Σωτήρης Αμάραντος
Το
φαινόμενο της ομογνωμίας δεν ξενίζει στο εσωτερικό ενός κομματικού μηχανισμού,
με συγκεκριμένη ιεραρχική δομή, αξιώσεις κυριαρχίας και αυστηρό έλεγχο της
έκφρασης. Προκαλεί όμως τον προβληματισμό, όταν η ομογνωμία αυτή προσδιορίζει
το σύνολο των απαντήσεων εκείνων που ασκούν, με περίσσια υπερηφάνεια, το
εκλογικό τους δικαίωμα έναντι της πρόκλησης ή του σκανδάλου που συνεπάγεται για
το σύστημα η εκλογική αποχή. Υπερβαίνοντας στο σημείο αυτό όλες τις ιδεολογικές
διαιρέσεις της κομματικής ταυτότητας, η ετοιμότητα των απαντήσεων και η ομοιότητα
του περιεχομένου τους, μας προϊδεάζει πρώτον, για την κοινή στάση όλων των
κομματικών φορέων υπέρ της νομιμοποίησης της ολιγαρχίας, δια μέσου
των εκλογών και δεύτερον, για την αποτελεσματικότητα των ιδεολογικών μηχανισμών,
οι οποίοι πέτυχαν να καταστήσουν διακινητές του ιδεολογήματος της κυριαρχίας τα
ίδια τα θύματά της.
Ας συνοψίσουμε τα δημοφιλή τσιτάτα του ιδεολογήματος αυτού, καθώς και την απόπειρα ανασκευής τους.
1)Υποστηρίζεται
πως οι εκλογές συνιστούν τη γιορτή της Δημοκρατίας.
Οι εκλογές αντίθετα συνιστούν την αποθέωση της ολιγαρχικής πολιτείας,
διότι μέσω αυτών, ο πολίτης δηλώνει ότι επικροτεί την επιταγή του
πολιτεύματος για την ανάθεση της πλήρους αρμοδιότητας για τον καθορισμό της συλλογικής ζωής, στις ολιγαρχικές κομματικές οργανώσεις.
2)Προβάλλεται
το επιχείρημα πως, η αποχή συνιστά μια απολιτική επιλογή, η οποία δίνει τη
δυνατότητα σε όσους ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα να αποφασίζουν για τις
τύχες αυτών που απέχουν.
Κάτι τέτοιο θα ήταν ορθό μόνο στην
περίπτωση που η ψήφος στις εκλογές είχε ένα συγκεκριμένο πολιτικό
περιεχόμενο, περιλαμβάνοντας δικλίδες ασφαλείας υπέρ του ψηφοφόρου, ώστε να
ασκεί διαρκή έλεγχο προς τους πολιτικούς άρχοντες και δεν ήταν απλώς μια εν
λευκώ εντολή άσκησης ηγεμονίας προς τον εκάστοτε εξουσιαστή. Από άποψη συμβολής
στην άσκηση πολιτικής τόσο ο ασκών το εκλογικό δικαίωμα όσο και ο απέχοντας
στερούνται τη δυνατότητα μετοχής στη λήψη των αποφάσεων, με τη διαφορά ότι ο
τελευταίος, αρνούμενος την παρουσία τους στις εκλογές, αρνείται επίσης στο σύστημα
να τον χρησιμοποιήσει ως μονάδα αθροιστικής νομιμοποίησης.
3)Προκρίνεται ως λύση στο πολιτικό αδιέξοδο η ανανέωση κομμάτων και προσώπων
στην εξουσία.
Το συγκεκριμένο επιχείρημα επενδύει στη θυμική
αντίδραση των ψηφοφόρων, παρουσιάζοντας μια απλοποιημένη και επιφανειακή εκδοχή
της πολιτικής. Η ευθύνη για τις αρνητικές καταστάσεις χρεώνονται αποκλειστικά
στα πρόσωπα και στα κόμματα που άσκησαν εξουσία, με σκοπό ο πολίτης να
λειτουργήσει εκδικητικά και να θεωρήσει πως, τοποθετώντας άλλα πρόσωπα και άλλα
κομματικά μορφώματα στην ίδια δομή εξουσίας, τα αποτελέσματα της πολιτικής θα
αλλάξουν προς το καλύτερο. Αποκρύπτεται με τον τρόπο αυτό, η θεσμική βάση της
αποτυχίας της πολιτείας συνολικά.
4)Θεωρείται πως προτιμότερη από την αποχή είναι η ψήφος στα μικρά και νέα
κόμματα.
Το
συγκεκριμένο ιδεολόγημα αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου. Η έννοια του «νέου»
συνιστά φετίχ στον χώρο της πολιτικής επικοινωνίας και σωτηριολογίας. Το «νέο»
παρουσιάζεται ως αποσυνδεδεμένο από το «παλιό» που υπερφορτώνεται με αρνητικές
ιδιότητες, έτσι ώστε το «νέο» ως το διαλεκτικό του αντίθετο να μονοπωλεί το
καλό, ανεξάρτητα από το εκάστοτε περιεχόμενό του ή το πλαίσιο στο οποίο
καλείται να λειτουργήσει. Από την άλλη, η
αναφορά στην έννοια του μικρού κόμματος φιλοδοξεί να αξιοποιήσει αφενός την
απαξιωμένη εικόνα των κομμάτων εξουσίας και αφετέρου τη συμπάθεια και αλληλεγγύη
του εκλογέα προς οτιδήποτε μοιάζει, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, αδύναμο. Κάτι
τέτοιο ικανοποιεί την επιθυμία ταύτισης του αδύναμου εκλογέα με το αδύναμο κόμμα, που και τα δυο βάλλονται, υποτίθεται αμοιβαία, από τα ισχυρά εξουσιαστικά
συμφέροντα. Τέτοιου είδους αντιλήψεις αποκρύπτουν βέβαια πως οι διαφορές των
νέων και μικρών κομμάτων από τα παλαιά και ισχυρά δεν συνιστούν διαφορές φύσης,
αλλά βαθμού δύναμης. Γι΄αυτό και όταν αποκτήσουν εκλογική δύναμη ισχυρή,
αποδεικνύουν το ομοούσιό τους με το πολιτικό κατεστημένο.
5)Προκρίνεται η σύλληψη της ψήφου με τιμωρητικό περιεχόμενο.
Από άποψη αποτελεσματικότητας, η επιχειρούμενη ενίσχυση και στη συνέχεια εκμετάλλευση
των εκδικητικών ροπών μιας κοινωνίας που
βιώνει συνθήκες καταδυνάστευσης, συνιστά μια ιδιοφυή στρατηγική. Το
ερώτημα είναι, αν όντως η ψήφος συνιστά μια πράξη τιμωρίας απέναντι σε ένα
καθεστώς που έχει θεσπίσει το ευ κακουργείν και την ασυλία του από το δίκαιο. Ο
όρος τιμωρία συνεπάγεται τη στέρηση ενός αγαθού ή ενός δικαιώματος που ανήκουν
στη σφαίρα αποκλειστικής διαχείρισης και απόλαυσης ενός προσώπου. Ας αναρωτηθούμε
ποιο αγαθό ή ποιο δικαίωμα στερείται ένας πολιτικός με το να μην εκλεγεί; Δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολιτικός δεν κατέχει δικαιωματικά την εξουσία. Το μόνο
δικαίωμα που κατέχει και το οποίο θα μπορούσε να στερηθεί είναι αυτό της υποψηφιότητας
και όχι της εκλογής. Άρα η ψήφος στις εκλογές δεν απονέμει δικαιοσύνη ούτε
τιμωρεί.
6)Παρουσιάζεται η αποχή ως η μήτρα της κοινωνικής αταξίας και του πολιτικού αδιεξόδου.
Τη θέση
αυτή υποβαστάζει η ιδέα πως το σημερινό πολίτευμα είναι προϊόν μιας φυσικής
εξέλιξης, η οποία πραγματώνει την πιο ολοκληρωμένη και ελεύθερη έκφραση της συλλογικής
ζωής. Κάθε τι που θέτει εν αμφιβόλω αυτή την ανώτερη μορφή πολιτικής οργάνωσης, αυτομάτως αποτελεί οπισθοδρόμηση προς την τυραννία και τη ζωώδη φύση του
ανθρώπου. Εάν κριτήριο των όποιων πολιτικών μας θέσεων είναι ο βαθμός πραγμάτωσης
της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, τότε όχι μόνο θα μπορούσαμε να
εντοπίσουμε τα τρομακτικά ελλείμματα του σημερινού πολιτεύματος, αλλά και να το
τοποθετήσουμε ως κατώτερο άλλων πολιτευμάτων, όπως η αντιπροσώπευση και η
δημοκρατία. Με άλλα λόγια, η αποχή θα
μπορούσε να είναι πρώτον, αρχή ζυμώσεων για την αμφισβήτηση του ολιγαρχικού
πολιτεύματος και δεύτερον, αφετηρία συνειδητοποίησης της κοινωνικής δυναμικής
που μπορεί να αναδυθεί από τη συνέργεια ελεύθερων προσωπικοτήτων, έτσι ώστε να
εκπονηθεί ένα σχέδιο δράσης για τη συντεταγμένη μεταβολή της πολιτείας.
Η βασική λειτουργία
όλων αυτών των τσιτάτων που προσπαθήσαμε να αποδημήσουμε επιτελεί διπλό ρόλο:
Πρώτον, αμνηστεύει την ίδια τη θεσμική άρθρωση της πολιτείας από τα πολιτικά
αποτελέσματα, μεταθέτοντας τις ευθύνες στους
αναλώσιμους διαχειριστές της εξουσίας και στη συνέχεια στους πολίτες που
υποτίθεται πως τους επιλέγουν. Δεύτερον, στρέφει τους αγανακτισμένους,
απογοητευμένους και απελπισμένους ψηφοφόρους σε λύσεις, ανώδυνες και εντός του
κυρίαρχου πολιτικού σκηνικού, πολλαπλασιάζοντας τα αδιέξοδά τους.
Η
συνειδητοποίηση αυτών των παραμέτρων, μέσω της αποκάλυψης των νοηματικών
παγίδων, που η άρχουσα τάξη έχει υφάνει με τη βοήθεια πλήθους προπαγανδιστικών
μηχανισμών, είναι το μόνο σημείο διαφάνειας, από το οποίο μπορούμε να διανοίξουμε
το δύσβατο πέρασμα προς την κατάκτηση και απόλαυση της ελευθερίας.