων Ψηφιδογράφων (AIMC), της Αμερικανικής Εταιρείας Ψηφιδογράφων (SAMA).
Συμμετείχε , από το 1995, σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με πιο πρόσφατες στη Ραβέννα της Ιταλίας, ΑΙΜC 2000 και RAVENNA MOSAICO 2015 και 2017, στο Spilimbergo της Ιταλίας 2016, στο Nazzanno της Ρώμης, Pictor Imaginarius 2017 (α’ βραβείο), και 2018, και τελευταία στο  Parais-le-Monial της Γαλλίας,  AIMC 2018, και στη Chartres, Association les 3R, 2018.
Έχει πραγματοποιήσει τρεις ατομικές εκθέσεις στη Λευκάδα και στην Αθήνα. Η έκθεση στο Ίδρυμα Μιχ. Κακογιάννη είναι η τέταρτη ατομική.
Έργα της υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές και σε δημόσιους χώρους.





Πληροφορίες
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206, (ύψος Χαμοστέρνας), Ταύρος, Τ.Κ. 177 78, Τηλ. 210 3418550 & 210 3418579
Facebook: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης - Michael Cacoyannis Foundation
Twitter: @MCF_MCacoyannis
Instagram: @mcf.gr | Hashtag: #MCF
Youtube: MCacoyannisF

Διάρκεια έκθεσης: 9 Νοεμβρίου έως 2 Δεκεμβρίου 2018, Δευτέρα έως Κυριακή 18:00- 22:00.
Εγκαίνια: Πέμπτη 15 Νοεμβρίου στις 19:30

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Νίκος Πουλαντζάς: Νέο βιβλίο








Σε μερικές ημέρες συμπληρώνονται 39 χρόνια από την στιγμή που ο σημαντικός θεωρητικός του δομικού μαρξισμού Νίκος Πουλαντζάς έθεσε τέλος στη ζωή του. Με πρωτοβουλία του ομότιμου καθηγητή πολιτικής επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου Γιώργου Κοντογιώργη, θα κυκλοφορήσει σύντομα ένα νέο βιβλίο, που θα περιέχει τον κύκλο διαλέξεων που έδωσε ο Πουλαντζάς, το 1976 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στο επίκεντρο της θεωρητικής ανάλυσης του υπό έκδοση βιβλίου βρίσκονται: η θεωρία των κοινωνικών τάξεων, ο ιμπεριαλισμός, το σύγχρονο κράτος, το έθνος και η προοπτική του σοσιαλισμού. Οι διαλέξεις αυτές, συνοδεύονται από μια εκτενή εισαγωγή από τον Γιώργο Κοντογιώργη, ο οποίος αποτιμά τη συνεισφορά του έργου του Νίκου Πουλαντζά στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας. Η επιστημονική επιμέλεια έγινε από τον Σωτήρη Αμάραντο.


Ακολουθεί μια συνέντευξη που έδωσε ο καθηγητής  Κοντογιώργης για τον Νίκο Πουλαντζά το 1984 στην ΕΡΤ.







Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Σ. Αμάραντος:Τραγική αίσθηση της ζωής: ένας αγώνας εναντίον του μηδενός.

Σωτήρης Αμάραντος




Κάθε φορά που η ανθρώπινη φύση εκδηλώνει το σκοτεινό της υπέδαφος, την κόλαση που η ίδια εγκυμονεί, η αντίδραση της τρέχουσας-εργαλειακής εξίσου «ανθρώπινης, πολύ ανθρώπινης» διάστασης της σκέψης που ονομάζεται λογική, επιχειρεί να απωθήσει αυτή τη βαθύτερη αλήθεια του ανθρώπου είτε στη σφαίρα του εντελώς άλλου και μακρινού, είτε στη σφαίρα της σύμπτωσης και της εξαίρεσης. Η κατοπτρική όψη του εαυτού πρέπει να ανασκευαστεί και να καλλωπιστεί πριν επιστρέψει σε εμάς. Αυτό δηλώνουν κυρίως άρρητα, όλοι εκείνοι οι πολιτισμοί που απώλεσαν τη θεμελιώδη συνιστώσα του τραγικού. Ο αγώνας εναντίον του μηδενός, της αναμέτρησης δηλαδή του ανθρώπου με τον μηδενιστή της ύπαρξης που είναι ο θάνατος, συγκαλύπτεται μέσα από ένα σύνολο σχέσεων επιφανειακού εξωραϊσμού της ζωής, της εργασίας, της πολιτικής, της φιλίας, του έρωτα, ακόμη και της τέχνης. Δεν είχε άδικο ο Paul Valery, προσπαθώντας ουσιαστικά να διαταράξει τις εύσχημες βεβαιότητες για τον άνθρωπο του καιρού του, να σημειώνει εμφατικά ότι «εάν βλέπατε τη ψυχή μου δεν θα μπορούσατε να φάτε».

Η τέχνη του τραγικού, αντί να αποφεύγει την αναμέτρηση με ό,τι ο Kierkegaard αποκάλεσε αγωνία, βυθίζεται στην άβυσσο των δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης, ξιφομαχεί με τις δυνάμεις του μηδενός και ανασυντάσσει ολόκληρο το είναι της στην προοπτική μιας ανώτερης του μηδενός οντολογικής δικαιοσύνης.

Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα πολιτισμικών μορφωμάτων, καθώς αδυνατούν να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις του μηδενός που οι ίδιες εγκυμονούν. Η βούληση για ισχύ, ένα γεγονός που έχει τις ρίζες του, όσον αφορά τον δυτικό άνθρωπο στη θεολογία του Μεσαίωνα, από τον 19ο  αιώνα ενδύεται εξωτερικά τις κατηγορίες της επιστημονικότητας, έτσι όπως απαντώνται στην ανάπτυξη του παραδείγματος των φυσικών επιστημών. Η βούληση αυτή λοιπόν, παρουσιάζεται στον χώρο της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας ως ο ηγεμονικός λόγος των κοινωνικών επιστημών, που αξιώνουν, με όρους βιοπολιτικής κατά τον Foucault, τον ορισμό της κανονικότητας για ευρύτερους πληθυσμούς. Η κατ΄επίφαση επιστημονικότητα, η οποία επιχειρεί να μεταφέρει τον στατικό τρόπο αντίληψης της σχέσης αιτίας αποτελέσματος που διέπει τα φυσικά φαινόμενα, στο δυναμικό πεδίο των ανθρώπινων υπάρξεων, με σκοπό να τις μετατρέψει σε ένα διαχειρίσιμο υλικό, συνιστά ένα είδος απόκρυψης του γεγονότος που επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο η τραγική αίσθηση της ζωής, η οποία αποκαλύπτει μια θεμελιώδη πτυχή της ανθρώπινης πραγματικότητας, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε απροσδιοριστία. Πρόκειται για την βιωματική γνώση που πηγάζει από την αδυναμία της ανθρωπότητας να ελέγξει με απόλυτο τρόπο το ίδιο της το είναι. Βεβαίως πίσω από όλα αυτά, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε το αδυσώπητο βίωμα του θανάτου, το οποίο απωθείται στο συλλογικό ασυνείδητο και ως εκ τούτου, το πρόταγμα για την τραγική θέαση της ζωής να περνά στο περιθώριο. Η καθήλωση στη θετικιστική σύλληψη των κοινωνικών φαινομένων  και ο φόβος του θανάτου, ωθεί στην απώλεια της τραγικής αίσθησης και στην ανάπτυξη του γεγονότος της εξουσίας ως ενεργητικού και παθητικού συντελεστή, δηλαδή είτε ως υβριστική υπέρβαση των υπαρκτικών ορίων, διαμέσου του εναγκαλισμού με τις μεταφυσικές όψεις της εξουσίας, η οποία προσδίδει στον εκάστοτε κάτοχό της, την ψευδαίσθηση παντοδυναμίας και άρα επιτυγχάνει την απώθηση του θανάτου είτε ως δουλική υποταγή στην εξουσιαστική αρχή και άρα μετάθεση της διαχείρισης της ευθύνης για την απειλή του θανάτου, από το  επίπεδο της αυτονομίας του θνητού ανθρώπου, στο επίπεδο του εκάστοτε πατέρα-εξουσιαστή.
Ταυτόχρονα εκλείπει η αφετηρία για τον εντοπισμό του μηδενός, καθώς και η μέθοδος για τη διεξαγωγή αυτής της αναμέτρησης, που είναι η τραγική τέχνη. 

Ο ελληνικός κόσμος αντίθετα, επεξεργάστηκε την τραγική διάσταση με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, πάντοτε σε σχέση με το στάδιο της πολιτισμικής του ωριμότητας. Από τους κοσμολογικούς μύθους που συνιστούν το πρώτο στάδιο, πέρασε στην καθαρή τραγική τέχνη και στη φιλοσοφική ενατένιση. Τα δυο αυτά συμβάντα συνιστούν μερικές όψεις μιας ευρύτερης επεξεργασίας με όρους ελευθερίας που αναδύονται εντός της κοινής ζωής της πόλεως, δηλαδή εντός των διαδικασιών του πολιτικού βίου ως βίου ελευθερίας. Τα στοιχεία αυτά αποκτούν νέα διάσταση και σημασία με τη συνάντηση ελληνισμού και χριστιανισμού, από την οποία προκύπτει και η θεολογία του Σταυρού. Η ιδιαιτερότητα αυτής της διάστασης έγκειται στο βίωμα της υπαρξιακής αγωνίας, η οποία εντοπίζεται στο μεταίχμιο δυο ιλιγγιωδών για τον άνθρωπο παραμέτρων αφενός του επικείμενου φυσικού θανάτου και αφετέρου της προσδοκώμενης εσχατολογικής μεταφυσικής, δηλαδή μεταξύ του μηδενός που μηδενίζει και του μηδενός που αναδημιουργεί διαμέσου της αυτοθυσιαστικής προσφοράς. Το επόμενο στάδιο της τραγικής αίσθησης, μπορούμε να το εντοπίσουμε κυρίως στο δημοτικό μας τραγούδι και στα νεότερα λαϊκά άσματα, τα οποία απηχούν τις ποικίλες όψεις διείσδυσης της τραγικής αίσθησης της ζωής στο σύνολο των διακλαδώσεων της ζωής του βυζαντινού, του τουρκοκρατούμενου και νεότερου ελληνισμού. Επίσης, οφείλουμε να διακρίνουμε τα λαϊκά αυτά άσματα από τα χυδαία κατασκευάσματα, τα οποία διεκδικώντας μανιωδώς τον τίτλο του λαϊκού, παραδίδονται στην έκπτωση και την ευκολία του συναισθήματος που συνεπάγεται το μελόδραμα.

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά, θα λέγαμε πως η τραγική τέχνη προϋποθέτει, πριν απ΄ όλα, μια ισχυρή ασκητική βούληση, ικανή να αντισταθεί στον αβάσταχτο ανθρώπινο πόνο, στη φρίκη που υφίσταται ο άνθρωπος είτε από τους άλλους ανθρώπους είτε από τον ίδιο του τον εαυτό, γεγονός που τόσο θαρραλέα μπόρεσε να αναγνωρίσει στο ύστερο κυρίως έργο του ως "ορμή καταστροφής" ο πατέρας της ψυχανάλυσης Freud. Η τραγική τέχνη δεν αξιώνει την οριστική νίκη της επί του κακού, αλλά τη δυνατότητα του ανθρώπου να ισορροπήσει, καθώς το εκκρεμές της ύπαρξης μετρά το χάος γύρω του και εντός του. Θα ήταν συνεπώς αντινομικό να θεωρήσουμε ότι κάπου βρίσκεται έτοιμη μια ανώδυνη συνταγή μαζικής ευτυχίας, την οποία μπορούμε κατά βούληση να χρησιμοποιήσουμε ώστε να λυθούν αυτομάτως όλα μας τα προβλήματα. Ο συνεχής αγώνας με το απόλυτο σκοτάδι, συνιστά το δύσβατο μονοπάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σχετικά ισορροπημένη ζωή.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Γιώργος Κοντογιώργης: Τέλος της Ιστορίας ή ανθρωποκεντρική ολοκλήρωση;




Απόσπασμα από το βιβλίο "Γνώση και Μέθοδος"του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου Γιώργου Κοντογιώργη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΡΟΥΣΙΑ.

Σωτήρης Αμάραντος:
Θα μπορούσατε συνοπτικά να μας πείτε μερικά λόγια για την κοινωνία που θα αναδυθεί στο τελικό στάδιο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης;  Πρόκειται μήπως για ένα άλλο «τέλος της Ιστορίας»;

Γιώργος Κοντογιώργης:
Το τελικό στάδιο της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης είναι η οικουμένη, που υποστασιοποιείται πολιτικά με το κράτος της οικουμενικής κοσμόπολης. Η οικουμένη απέχει από την εποχή μας όσο η προ-σολώνεια εποχή της πόλης/κράτους από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και την επιδιαιτησία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου στα ελληνικά πράγματα.

Από την άλλη, όπως ήδη επισήμανα, η οικουμένη ως φάση δεν είναι στατική, έχει να επιδείξει πολλά εσωτερικά υπο-στάδια, που παραπέμπουν σε επιμέρους περιοχές της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης του κοινωνικού ανθρώπου.

Το ερώτημα που εγείρεται εν προκειμένω, είναι τι θα συμβεί εάν η φάση αυτή εξαντλήσει τη δυναμική της. Διότι στην περίπτωση της μετάβασης από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, η απάντηση συνέχεται με την ολοκληρωτική κυριαρχία του στο σύνολο του πλανήτη. Σ' αυτό το θέμα δεν έχω απάντηση, διότι δεν διαθέτω ένα ομόλογο ή έστω αντίστοιχο παράδειγμα και η φαντασία όπως προείπα δεν αποτελεί καλό σύμβουλο για την άντληση ασφαλών συμπερασμάτων. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η ανθρωπότητα θα έχει τότε στη διάθεσή της ικανά μέσα για να οδηγηθεί σε μια ασύμμετρη καταστροφική οπισθοδρόμηση, εάν η οικουμένη δεν επιτύχει την ενότητά της υπό τη στέγη ενός μοναδικού κοσμοκράτους. Το οποίο, με τη σειρά του, θα διασφάλιζε τη δημοκρατική υποστασιοποίηση της κοσμοπολιτείας.

Δεν πρέπει να αποκλεισθεί επίσης η είσοδος του ανθρωποκεντρικού κόσμου σε μια περίοδο εξελικτικής ομοθεσίας, στο μέτρο που εγγράφονται σ’αυτήν φύσει σημαίνουσες αλλαγές, οι οποίες επιπλέον θα συναρτηθούν με τη μοναδικότητα του ανθρωποκεντρικού ιδιώματος στον πλανήτη γη. Η παράμετρος αυτή είναι όπως προείπα θεμελιώδης, αν αναλογισθούμε τις επιπτώσεις του γεγονότος ότι το ελληνικό/ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας βρέθηκε αντιμέτωπο με τη δεσποτική παρειά της γης, η οποία βάρυνε ευρέως στις εξελίξεις.

Οίκοθεν νοείται ότι δεν πρέπει να αποκλεισθεί επίσης η υπόθεση ο ανθρωποκεντρικός κόσμος, στο βάθος της εξέλιξής του, να βρει διέξοδο σε άλλους πλανήτες, κατά το ανάλογο της διακτίνωσής του από την μικρή στην πλανητική κοσμοσυστημική σφαίρα.

Οπωσδήποτε, οι εξελίξεις που διαγράφονται με τη μετάβαση στη μεγάλη κλίμακα θα είναι όχι απλώς ραγδαίες, αλλά και μοναδικά εντυπωσιακές, στο μέτρο που προμηνύεται ότι ο άνθρωπος θα ελέγξει τις ιδιότητες εκείνες που κρύβει μέσα του και μέχρι τώρα τις απέδιδε στο θείο. Ο τεχνολογικός άνθρωπος θα είναι ένας άλλος άνθρωπος ο οποίος θα είναι τεχνολογικά πανταχού παρόν, θα ταξιδεύει χωρίς να μετακινείται, σχεδόν παντογνώστης αφού θα είναι συγχρόνως σκεπτόμενος και προικισμένος με μια τράπεζα δεδομένων, συστατική της ύπαρξής του, θα βλέπει πέραν του επιστητού της όρασής του, θα επικοινωνεί με τους άλλους ή με το κοινωνικό σύνολο τεχνοδικτυακά, θα υπάρχει και θα λειτουργεί ευρέως μέσα σε ένα ευφυές περιβάλλον με πρόσημο τεχνολογικούς αυτοματισμούς που θα μεταβάλλουν άρδην τη θέση και τον ρόλο του στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Στο πλαίσιο αυτό, η τεχνολογία της επικοινωνίας θα μοιάζει εξίσου πραγματική όσο και εκείνη της όντως φυσικής επικοινωνίας, καθώς θα αποτελεί ευρέως τη βάση για τον ανθρωποκεντρικό του βίο. Στο επίπεδο αυτό θα οικοδομηθεί εντέλει τόσο το οικονομικό και κοινωνικό όσο και το πολιτικό σύστημα.