Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Σωτήρης Αμάραντος: Τα τσιτάτα του καλού εκλογέα και η αντίκρουσή τους



Σωτήρης Αμάραντος



Το φαινόμενο της ομογνωμίας δεν ξενίζει στο εσωτερικό ενός κομματικού μηχανισμού, με συγκεκριμένη ιεραρχική δομή, αξιώσεις κυριαρχίας και αυστηρό έλεγχο της έκφρασης. Προκαλεί όμως τον προβληματισμό, όταν η ομογνωμία αυτή προσδιορίζει το σύνολο των απαντήσεων εκείνων που ασκούν, με περίσσια υπερηφάνεια, το εκλογικό τους δικαίωμα έναντι της πρόκλησης ή του σκανδάλου που συνεπάγεται για το σύστημα η εκλογική αποχή. Υπερβαίνοντας στο σημείο αυτό όλες τις ιδεολογικές διαιρέσεις της κομματικής ταυτότητας, η ετοιμότητα των απαντήσεων και η ομοιότητα του περιεχομένου τους, μας προϊδεάζει πρώτον, για την κοινή στάση όλων των κομματικών φορέων υπέρ της νομιμοποίησης της ολιγαρχίας, δια μέσου των εκλογών και δεύτερον, για την αποτελεσματικότητα των ιδεολογικών μηχανισμών, οι οποίοι πέτυχαν να καταστήσουν διακινητές του ιδεολογήματος της κυριαρχίας τα ίδια τα θύματά της.

Ας συνοψίσουμε τα δημοφιλή τσιτάτα του ιδεολογήματος αυτού, καθώς και την απόπειρα ανασκευής τους.

1)Υποστηρίζεται πως οι εκλογές συνιστούν τη γιορτή της Δημοκρατίας.  

Οι εκλογές αντίθετα συνιστούν την αποθέωση της ολιγαρχικής πολιτείας, διότι μέσω αυτών, ο πολίτης δηλώνει ότι επικροτεί την επιταγή του πολιτεύματος για την ανάθεση της πλήρους αρμοδιότητας για τον καθορισμό της συλλογικής ζωής, στις ολιγαρχικές κομματικές οργανώσεις. 

2)Προβάλλεται το επιχείρημα πως, η αποχή συνιστά μια απολιτική επιλογή, η οποία δίνει τη δυνατότητα σε όσους ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα να αποφασίζουν για τις τύχες αυτών που απέχουν.

Κάτι τέτοιο θα ήταν ορθό μόνο στην  περίπτωση που η ψήφος στις εκλογές είχε ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο, περιλαμβάνοντας δικλίδες ασφαλείας υπέρ του ψηφοφόρου, ώστε να ασκεί διαρκή έλεγχο προς τους πολιτικούς άρχοντες και δεν ήταν απλώς μια εν λευκώ εντολή άσκησης ηγεμονίας προς τον εκάστοτε εξουσιαστή. Από άποψη συμβολής στην άσκηση πολιτικής τόσο ο ασκών το εκλογικό δικαίωμα όσο και ο απέχοντας στερούνται τη δυνατότητα μετοχής στη λήψη των αποφάσεων, με τη διαφορά ότι ο τελευταίος, αρνούμενος την παρουσία τους στις εκλογές, αρνείται επίσης στο σύστημα να τον χρησιμοποιήσει ως μονάδα αθροιστικής νομιμοποίησης.

3)Προκρίνεται ως λύση στο πολιτικό αδιέξοδο η ανανέωση κομμάτων και προσώπων στην εξουσία.

Το συγκεκριμένο επιχείρημα επενδύει στη θυμική αντίδραση των ψηφοφόρων, παρουσιάζοντας μια απλοποιημένη και επιφανειακή εκδοχή της πολιτικής. Η ευθύνη για τις αρνητικές καταστάσεις χρεώνονται αποκλειστικά στα πρόσωπα και στα κόμματα που άσκησαν εξουσία, με σκοπό ο πολίτης να λειτουργήσει εκδικητικά και να θεωρήσει πως, τοποθετώντας άλλα πρόσωπα και άλλα κομματικά μορφώματα στην ίδια δομή εξουσίας, τα αποτελέσματα της πολιτικής θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Αποκρύπτεται με τον τρόπο αυτό, η θεσμική βάση της αποτυχίας της πολιτείας συνολικά.

4)Θεωρείται πως προτιμότερη από την αποχή είναι η ψήφος στα μικρά και νέα κόμματα.

Το συγκεκριμένο ιδεολόγημα αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου. Η έννοια του «νέου» συνιστά φετίχ στον χώρο της πολιτικής επικοινωνίας και σωτηριολογίας. Το «νέο» παρουσιάζεται ως αποσυνδεδεμένο από το «παλιό» που υπερφορτώνεται με αρνητικές ιδιότητες, έτσι ώστε το «νέο» ως το διαλεκτικό του αντίθετο να μονοπωλεί το καλό, ανεξάρτητα από το εκάστοτε περιεχόμενό του ή το πλαίσιο στο οποίο καλείται να λειτουργήσει.  Από την άλλη, η αναφορά στην έννοια του μικρού κόμματος φιλοδοξεί να αξιοποιήσει αφενός την απαξιωμένη εικόνα των κομμάτων εξουσίας και αφετέρου τη συμπάθεια και αλληλεγγύη του εκλογέα προς οτιδήποτε μοιάζει, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, αδύναμο. Κάτι τέτοιο ικανοποιεί την επιθυμία ταύτισης του αδύναμου εκλογέα με το αδύναμο κόμμα, που και τα δυο βάλλονται, υποτίθεται αμοιβαία, από τα ισχυρά εξουσιαστικά συμφέροντα. Τέτοιου είδους αντιλήψεις αποκρύπτουν βέβαια πως οι διαφορές των νέων και μικρών κομμάτων από τα παλαιά και ισχυρά δεν συνιστούν διαφορές φύσης, αλλά βαθμού δύναμης. Γι΄αυτό και όταν αποκτήσουν εκλογική δύναμη ισχυρή, αποδεικνύουν το ομοούσιό τους με το πολιτικό κατεστημένο. 

5)Προκρίνεται η σύλληψη της ψήφου με τιμωρητικό περιεχόμενο.

Από άποψη αποτελεσματικότητας, η επιχειρούμενη ενίσχυση και στη συνέχεια εκμετάλλευση των εκδικητικών ροπών μιας κοινωνίας που βιώνει συνθήκες καταδυνάστευσης, συνιστά μια ιδιοφυή στρατηγική. Το ερώτημα είναι, αν όντως η ψήφος συνιστά μια πράξη τιμωρίας απέναντι σε ένα καθεστώς που έχει θεσπίσει το ευ κακουργείν και την ασυλία του από το δίκαιο. Ο όρος τιμωρία συνεπάγεται τη στέρηση ενός αγαθού ή ενός δικαιώματος που ανήκουν στη σφαίρα αποκλειστικής διαχείρισης και απόλαυσης ενός προσώπου. Ας αναρωτηθούμε ποιο αγαθό ή ποιο δικαίωμα στερείται ένας πολιτικός με το να μην εκλεγεί; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολιτικός δεν κατέχει δικαιωματικά την εξουσία. Το μόνο δικαίωμα που κατέχει και το οποίο θα μπορούσε να στερηθεί είναι αυτό της υποψηφιότητας και όχι της εκλογής. Άρα η ψήφος στις εκλογές δεν απονέμει δικαιοσύνη ούτε τιμωρεί.

6)Παρουσιάζεται η αποχή ως η μήτρα της κοινωνικής αταξίας και του πολιτικού αδιεξόδου.

Τη θέση αυτή υποβαστάζει η ιδέα πως το σημερινό πολίτευμα είναι προϊόν μιας φυσικής εξέλιξης, η οποία πραγματώνει την πιο ολοκληρωμένη και ελεύθερη έκφραση της συλλογικής ζωής. Κάθε τι που θέτει εν αμφιβόλω αυτή την ανώτερη μορφή πολιτικής οργάνωσης, αυτομάτως αποτελεί οπισθοδρόμηση προς την τυραννία και τη ζωώδη φύση του ανθρώπου. Εάν κριτήριο των όποιων πολιτικών μας θέσεων είναι ο βαθμός πραγμάτωσης της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, τότε όχι μόνο θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τα τρομακτικά ελλείμματα του σημερινού πολιτεύματος, αλλά και να το τοποθετήσουμε ως κατώτερο άλλων πολιτευμάτων, όπως η αντιπροσώπευση και η δημοκρατία.  Με άλλα λόγια, η αποχή θα μπορούσε να είναι πρώτον, αρχή ζυμώσεων για την αμφισβήτηση του ολιγαρχικού πολιτεύματος και δεύτερον, αφετηρία συνειδητοποίησης της κοινωνικής δυναμικής που μπορεί να αναδυθεί από τη συνέργεια ελεύθερων προσωπικοτήτων, έτσι ώστε να εκπονηθεί ένα σχέδιο δράσης για τη συντεταγμένη μεταβολή της πολιτείας.

Η βασική λειτουργία όλων αυτών των τσιτάτων που προσπαθήσαμε να αποδημήσουμε επιτελεί διπλό ρόλο: Πρώτον, αμνηστεύει την ίδια τη θεσμική άρθρωση της πολιτείας από τα πολιτικά αποτελέσματα, μεταθέτοντας τις ευθύνες  στους αναλώσιμους διαχειριστές της εξουσίας και στη συνέχεια στους πολίτες που υποτίθεται πως τους επιλέγουν. Δεύτερον, στρέφει τους αγανακτισμένους, απογοητευμένους και απελπισμένους ψηφοφόρους σε λύσεις, ανώδυνες και εντός του κυρίαρχου πολιτικού σκηνικού, πολλαπλασιάζοντας τα αδιέξοδά τους.

Η συνειδητοποίηση αυτών των παραμέτρων, μέσω της αποκάλυψης των νοηματικών παγίδων, που η άρχουσα τάξη έχει υφάνει με τη βοήθεια πλήθους προπαγανδιστικών μηχανισμών, είναι το μόνο σημείο διαφάνειας, από το οποίο μπορούμε να διανοίξουμε το δύσβατο πέρασμα προς την κατάκτηση και απόλαυση της ελευθερίας.


Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Σωτήρης Αμάραντος: Η τριγωνική σχέση λαός – εθνικό συμφέρον – κυβερνητική πολιτική





                                                             Σωτήρης Αμάραντος



Ο σχεδιασμός της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής οφείλει να εδράζεται σε μια διαυγή αντίληψη για τα συμφέροντα της συλλογικής οντότητας (έθνος και λαός) προς όφελος της οποίας ασκείται. Επίσης, να βρίσκεται σε συνάρτηση με την επιθυμητή κατάστασή της στο μέλλον. Όργανο για την άσκησή της είναι το σύνολο των κρατικών μηχανισμών.
Στο σημείο αυτό ανακύπτουν δυο θεμελιώδη ερωτήματα. Πρώτον: Ποια είναι αυτή η οντότητα; Δεύτερον: Ποιος είναι ο αυθεντικός εκφραστής των συμφερόντων της; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά προσδιορίζουν, τόσο συνειδητά όσο και ανεπίγνωστα, το είδος και την ποιότητα της ασκούμενης πολιτικής. Επίσης, η αλληλεξάρτηση των δυο αυτών ερωτημάτων είναι παραπάνω από προφανής, καθώς η απάντηση στο πρόβλημα του ποιος δικαιούται να εκφράζει μια συλλογική οντότητα, συνεπάγεται σε σημαντικό βαθμό την ικανότητά του να επιβάλλει νέους ή να τροποποιήσει μερικώς τους υφιστάμενους ορισμούς και τις ιδιότητες που αποδίδονται στην οντότητα αυτή.
Για παράδειγμα η διακήρυξη από τον Λουδοβίκου ΙΔ της απόλυτης ταύτισης της ατομικότητάς του με το κράτος, δεν σήμαινε απλώς την αξίωσή του να ιδιοποιηθεί τους κρατικούς μηχανισμούς, αλλά την ίδια τη γαλλική κοινωνία. Με αυτή του τη δήλωση, επιχειρούσε ταυτόχρονα να ορίσει την ουσία του γαλλικού έθνους, επί τη βάσει των προσωπικών του επιδιώξεων.
Εάν σε απολυταρχικού τύπου πολιτεύματα, ο μονάρχης είναι σε θέση να καθορίσει, δια των εξουσιαστικών και ιδεολογικών μηχανισμών, την ταυτότητα μιας εθνικής συλλογικότητας, στο καθεστώς της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας τη θέση του καταλαμβάνει μια άρχουσα ομάδα. Προφανώς, ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του πολιτεύματος (αναγνωρίζει την ατομική ελευθερία, αλλά όχι την οικονομική και πολιτική) υποχρεώνει την άρχουσα ομάδα να χρησιμοποιεί το ιδεολογικό στοιχείο περισσότερο από το κατασταλτικό. Για τον λόγο αυτό, αναγκάζεται για τις όποιες αποφάσεις της να επικαλείται τη λαϊκή κυριαρχία, ακόμη και όταν αυτές την αντιστρατεύονται.

Σε οριακές καταστάσεις

Σε οριακές, βέβαια, καταστάσεις, όταν δηλαδή φανερώνεται η πλήρης διάσταση της βούλησης, μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, η αναφορά στον δήθεν κυρίαρχο λαό αποκτά αρνητικό πρόσημο. Όταν, δηλαδή, ο λαός εναντιώνεται προς τις αποφάσεις της εξουσίας, χρεώνεται ένα σύνολο αρνητικών χαρακτηριστικών (όχλος, εθνικιστικός, ρατσιστικός κλπ) που στοχεύουν να πείσουν πρώτα και κύρια τον ίδιο ότι είναι ακατάλληλος να έχει λόγο στα πολιτικά πράγματα. Εκτός όμως από τα έκτακτα ιδεολογικά μέτρα σε στιγμές έντασης, η κυρίαρχη ομάδα φροντίζει συστηματικά να αποδομήσει την υποκείμενη στην εξουσία της συλλογικότητα, δηλαδή να τη μετατρέψει σε ένα άνευρο συνονθύλευμα ατομικών επιδιώξεων.
Ακριβώς γι΄ αυτούς τους λόγους, μια κοινωνία πριν εισέλθει στη φάση αποδοχής του ποιος θα πρέπει να είναι ο πραγματικός εκφραστής της οντότητας, προς όφελος της οποίας αρθρώνεται και ασκείται η πολιτική, θα πρέπει να προσδιορίσει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της οντότητας αυτής. Πρόκειται για οντότητα που προσδιορίζεται με πρόσημο το έθνος, τη θρησκεία, την τάξη κλπ; Στην περίπτωση των εθνικά συγκροτημένων κρατών δεν μπορούμε να έχουμε αμφιβολία για την απάντηση.
Γενικά, η έννοια τους έθνους προϋποθέτει μια κίνηση σε δυο άξονες, αυτόν της συγχρονίας και αυτόν της διαχρονίας. Προϋποθέτει, δηλαδή, μια κληρονομιά και ένα συλλογικό υποκείμενο ως κληρονόμο. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι ακόμη και το συλλογικό υποκείμενο που αποτελεί τον κληρονόμο, δεν δικαιούται να διαχειριστεί την κληρονομιά με αυθαίρετο και αποκλειστικά συγχρονικό τρόπο. Ο λόγος είναι ότι χρεώνεται το βάρος της διαχρονίας, δηλαδή το οντολογικό βάθος του πνευματικού και υλικού πλούτου των προηγούμενων γενεών και την ιστορική ευθύνη έναντι των επόμενων γενεών.
Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού έθνους έγκειται στην οικουμενική του διάσταση και στη θεμελίωσή του με επίκεντρο την ελευθερία και όχημα τη δημοκρατία, δηλαδή την άρση της διάκρισης μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων. Η συλλογιστική αυτή δίνει και την απάντηση στο ερώτημα για το ποιος είναι ο αυθεντικός εκφραστής της εθνικής οντότητας και άρα ο υπεύθυνος για τη χάραξη της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Αναμφισβήτητα, η κληρονομιά του Ελληνισμού παρέχει και το σύνολο των θεσμικών μέσων για την αυθεντική έκφραση του έθνους μέσω της κοινωνίας, με μόνους περιορισμούς, όλες εκείνες τις ηθικές δεσμεύσεις που εκπορεύονται από τον διαχρονικό ελληνικό τρόπο του βίου.

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Σ. Αμάραντος: Δραπετεύοντας από την παρακμή.

Οι φιλόσοφοι και οι ποιητές μας είχαν προειδοποιήσει από καιρό: 
 Σωτήρης Αμάραντος


 Οι φιλόσοφοι και οι ποιητές μας είχαν προειδοποιήσει από καιρό: Μια κοινωνία εισέρχεται σε φάση κρίσης, όταν καταρρέει η ικανότητά της να θέτει ή να αναγνωρίζει σκοπούς που να εναρμονίζουν τις ατομικές βλέψεις με τις συλλογικές ανάγκες. Όταν καταρρέουν οι αντικειμενικοί δείκτες αποτίμησης και ιεράρχησης των ανθρώπινων έργων και λόγων, ακολουθεί μια κάποια αποδιοργάνωση της κοινωνικής, πολιτικής και ψυχολογικής τάξης. Η αποδιοργάνωση αυτή δεν αποτελεί απαραίτητα αρνητική εξέλιξη, καθώς της δίδεται η ευκαιρία, μέσα από ένα είδος ερωτοτροπίας με το μηδέν, να αναπτύξει εκείνες τις δυνάμεις που θα της επιτρέψουν να αναγεννηθεί.
Εάν αντίθετα αποτύχει, η κρίση μεταστοιχειώνεται σε παρακμή. Η κατάσταση της παρακμής δεν συνιστά εξέλιξη της κρίσης, αλλά ποιοτικό άλμα, κατά το οποίο μια κοινωνία στερείται των αναγκαίων μέσων, ώστε να επιλύσει τα βασικά υπαρξιακά της ζητούμενα. Με απλά λόγια, δεν μπορεί να απαντήσει στο γιατί η ζωή έχει περισσότερο νόημα από τον θάνατο. Στον αντίποδα όλων αυτών των απαισιόδοξων προειδοποιήσεων και σε πείσμα των φιλοσόφων και των ποιητών, ο «πολιτισμός» του θεάματος έρχεται να προσφέρει τον εφησυχασμό της ματαιοδοξίας: σημασία δεν έχει τι κάνεις, αλλά πόσο στιλ βάζεις σε αυτό που κάνεις.
Ο «πολιτισμός» του θεάματος συμβαδίζει με το αξίωμα της άπειρης δυνατότητας: όλοι είναι εξίσου ικανοί για όλα. Αν από το αξίωμα της ματαιοδοξίας προκύπτει ο αμοραλισμός, από την αρχή της άπειρης δυνατότητας ο ισοπεδωτισμός. Τα δυο αυτά στοιχεία είναι απαραίτητα, ώστε να είναι σε θέση μια ατομική ύπαρξη να μετατραπεί σε προϊόν της βιομηχανίας του θεάματος. Η ικανότητα προσαρμογής από την πλευρά των ατόμων σε μια τέτοια διαδικασία παρουσιάζεται κοινωνικά με τη μορφή της επιτυχίας.

Ο σκοπός εκλείπει

Αν κάποτε ο όρος επιτυχία ήταν συνυφασμένος με την αξιολόγηση της ποιότητας της προσφοράς έργου σε έναν κάποιο τομέα, στις μέρες μας συνδέεται με την προθυμία έκθεσης του εαυτού, στα διάφορα μέσα προβολής. Τα χρήματα και η κοινωνική αναγνώριση αποτελούσαν σε παλιότερες κοινωνίες, κάποιες από τις συνέπειες της επιτυχίας. Πλέον συνιστούν την ίδια την επιτυχία. Όταν οι συνέπειες ενός σκοπού μετατρέπονται στον ίδιο τον σκοπό, έχουμε βάσιμους λόγους να ισχυριστούμε πως ο σκοπός εκλείπει.
Η έκλειψη του σκοπού και η αδυναμία αναγνώρισης αυτής της απώλειας επισφραγίζει, όπως είδαμε πιο πριν, ότι οι σύγχρονες κοινωνίες τελούν όχι απλά σε κατάσταση κρίσεως, αλλά παρακμής. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οδεύουν με λαμπερό χαμόγελο προς τον μηδενισμό της ύπαρξής τους. Σημαίνει πως, όχι μόνο στερούνται των μέσων να αποφύγουν μια τέτοια πορεία, αλλά και ότι βρίσκουν σε αυτήν ένα νέο είδωλο για να λατρέψουν.
Όλη αυτή η εφιαλτική προοπτική διαγνώστηκε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο, σε ένα από τα κείμενα του Ρένου Αποστολίδη. Πρόκειται για μια σύντομη αλληγορική ιστορία που έχει τον τίτλο: «Ο δραπέτης του αετώματος». Ξαφνικά, μεταφερόμαστε σε μια πόλη, η οποία δείχνει να βυθίζεται καθημερινά όλο και περισσότερο στον βούρκο της αθλιότητας και της χυδαιότητας. Παρ’ όλα αυτά, τα βλέμματα όλων είναι προσηλωμένα, πέρα από την πραγματικότητα αυτή, σε ένα περίλαμπρο αέτωμα, το οποίο κοσμούν υπέροχες μορφές και παραστάσεις. Όλα μοιάζουν τέλεια σε αυτό. Τίποτε δεν φαίνεται να χαλάει την εξωτερική του αρμονία.

Αλήθεια και φαινομενικότητα

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως το αέτωμα γίνεται το σύμβολο κάθε μορφής επίπλαστης ωραιοποίησης της ζωής, αποπροσανατολισμού της σκέψης και καταστολής της κριτικής δύναμης. Μέσα σε αυτόν τον διχασμό αλήθειας και φαινομενικότητας, δείχνει να αναλίσκεται η ζωή σε αυτή την πόλη. Ώσπου μια μορφή από αυτές που κοσμούν το αέτωμα, αποφασίζει κάποια νύχτα να θραύσει την επίπλαστη αρμονία του αετώματος και να δραπετεύσει. Η δραπέτευση αυτή προκαλεί το πρώτο ρήγμα στο αέτωμα, ένα ρήγμα που αντανακλάται στο βλέμμα αυτών που το κοιτούσαν αποχαυνωμένοι.
Ο κίνδυνος κατάρρευσης για το σύστημα που αντιπροσωπεύει το αέτωμα είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός. Γι΄ αυτό και επιδίδεται με όλες του τις δυνάμεις, στο να κατασκευάσει πριν την αυγή, στην κενή πλέον θέση, ένα ομοίωμα του δραπέτη. Ένα ομοίωμα που θα σβήνει τα ίχνη αυτής της παραφωνίας. Με αυτόν περίπου τον τρόπο κλείνει η αφήγηση.
Στο ερώτημα εάν ο συγγραφέας εκφράζει μια απαισιόδοξη στάση, θα πρέπει να απαντήσουμε αρνητικά. Η λογοτεχνία, σε αντίθεση με τον επιστημονικό ή τον πεζό λόγο της καθημερινότητας είναι σε θέση να μιλήσει αλληγορικά. Ακόμη και οι σιωπές της συνιστούν ένα πλούσιο υλικό νοημάτων που οφείλουμε να αποκωδικοποιήσουμε. Το κείμενο αυτό μας καλεί να γίνουμε συνεργοί στο «έγκλημα» της δραπέτευσης, στη θραύση των θαυμαστών μορφών που ωραιοποιούν την ασχήμια και την παρακμή του κόσμου μας και του ίδιου μας του ματαιόδοξου εαυτού. Ο δραπέτης του αετώματος μάς δείχνει τον δρόμο.


Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Σ. Αμάραντος: Η στρατηγική σύγκλιση Αριστεράς και Δεξιάς





                                                       
                                                           
  
                                                           Σωτήρης Αμάραντος 
Τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρούμε μια όλο και μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, σε βαθμό, μάλιστα, που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ακόμη και για στρατηγική συμμαχία. Τους άξονες αυτής της σύγκλισης, η οποία προϋποθέτει αμοιβαίες μετατοπίσεις, θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε, καθώς και τις κοινωνικές και πολιτικές τους συνέπειες.
Όσον αφορά την Αριστερά, η μετατόπιση εντοπίζεται στη σταδιακή εξασθένηση, έως και εξάλειψη από τον ιδεολογικό της λόγο, του αιτήματος του λεγόμενου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτός σχετίζεται με την άρση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την καπιταλιστική, μέσω της επαναστατικής (ή έστω της μεταρρυθμιστικής) διαδικασίας, η οποία θα επέτρεπε την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κατάλυση της ταξικής κοινωνίας.
Η κλασική Αριστερά του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα εντόπιζε στον χώρο της οικονομίας, την ιστορική πραγμάτωση της διαλεκτικής κίνησης της ύλης (μεταφυσική του υλισμού). Λαμβάνοντας ως αιτία κάθε κοινωνικής, πολιτικής, ιδεολογικής και διαπροσωπικής σχέσης, τη διάταξη των δυνάμεων στον χώρο της οικονομίας (οικονομική βάση), όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί μιας κοινωνίας, καθώς και όσα συμβαίνουν εντός τους, θεωρήθηκαν ως επιφαινόμενα.
Με απλά λόγια, από τη στιγμή που στην καπιταλιστική κοινωνία η ταξική ανισότητα έχει ως σημείο εκκίνησης την οικονομία, μοιραία, αυτή αναπαράγεται σε όλους τους άλλους τομείς της κοινωνίας. Ανάμεσα στα επιφαινόμενα, κεντρικές θέσεις για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων θεωρήθηκε ότι είχαν το κράτος, η θρησκεία και η οικογένεια. Κάτω από αυτή την προοπτική η κλασική Αριστερά, πέραν της οικονομίας, άσκησε δριμύτατη κριτική και στα τρία αυτά κεντρικά επιφαινόμενα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως από τη δεκαετία του ’60 και ύστερα, ο καπιταλισμός επέτρεψε -ως ένα βαθμό- τη μερική μείωση των οικονομικών ανισοτήτων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πολιτική και οικονομική κατάρρευση της ΕΣΣΔ, συνέπεσε με προβλήματα που προέκυψαν στον χώρο της Αριστεράς. Τα προβλήματα αυτά έθεσαν σε δεύτερη μοίρα την επαναστατική προοπτική της μετάβασης στον σοσιαλισμό. Προέταξαν αιτήματα που σχετίζονται περισσότερο με ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, όπως η αυτοπραγμάτωση, η κατανάλωση, η σεξουαλική απελευθέρωση κλπ.
Από τη στιγμή που ο οικονομικός μετασχηματισμός παύει να αποτελεί κεντρικό πρόταγμα και στη θέση του τοποθετούνται τα αιτήματα ιδιωτικής απόλαυσης, αυτό που μένει από την ιδεολογική κληρονομία της κλασικής Αριστεράς είναι η κριτική στα μορφώματα του έθνους, της θρησκείας και της οικογένειας. Αυτά, με τα αξιακά πρότυπα που «διδάσκουν» και τα καθήκοντα που επιβάλλουν, δείχνουν να στέκονται εμπόδιο.

Σύγκλιση Αριστεράς-Δεξιάς

Σε σχέση με την κλασική Δεξιά τώρα, τα πράγματα θα λέγαμε πως είχαν μια άλλη πορεία, η οποία όμως καταλήγει στον ίδιο τερματισμό. Ποτέ για την καπιταλιστική τάξη έως τα σχετικά πρόσφατα χρόνια, η οικονομική δραστηριότητα δεν αποτέλεσε αυτοσκοπό. Δηλαδή, ποτέ δεν είχε ξεγυμνώσει τον εαυτό της από αξιακές ορίζουσες που δικαιολογούσαν με κάποιο τρόπο την οικονομική δραστηριότητα. Έτσι, κατά τη διάρκεια του βιομηχανικού καπιταλισμού, που η οικονομική δραστηριότητα είχε ως πυρήνα της το έθνος-κράτος, ακόμη και υπό την ιμπεριαλιστική του εκδοχή, η παράμετρος της παραγωγής βρέθηκε στο επίκεντρο όλων των προσπαθειών, καθώς οι ανάγκες του συστήματος αφορούσαν την συσσώρευση κεφαλαίου.
Η καπιταλιστική τάξη στήριξε την έννοια του έθνους, της θρησκείας και της οικογένειας, οι οποίες προμήθευαν τις μάζες με το κατάλληλο αξιακό υλικό για μια ζωή προσανατολισμένη στο μοντέλο της παραγωγής που είχε επικρατήσει. Η μεταπολεμική, όμως, αναδιάταξη των οικονομικών σχέσεων σχετίζεται με την έξοδο του πιο δυναμικού και συνάμα τυχοδιωκτικού μέρους της σύγχρονης οικονομίας από τον εθνοκρατικό κορμό. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη στροφή του οικονομικού μοντέλου προς την κατανάλωση, μετέβαλαν τους ιδεολογικούς στόχους της Δεξιάς. Τώρα πλέον αντιλαμβάνεται το έθνος, τη θρησκεία και την οικογένεια, ως βασικά εμπόδια για την επιτυχία της.
Αίφνης, παρατηρούμε πως η νέα Αριστερά και η νέα Δεξιά συγκλίνουν πλήρως, τόσο ως προς τον προσδιορισμό των ιδεολογικών τους αντιπάλων όσο και ως προς τα πολιτικά τους ζητούμενα που είναι η οικονομική ανάπτυξη και η ατομική κατανάλωση. Προνομιακό πεδίο της συντεταγμένης πολεμικής εναντίον των αντιπάλων τους είναι η θετικά φορτισμένη περιοχή των δικαιωμάτων ειδικών κατηγοριών μειονοτήτων. Πρόκειται για μια περιοχή που δεν ταυτίζεται με τον χώρο των κοινωνικά αποκλεισμένων, την οποία επέβαλε η δομή και λειτουργία του κλασικού αστικού κράτους.

Ο εγωιστής άνθρωπος

Στο σημείο αυτό κρίνονται αναγκαίες ορισμένες διευκρινίσεις. Το κλασικό αστικό κράτος, όπως είδαμε, βασιζόταν στο κοινωνικό μοντέλο της παραγωγής. Στόχευε διαμέσου των ορθολογικών του διαδικασιών, του οργανωμένου καταμερισμού της εργασίας και του λεπτομερούς διαχωρισμού του εργασιακού και του ελεύθερου χρόνου, στον έλεγχο του νου των ανθρώπινων υποκειμένων.
Ο υψηλός βαθμός ελέγχου και ρουτίνας, που προέκυπτε από τον τρόπο διευθέτησης της εργασίας και του ελεύθερου χρόνου, έβρισκε ένα ισχυρό αντιστάθμισμα στο γεγονός ότι ήταν σε θέση να εξασφαλίζει ένα υψηλό επίπεδο υπαρξιακής ασφάλειας, καθώς συνέδεε την ατομική βιογραφία με έναν ισχυρό συλλογικό σκοπό. Μέσα από αυτόν, το υποκείμενο μπορούσε να καταγράφει και να αποτιμά την προσωπική του εξέλιξη.
Κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος σε αυτήν την κοινωνία είναι ο εγωιστής άνθρωπος. Ένα ον, το οποίο έχοντας συγκεκριμένες αφετηρίες και σκοπούς, επιδιώκει να εντάξει στη σφαίρα ισχύος του συγκεκριμένα στοιχεία του αντικειμενικού κόσμου. Σε έναν κόσμο που κυριαρχεί το εγωιστικό πρότυπο είναι λογικό, εκτός από τις επιτυχημένες βιογραφίες, να συναντούμε εξίσου και αποτυχημένες. Οι αποτυχημένες, λοιπόν, βιογραφίες, συνιστούν τις ομάδες του περιθωρίου του κλασικού αστικού κράτους. Αυτές αποκτούν νέα σημασία στην επόμενη φάση, στη φάση της διεθνοποίησης των αγορών.
Στην εποχή του κλασικού αστικού κράτους, οι ομάδες του περιθωρίου είχαν μια συγκεκριμένη θέση στο οικονομικό σύστημα και ταυτόχρονα μια πολιτική εκπροσώπηση, από την παραδοσιακή Αριστερά. Στην παρούσα φάση, χαρακτηρίζονται από την κοινωνική απροσδιοριστία της θέσης τους στην κυρίαρχη δομή και από την έλλειψη πολιτικής εκπροσώπησης. Σχετικά παραδείγματα μπορούμε να αντλήσουμε από τις σχέσεις που οικοδομούνται διεθνώς από τις ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) προς τις νέες ομάδες του περιθωρίου. Οι ΜΚΟ τις συντηρούν στα όρια της επιβίωσης, χωρίς να θέτουν το ζήτημα της πλήρους οικονομικής και κοινωνικής τους αποκατάστασης.

Ο νάρκισσος

Η μετάλλαξη του πλαισίου στις δυτικές κοινωνίες και η μετατόπιση από το μοντέλο της παραγωγής στο μοντέλο της κατανάλωσης, μετέβαλε και το πρότυπο του ελέγχου των μαζών. Από τα ορθολογικά μέσα, που στόχευαν κυρίως στην πειθαρχία του νου, περάσαμε στην απόπειρα ελέγχου της προσωπικότητας μέσω της απόλαυσης, δηλαδή μέσω του επηρεασμού των επιθυμιών. Στην κοινωνία αυτή, ο βασικός ανθρωπολογικός τύπος είναι ο νάρκισσος. Αυτός, σε αντίθεση με τον εγωιστή που γνώριζε τα προσωπικά του όρια και επεδίωκε να τα διευρύνει, αγνοεί τα σύνορα μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού, θεωρώντας αυτονόητα πως καθετί του ανήκει.
Ο νάρκισσος είναι η ιδανικότερη προσωπικότητα για ένα διεθνοποιημένο οικονομικό σύστημα, το οποίο αντιπαθεί κάθε σκοπό που δεν περνά μέσα από τις διαδικασίες της αγοράς. Τα συλλογικά προτάγματα, τα οποία είχαν ως φορείς τους το έθνος, τη θρησκεία και την πυρηνική οικογένεια, στον βαθμό που δεν υπηρετούν το ναρκισσιστικό αίτημα της απόλαυσης και άρα δεν ενισχύουν μονοσήμαντα την επιθυμία για κατανάλωση, συνιστούν το νέο εχθρό του συστήματος.
Η νέα διάταξη των οικονομικών και εξουσιαστικών σχέσεων χρειάζεται, πέραν των πρακτικών αξιών, και ένα ιδεολογικό έρεισμα, μια πηγή νομιμοποίησης των επιλογών της. Το ιδεολογικό έρεισμα βρέθηκε στο ευρύτερο πεδίο των λεγόμενων δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Γενικά, θα μπορούσαμε να ταξινομήσουμε σε τρεις ευρύτερες κατηγορίες τις μειονοτικές ομάδες.
  • Πρώτον, είναι οι ομάδες του οικονομικού περιθωρίου που ήδη περιγράψαμε.
  • Δεύτερον, οι ομάδες εκείνες που συγκροτούν πολιτισμικές μειονότητες.
  • Τρίτον, μια σημαντική μερίδα των ανωτέρων τάξεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το ανικανοποίητο και την έλλειψη υπαρξιακής πληρότητας, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν την απόλαυση σε ό,τι η προηγούμενη εποχή θεωρούσε παρέκκλιση.

Το χρέος της εκπροσώπησης

Ας επιστρέψουμε στην αφετηρία του προβληματισμού μας. Τόσο η νέα Αριστερά όσο και η νέα Δεξιά, από τις τρεις αυτές ευρύτερες κατηγορίες μειονοτήτων, μόνο για τη δεύτερη και την τρίτη νιώθουν το «χρέος» της εκπροσώπησης, κατά τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Το ερώτημα που προκύπτει, βέβαια, είναι αν πίσω από την έντονη πολιτική κινητοποίηση και ευαισθητοποίηση των δυνάμεων αυτών για τις μειονότητες, βρίσκεται μια αυθεντική επιθυμία προάσπισής τους, ή μια απόπειρα ισχυροποίησης των διεθνοποιημένων αγορών. Ισχυροποίησης μέσω της διάλυσης των ευρύτερων συλλογικών ταυτοτήτων και κατακερματισμού των κοινωνιών σε μαχητικές και αλληλοσπαρασσόμενες μειονότητες.
Οι εξελίξεις αυτές ωθούν τις κοινωνικές δυνάμεις, που βιώνουν ως απειλή τα νέα δεδομένα, στην αναζήτηση πολιτικής στέγης πρώτον στις παραδοσιακές ιδεολογίες του πατριωτισμού και δεύτερον σε μορφώματα εθνικιστικού και νεοφασιστικού προσανατολισμού. Η επιστροφή στο ιδεολογικό μοντέλο του κλασικού έθνους-κράτους παρουσιάζεται ως το αντίδοτο στην κυριαρχία των αγορών.
Τέλος, μπορούμε να παρατηρήσουμε έναν σημαντικό αριθμό πολιτών, οι οποίοι δείχνουν να μην καλύπτονται από κανένα αποκρυσταλλωμένο πολιτικό σχήμα. Βρίσκονται σε μια φάση ζυμώσεων, καθώς ακόμη δεν έχουν διαμορφώσει ούτε ξεκάθαρο πρόταγμα ούτε οργανωτική βάση. Το σίγουρο είναι πως βλέπουν με καχυποψία και την κυριαρχία των αγορών και την επιστροφή στο παραδοσιακό αστικό έθνος-κράτος.
Ταυτόχρονα, αντιδρούν προς τα ολιγαρχικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών και σύγχρονων κομμάτων και της Αριστεράς και της Δεξιάς. Στον βαθμό που δεν αφομοιωθούν από την πόλωση που αναμένεται το επόμενο διάστημα να προκαλέσουν οι δυο βασικοί πόλοι, προκύπτουν άκρως ενδιαφέροντα ερωτήματα για την ενδεχόμενη μελλοντική τους παρέμβαση στην ιστορική διαδικασία.


Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Σωτήρης Αμάραντος: Η ιδιοποίηση του κράτους από το κομματικό σύστημα*

                                      Σωτήρης Αμάραντος Βασική προϋπόθεση για την άσκηση πολιτικής φιλελεύθερου ή αριστερού προσανατολισμού είναι η «ύπαρξη» κράτους. Οι κλασικοί στοχαστές και των δυο ηγεμονικών, κατά τη νεωτερικότητα, πολιτικών προσεγγίσεων, ακόμη κι αν έθεταν ως κεντρική επιδίωξή τους τη σταδιακή συρρίκνωση, ή ακόμη και εξάλειψη της κρατικής οντότητας, δεν υποτίμησαν την κρισιμότητα του ρόλου του. Ειδικώς κατά την περίοδο που προετοιμάζεται η πραγμάτωση των κοινωνικών τους ουτοπιών (κοινωνία αρμονίας ιδιωτικών συμφερόντων για τους μεν, κομμουνιστική κοινωνία για τους δε).

Στη χώρα μας, εξαιτίας των ιστορικών της ιδιαιτεροτήτων, οι οποίες αφορούν την εκ των άνω επιβολή της πολιτικής οργάνωσης, αρχικώς της βασιλείας και στη συνέχεια του κοινοβουλευτισμού, οι κομματικοί συνασπισμοί ιδιοποιούνται πλήρως το κράτος. Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεμελιώδη αντινομία: Η εγχώρια πολιτική ελίτ, δεν μπορεί να εξασφαλίσει το ταξικό της συμφέρον, εάν δεν κινητοποιήσει διαδικασίες που αποδομούν τους κρατικούς θεσμούς, τους οποίους όμως παράλληλα, τους έχει ανάγκη, ώστε να εξασφαλίζει την ηγεμονία της.
Σε αυτό ακριβώς το αρνητικό γεγονός έγκειται, κατά τη γνώμη μας, η ουσιώδης συγγένεια όλων των ελληνικών κομμάτων, τα οποία στον βαθμό που εγείρουν αξιώσεις κυριαρχίας, εντός του υπάρχοντος πολιτικού τοπίου, θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως μια ειδική κοινωνική τάξη. Περισσότερο αναλυτικά, θα λέγαμε πως η εγχώρια πολιτική ελίτ συνιστά μια παρασιτική κοινωνική τάξη, που ασκεί εκμετάλλευση στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Οι όποιοι τριγμοί και συγκρούσεις που αναδύονται μεταξύ των κομμάτων δεν προσδιορίζονται από ιδεολογικές αντιθέσεις. Αντίθετα, θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως προσπάθειες ανακατανομής της ισχύος στο εσωτερικό της τάξης αυτής, που δεν αναιρούν όμως τον τελικό σκοπό, ο οποίος αφορά τη διαιώνιση και ενδυνάμωση της κυριαρχίας της επί του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού.

Ο διεθνής παράγοντας

Σε αυτή την επισήμανση θα πρέπει να προστεθεί και ο διεθνής παράγοντας. Από τη στιγμή που η διαχείριση του κράτους από τις πολιτικές ελίτ ουσιαστικά υπονομεύει τους θεσμούς και προωθεί την οικονομική εξαθλίωση της κοινωνίας, ο διεθνής παράγοντας αποκτά κρίσιμο ρόλο για τον τρόπο διεξαγωγής των εγχώριων πολιτικών διευθετήσεων, καθώς αποτελεί τον βασικό χρηματοδότη του ελληνικού δημοσίου.
Όσα ως εδώ έχουν εκτεθεί, μας δίνουν τη δυνατότητα να εντοπίσουμε το φαινόμενο της πλήρους ρήξης μεταξύ των συμφερόντων των κομματικών οργανώσεων και  της πολιτικής βούλησης της κοινωνίας. Η έλλειψη οργανικής σύνδεσης μεταξύ των κομματικών μορφωμάτων και των διαφόρων στρωμάτων που συγκροτούν την ελληνική κοινωνία, αναπληρώνεται από τα φαινόμενα του προπολιτικού ατομοκεντρισμού, των πελατειακών σχέσεων, της διαφθοράς, της αναξιοκρατίας.
Οι κομματικές δυνάμεις, αφού καταδίκασαν την ελληνική κοινωνία σε πλήρη πολιτική περιθωριοποίηση και μετέτρεψαν το δημόσιο πεδίο σε όργανο διασφάλισης των προνομίων τους, εξανάγκασαν τους πολίτες να αναζητήσουν διεξόδους επιβίωσης κάτω από την προστατευτική και ταυτόχρονα τυραννική αγκάλη των δυνάμεων εκείνων που ελέγχουν το κράτος. Η διέξοδος αυτή αφορούσε την κομματική ένταξη, δηλαδή την εξαναγκαστική αποδοχή από τον πολίτη των όρων καταδυνάστευσης του δημοσίου συμφέροντος, με αντάλλαγμα την ατομική ή οικογενειακή επιβίωση και ευμάρεια.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, πως, κατά κανόνα, η άρχουσα τάξη αδυνατεί να διαμορφώσει μια ατζέντα διακυβέρνησης, η οποία να συνθέτει με συστηματικό τρόπο τις θεμελιώδεις μεταβλητές: ιδεολογία, κράτος, κοινωνία. Η παρατήρηση αυτή μπορεί να εξηγήσει την ανυπαρξία, τουλάχιστον για τα κόμματα που διεκδικούν ή ασκούν την εξουσία, σχεδίου εθνικής ανασυγκρότησης, που να δίνει απαντήσεις σε δυο κομβικής σημασίας ερωτήματα: τι είδους κοινωνία και τι είδους πολίτες επιθυμούμε;

Προϋποθέσεις

Ένα τέτοιο σχέδιο, προϋποθέτει:
  • Πρώτον, την καταγραφή των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων και δυνατοτήτων της κοινωνίας.
  • Δεύτερον, την αποτίμηση της επάρκειας των υλικών και πνευματικών διαθέσιμων μέσων.
  • Τρίτον, την αποκωδικοποίηση της διεθνούς συγκυρίας.
  • Τέταρτον, τη σύνθεση όλων αυτών των παραμέτρων επί τη βάσει μιας καινοτόμας και ταυτόχρονα ρεαλιστικής στόχευσης, που θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις τρέχουσες ανάγκες, καθώς και τις οραματικές επιδιώξεις.
Τότε μόνο, θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί το παρόν μας, υπό την προοπτική ενός επιθυμητού μέλλοντος. Τότε μόνο, η λειτουργία των θεσμών θα κατόρθωνε να γίνει υπηρετική προς τους πολίτες και τις συλλογικές ανάγκες. Τότε μόνο, η πολιτική θα ήταν σε θέση να απαρνηθεί τον καιροσκοπικό, ανεύθυνο και φαύλο χαρακτήρα της. Τότε μόνο, οι δημόσιες πολιτικές, θα έπαυαν να σχετίζονται με ευκαιριακές και επιφανειακές παρεμβάσεις και να ορίζονται από τις προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες των διαχειριστών του κράτους.
Μια τέτοια στροφή προφανώς προϋποθέτει τον ριζικό μετασχηματισμό των κομμάτων, έτσι ώστε να αρθεί ο ολιγαρχικός χαρακτήρας των δομών και των αντιλήψεων που τα διέπει. Η πρόοδος της ελληνικής κοινωνίας και η υπέρβαση της κρίσης, πέρνα μέσα από τον δύσκολο δρόμο της αποσάθρωσης του κομματικού συστήματος και της ανάπτυξης ελεύθερων πρωτοβουλιών για τη θεσμική είσοδο των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.