Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Σ. Αμάραντος: Ναρκισσιστικός Κριτικισμός. Το εκστρατευτικό σώμα της κοινωνικής ενοχοποίησης.

Σωτήρης Αμάραντος


Όσα σκοπεύω να γράψω, μπορούν κάλλιστα να με ταξινομήσουν στον πυρήνα του φαινομένου που επιχειρώ να παρουσιάσω, διότι αυτή ακριβώς είναι η δύναμη του ναρκισσιστικού κριτικισμού.

Το φαινόμενο:
Πρόκειται για ένα φαινόμενο συγκαιρινό της ίδρυσης του «σύγχρονου» νεοελληνικού κράτους και παρουσιάζεται ως παραλήρημα καταδίκης, ως ισοπεδωτικός αφορισμός, ως παραλυτική υπερ-κριτική, προς ό,τι φέρει το όνομα της ελληνικής συλλογικότητας. Εκπορεύεται από την ανάγκη ναρκισσιστικής καταξίωσης της ατομικότητας έναντι του συλλογικού περίγυρου, υπό το πρόσχημα μιας επιφανειακής ηθικής στάσης και μιας θέσης ανωτερότητας έναντι των πραγμάτων. Έτσι η δημιουργική διάσταση της κοινωνικής κριτικής που συνιστά βασικό όρο ατομικής και συλλογικής αυτοβελτίωσης διαστρέφεται σε κακότητα. Από εκεί και ύστερα ο φθόνος, η ζήλια και η μνησικακία έχουν αποκτήσει το κατάλληλο προσωπείο για να συνεχίσουν το έργο τους. Μια πράγματι ενδιαφέρουσα αντίφαση του ναρκισσιστικού κριτικισμού είναι ότι οι φορείς του ομιλούν ως εάν οι ίδιοι να συνιστούν την μοναδική εξαίρεση στον κανόνα ή ως εάν να έπεσαν οι ίδιοι από τον πλανήτη Άρη.

Οι αιτίες:
Η αναφορά στις αιτίες κάνει αναγκαία μια σχηματική ιστορική ανασκόπηση. Ο ελληνισμός ήδη από την αρχαιότητα μπόρεσε να διασφαλίσει μια σχέση δυναμικής ισορροπίας μεταξύ ατόμου και συλλογικότητας. Αυτή η σχέση, όχι μόνο διατηρήθηκε κατά τα Ελληνιστικά και Βυζαντινά χρόνια, αλλά απέκτησε ακόμη πιο ολοκληρωμένες διαστάσεις. Εξαίρεση δεν αποτελεί ούτε ακόμη και η άκρως οδυνηρή, για τον ελληνισμό, συνθήκη της τουρκικής σκλαβιάς.  Σε όλο αυτό το ιστορικό συνεχές, ο ελληνικός κόσμος κατάφερε να διατηρήσει αυτή την ισορροπία της πραγμάτωσης του ατομικού εντός του συλλογικού και του συλλογικού εντός του ατομικού, χωρίς το άτομο να μετατρέπεται σε μάζα και η συλλογικότητα να υπηρετεί αποκλειστικά αξιώσεις ισχύος υπερβουλητικών ατομικοτήτων. Αυτή η κοινωνική σύνθεση βρήκε πολιτική στέγη κάτω από τη θεσμική διάρθρωση της δημοκρατίας, η οποία διασφάλιζε την αμεσότητα της μετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Το ιστορικό συνεχές αυτό, κονιορτοποιήθηκε με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους των Βαυαρών, οι οποίοι κατόρθωσαν το ακατόρθωτο: να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις της ανθελληνικής σκέψης και πράξης στους ίδιους τους Έλληνες, μέσα από τους αντιδημοκρατικούς θεσμούς που εγκατέστησαν, αλλά και από την κυρίαρχη λογική που ενσάρκωσε τους θεσμούς αυτούς. Για τους Βαυαρούς, οι δημοκρατικές γενικές συνελεύσεις των μελών των κοινοτήτων ήταν δείκτης «χαμερπεστάτων παθών και ιδιοτέλειας»(Abel) σε σύγκριση με το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν!  Όχι μόνο η παιδεία, αλλά όλο το θεσμικό σώμα του νέου ελληνικού κράτους στέρησε από τον Έλληνα την ελευθερία μετοχής στα κοινά, τόσο στην κεντρική πολιτική ζωή, όσο και στα θεμελιώδη κύτταρα της κοινωνίας που ήταν οι κοινότητες. Μια από τις πρώτες νομοθετικές πράξεις της Αντιβασιλείας των Βαυαρών ήταν η κατάργηση των κοινοτήτων-κοινών (Νόμος περί συστάσεως δήμων 1833/4). Κατορθώθηκε έτσι να ανατραπεί η ισορροπία ατομικού και συλλογικού και να στραφεί η υπερανεπτυγμένη προσωπικότητα του δημοκρατικού ατόμου ενάντια προς την ελληνική συλλογικότητα, διότι δεν έβρισκε πια στην τελευταία τους θεσμικούς όρους της δημιουργικής του πραγμάτωσης. Αφού το συλλογικό έπαψε να πραγματώνει το ατομικό, το τελευταίο έκοψε τους δεσμούς μαζί του και αναζήτησε την ικανοποίηση στον ίδιο του τον εαυτό. Το ναρκισσιστικό άτομο, το οποίο τρέφεται από την υποτίμηση και τον σαδισμό προς τον άλλο ήταν πλέον γεγονός.

Οι συνέπειες:
Στον βαθμό που το φαινόμενο αυτό αποκτά στατιστική σημασία, δηλαδή λαμβάνει διαστάσεις ενδημικές, βραχυκυκλώνει κάθε δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ των ατόμων και απορυθμίζει τη συλλογικότητα, αφού έχει ως θεμελιώδεις παραμέτρους την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον πλησίον και την ενοχοποίηση του κοινωνικού άλλου. Ταυτόχρονα αυτά τα κύματα υψηλής εντάσεως συλλογικού μαζοχισμού, πέρα από τη ψυχική ικανοποίηση που εξασφαλίζουν στον εκάστοτε ατομικό τους φορέα, απολήγουν κατά κανόνα είτε σε έναν μοιρολατρικό μηδενισμό, είτε σε μια κυνική αποδοχή της αρχής ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Επίσης το φαινόμενο αυτό αποκτά χρήσεις ιδιαίτερα ευνοϊκές για τις ομάδες συμφερόντων, οι οποίες κληρονόμησαν τη βαυαρική ηγεμονία επί της ελληνικής κοινωνίας, διότι μεταθέτει τις σχετικές με τη σημερινή παρακμή ευθύνες, από τον θύτη στο θύμα, δηλαδή από την πολιτική «ελίτ» στους Έλληνες πολίτες, ενώ όπως ήδη είδαμε το ενοχικό σύνδρομο της αλληλοκατηγορίας μεταξύ των πολιτών ακυρώνει κάθε δυνατότητα συνεργασίας και αντίδρασης προς την κυρίαρχη τάξη. Αντιπροσώπους της ανθελληνικής εκστρατείας μπορούμε να εντοπίσουμε σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Η ταξινόμηση μπορεί να περιλαμβάνει οργανικούς διανοούμενους και πολιτικούς μέχρι εμπειρογνώμονες δυστυχημάτων και γελοιογράφους.

Η θεραπεία:
Ο Ηρακλής Αποστολίδης, σε έναν από τους αφορισμούς του έγραφε «…Πάντως ο κριτικός διαλύει κι ανασυνθέτει εαυτόν εν τω κρινομένω.». Σε αντίθεση με τον ναρκισσιστικό κριτικισμό, η ατομική και συλλογική κριτική δεν έχει ως στόχο την εκμηδένιση του κρινόμενου αντικειμένου, αλλά την ανασύνθεσή του. Χωρίς αντικείμενο, δεν μπορεί να υπάρξει η πρώτη ύλη της ανασύνθεσης, δηλαδή στερούμαστε τη βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία του νέου. Ανεξάρτητα από το εάν το αντικείμενο είναι ένα πραγματικό υποκείμενο ή ο αντικειμενικός κόσμος, ο ναρκισσιστικός κριτικισμός παραπέμπει σε καμένη γη και σε τοπίο αποκάλυψης, στα οποία τίποτε δεν μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί. Είναι μέρος του προβλήματος που υποτίθεται επιχειρεί να αντιμετωπίσει, γι΄αυτό δεν είναι μόνο αδιέξοδος, αλλά και επικίνδυνος να ανατροφοδοτεί εις το διηνεκές το πρόβλημα και να το διευρύνει. Μια προοπτική θεραπείας θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί στην οδυνηρή αναγνώριση του προβλήματος και του βαθμού που αυτό έχει εισχωρήσει στη δομή του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο και αξιολογούμε τις κινήσεις μας και τις κινήσεις των άλλων μέσα σε αυτόν. Σε μια αλλαγή πλεύσης από την ναρκισσιστική κριτική στην κριτική της αναδημιουργίας, η οποία όμως θα έμενε έωλη εάν δεν λάμβανε επίσης και πολιτικές διαστάσεις μετοχής του πολίτη στην πολιτική, δηλαδή εάν δεν απαντούσε στο αίτημα της αποκατάστασης της σχέσης ισορροπίας μεταξύ ατόμου και συλλογικότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου